Τα αποκαΐδια της δασοπροστασίας

Η τραγική απόληξη ενός μοντέλου δασικής προστασίας που πρέπει να αλλάξει.

Η ελεγεία μιας ήττας. Ξανά θρήνος για ζωές που έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Δεν σταματά να καίει τον νου και την καρδιά το ερώτημα γιατί οι δασικές πυρκαγιές έχουν κατ’ εξακολούθησιν μεγάλες επιπτώσεις, με νεκρούς και χιλιάδες στρέμματα καμένης γης. Μνήμες 2007 από την Ηλεία, όταν εκείνο τον Αύγουστο 63 άνθρωποι βρήκαν τραγικό θάνατο (οι 27 από αυτούς είχαν εγκλωβιστεί στο χωριό Αρτέμιδα), με πάμπολλες εστίες τότε και στην υπόλοιπη χώρα. Δέκα χρόνια μετά, είκοσι λεπτά από το κέντρο της Αθήνας, στις πολυσύχναστες δασικές-οικιστικές περιοχές Ραφήνα – Μάτι έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 80 άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν στις φλόγες. Μια δεκαετία δρόμος και ο χρόνος δεν οδήγησε σε βελτίωση ως προς την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και των συμβάντων μεγάλης έκτασης.

Η περίπτωση της πυρκαγιάς στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας έχει ιδιαιτερότητα λόγω της μεικτής χρήσης της περιοχής, σημειώνει στο Documento ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων Νίκος Μπόκαρης. Οπως εξηγεί, η φωτιά κατέκαψε μια περιοχή που δεν ήταν αμιγώς δασική, αλλά περιλάμβανε νόμιμη ή μη νόμιμη οίκηση σε εκτός σχεδίου εκτάσεις και δασικές εκτάσεις εντός σημείων οικιστικών πυκνώσεων – και όλα αυτά σε συνδυασμό με μεγάλη επισκεψιμότητα λόγω παραθερισμού και αναψυχής.

«Σε αυτό το υπόβαθρο σημαντικό ρόλο για τις δραματικές εξελίξεις έπαιξαν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της βλάστησης. Η περιοχή είχε να καεί πάνω από 50 χρόνια και είχε συσσωρευτεί καύσιμη ύλη που δημιουργούσε συνθήκες ταχύτατης καύσης. Αυτό σε συνδυασμό με τον ισχυρό άνεμο δεν έδωσε στους ανθρώπους που προσπάθησαν να αποφύγουν τις φλόγες το περιθώριο να ξεφύγουν» τονίζει ο δασολόγος-περιβαλλοντολόγος.

Και προσθέτει: «Για μια περιοχή όπως αυτή, μεικτής χρήσης, δασικής, οικιστικής, με τουριστική ανάπτυξη και πολυσύχναστη, έπρεπε να υπάρχει ειδικό επιχειρησιακό σχέδιο δράσης. Δυστυχώς δεν υπήρχε. Επρεπε να υπάρχει σχέδιο για άμεση ειδοποίηση του κόσμου ή για επέμβαση αποχώρησης προτού λάβει διαστάσεις η πυρκαγιά. Το σχέδιο Ξενοκράτης είναι γενικής κατεύθυνσης. Σε τέτοια σημεία όπου υπάρχει παραθεριστικός οικισμός ή υπάρχουν κατασκηνώσεις πρέπει να υφίσταται σχέδιο συγκεκριμένο που να αναλύει σενάρια και να δίνει ειδικές οδηγίες.

Με εκατοντάδες αυτοκίνητα και πλήθος κόσμου στην περιοχή, με στενούς δρόμους και μάντρες σπιτιών που κλείνουν τη δίοδο προς τη θάλασσα, ένα μποτιλιάρισμα την ώρα που έχει πιάσει φωτιά αρκεί για να αποκλειστεί κάθε δίοδος διαφυγής. Μια φορά θα προκύψει συμβάν μεγάλης έκτασης και τότε υπάρχει εκατόμβη θυμάτων…».

Ο κ. Μπόκαρης επιμένει ότι είναι ανάγκη να δοθεί έμφαση στην επόμενη μέρα με αλλαγή στην προσέγγιση της δασοπυρόσβεσης. Θεωρεί ότι είναι πια η ώρα να αλλάξει ριζικά ο τρόπος αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Κρίνει ότι πρέπει να επανεμπλακεί η δασική υπηρεσία στις δασικές πυρκαγιές, με ενίσχυση των υποδομών της, και οι πυρκαγιές στον οικιστικό ιστό να καλύπτονται από την πυροσβεστική υπηρεσία.

Το 1998 η ευθύνη της πυρόσβεσης πέρασε από τη δασική υπηρεσία στο πυροσβεστικό σώμα και κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε ο μέσος όρος καμένης έκτασης ήταν 484.347 στρέμματα ανά έτος (την επόμενη δεκαετία 1998-2008 έφτασε σε 582.906 στρέμματα ανά έτος), με συνεχή έκτοτε υποβάθμιση της πρόληψης και μείωση των κονδυλίων για πυροπροστασία.

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω…

Είναι ενδιαφέρον ότι και ο ανθυποπυραγός εν αποστρατεία του πυροσβεστικού σώματος Μιχάλης Μιχαήλ μιλώντας στο Documento τονίζει ότι «οι καταστροφές επαναλαμβάνονται γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικός σχεδιασμός, αλλά μόνο συσκέψεις επί συσκέψεων με βάση πρωτόκολλα καταγραφής ενεργειών που δεν υλοποιούνται στην πράξη. Ούτε πραγματικός συντονισμός υφίσταται ούτε υποδομές που θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη δράσεων τη στιγμή που θα χρειαστεί, διότι δεν υπάρχουν χρηματοδότηση, μέσα και κατάλληλες υποδομές. Ετσι, μένουν όλα στα χαρτιά και την κρίσιμη ώρα επικρατεί η λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ο καθένας αυτοσχεδιάζει είτε είναι υπηρεσία είτε απλός πολίτης».

Ο κ. Μιχαήλ περιγράφει ανάγλυφα την κατάσταση με στοιχεία. Τα κονδύλια για πρόληψη δασικών πυρκαγιών και παρεμβάσεις στα δασικά οικοσυστήματα δεν ξεπερνούν το 0,03% του προϋπολογισμού. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις δεν ενισχύουν τον στόλο των πυροσβεστικών οχημάτων ενώ η οργανική δύναμη της πυροσβεστικής, η οποία δεν καλύπτει τις σημερινές πραγματικές ανάγκες, είναι στα επίπεδα προ του 2001. Είναι ενδεικτικό ότι το 55% των οχημάτων του επίγειου πυροσβεστικού στόλου είναι 20ετίας. «Δόθηκαν 9 εκατ. για επισκευές εναέριων μέσων πυρόσβεσης αλλά αυτό δεν είναι παρά μπάλωμα. Αποδυναμώθηκε περαιτέρω το επιχειρησιακό σκέλος του πυροσβεστικού σώματος με τη μετάθεση περίπου 700 πυροσβεστών για την κάλυψη των αναγκών πυρασφάλειας των ιδιωτικών αεροδρομίων της Fraport και των κοινοπραξιών που εκμεταλλεύονται τους οδικούς άξονες της χώρας».

Χρηματοδότηση και δασολόγοι

Χρειάζεται γενναία χρηματοδότηση για την προστασία των δασών και βέβαια κατάργηση όλων των νόμων για καταπατήσεις και αποχαρακτηρισμούς δασικών εκτάσεων, σημειώνει ο ανθυποπυραγός. Είναι αναγκαίος ένας ενιαίος φορέας αλλά με αναπτυγμένα τα πεδία πρόληψης/διαχείρισης δασών, προκαταστολής και καταστολής. Ακόμη και η εξαγγελία για πρόσληψη 5.066 υπαλλήλων στην πυροπροστασία με το πρόγραμμα Κοινωφελούς Εργασίας δεν έχει προχωρήσει. Επίσης, το πυροσβεστικό σώμα έχει 219 δασολόγους που δεν αξιοποιούνται, ενώ και εν γένει οι δασολόγοι έχουν απαξιωθεί από 1998.

Ο κ. Μιχαήλ κρίνει ότι το πυροσβεστικό σώμα πρέπει να πάψει να είναι στρατιωτικοποιημένο και να αποκτήσει δομή πολιτικής προστασίας, όπως για παράδειγμα το ΕΚΑΒ. «Η στρατιωτική δομή δεν βοηθά στην ενίσχυση επιστημονικών δράσεων, αλλά έχει επιλεγεί στο πλαίσιο της επιδίωξης της ΕΕ να ενταχθεί στις δυνάμεις που μελλοντικά θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καταστολή του εργατικού κινήματος» επισημαίνει.