Βασίλης Χαραλάμπους: «Τα λουλούδια μού τα πετάγανε με τις σακούλες»

Βασίλης Χαραλάμπους: «Τα λουλούδια μού τα πετάγανε με τις σακούλες»

Η μουσική τον συντροφεύει από την ημέρα που γεννήθηκε, μιας και ο πατέρας του υπήρξε από τους σημαντικότερους βιολιστές της Λήμνου. Στα 13 του έφυγε από το νησί και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά για να μάθει μια τέχνη. Εργαζόταν σε συνεργείο αυτοκινήτων και τα βράδια πήγαινε σε τεχνική σχολή αλλά το σαράκι τον έτρωγε. Ετσι ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας με τον Βαγγέλη Νταράλα, αδερφό του ρεμπέτη Λουκά Νταράλα και θείο του Γιώργου Νταλάρα.

«Στις μεγάλες γιορτές και τα καλοκαίρια πήγαινα στη Λήμνο και τραγουδούσα με τον πατέρα μου σε γάμους και πανηγύρια. Ωραία ήταν τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ερχόταν ο κόσμος στα μαγαζιά να φάει την μπριζόλα του, να πιει το κρασάκι του. Σε αυτούς τους καιρούς νιώθω ότι επιστρέψαμε τα τελευταία χρόνια».

Δούλεψε στα περισσότερα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας και είχε την τύχη να συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Σπύρος Ζαγοραίος, η Πόλυ Πάνου, η Μαίρη Λίντα, ο Αντώνης Ρεπάνης. «Οι μεγάλοι δεν έλεγαν πολλά, ήταν μετρημένοι. Ο,τι είχαν να πουν το έλεγαν με τη δουλειά τους, κάτι που δεν συναντάει κανείς στα σημερινά παιδιά του επαγγέλματος. Στα 35 χρόνια που είμαι στη δουλειά έχω δει πάρα πολλούς ουρανοκατέβατους. Αυτούς που έρχονταν από το πουθενά και έκαναν όλη την Ελλάδα να παραμιλάει κι έπειτα από λίγο καιρό δεν τους ήξερε άνθρωπος».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έφυγε για την Αστόρια, όπου ζούσε ο τραγουδιστής θείος του Γιώργος Στεφανιδάκης. Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια και επέστρεψε στην Αθήνα όπου «παιζόταν όλο το παιχνίδι». Στην Αστόρια γνώρισε την Πόλυ Πάνου και τη Βάσω Χατζή. Στη δεκαετία του 1990 μπήκε στη δισκογραφία. Η επιτυχία που του ανέβασε τις μετοχές ήταν το τραγούδι «Ρουλέτα είναι η ζωή». «Με αυτό με έμαθε ο κόσμος. Το τραγούδαγα κι από κάτω γίνονταν τεράστιες ζημιές. Τότε τραγουδούσα στο Κονέ στην πλατεία Αμερικής. Μιλάμε για χαμό. Να βλέπεις να μου ανοίγουν σε μια νύχτα 100 κιβώτια σαμπάνιες. Τα λουλούδια μού τα πετάγανε με τις σακούλες. Το πρωί έφτανα να τραγουδάω ανεβασμένος σε βουνά από πλαστικό. Από εκεί περνούσε κάθε νύχτα όλη η Αθήνα, επώνυμοι και μη. Δουλεύαμε εφτά μέρες τη βδομάδα και με τα χίλια ζόρια το κάναμε έξι, για να μπορούμε να ξεκουραζόμαστε».

Σταθμός στην πορεία του υπήρξε η συνεργασία του με τον Κώστα Σούκα και αργότερα με τον Κώστα Μπαλαχούτη και τον Τάκη Σούκα. «Ηταν όνειρο ζωής να μπορέσω να συναντηθώ με αυτό τον άνθρωπο. Τότε που βγήκα στο τραγούδι έπεσα στην εποχή που ο Τάκης Σούκας τάραζε όλη την Ελλάδα με τα τραγούδια του. Με πήγε σ’ εκείνον ο Κώστας Μπαλαχούτης και μου έγραψαν μαζί δύο τραγούδια, το “Ξημερώνει με σκοτώνει” και το “Φωτιά στη θάλασσα” που κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση μήνα».

Από τις πίστες στα μεζεδοπωλεία

Η τελευταία πίστα όπου τραγούδησε στην Αθήνα ήταν το Alexander, το οποίο έκλεισε πριν από έξι χρόνια. «Να φανταστείς ότι ήταν το τελευταίο μαγαζί που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Εκεί έμεινα τρεις σεζόν. Το μαγαζί έκλεισε γιατί άλλαξε πολύ η περιοχή και λόγω της κρίσης. Την εποχή που γίνονταν οι ζημιές υπήρχαν λεφτά, υπήρχε το παράνομο χρήμα, υπήρχε και η οικοδομή. Ερχονταν οι μεγαλοεργολάβοι στα μαγαζιά και χαλάγανε χωρίς σταματημό. Τώρα σχεδόν δεν υπάρχει αυτό το επάγγελμα. Αλλαξαν τα πάντα». Την εποχή που έσπαγαν πιάτα στα μπουζούκια τη θυμάται χωρίς να την αναπολεί. «Εκτός ότι δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε από τη σκόνη που σηκωνόταν από τα σπασμένα γύψινα πιάτα, μας σκίζονταν τα παπούτσια. Δεν προλαβαίναμε να παίρνουμε καινούργια».

Πολύς λόγος έχει γίνει για τους καψούρηδες, ωστόσο για τις καψούρες που σύχναζαν στα μπουζούκια δεν έχουν ειπωθεί πολλά. «Ε βέβαια υπήρχαν και γυναίκες που έρχονταν και χαλάγανε λεφτά με το τσουβάλι. Για να κερδίσουν τον τραγουδιστή. Μεγάλες ζημιές γίνανε και από γυναίκες». Τον ρωτάω πού έχει δει να πέφτει το περισσότερο ξύλο. «Φασαρίες πολλές είδα στην Αυστραλία. Πριν από δώδεκα χρόνια πήγα στο Σίδνεϊ και τραγουδούσα εκεί σε ένα μαγαζί που λέγεται Λαδάδικα. Πέντε μέρες τραγουδούσαμε και τις πέντε ήταν γεμάτο το μαγαζί. Εκεί είδα τις πιο πολλές φασαρίες. Ολοι οι θαμώνες ήταν γυμνασμένοι και κάθε βράδυ έκαναν χαμό. Τόσα χρόνια στη δουλειά δεν το είχα ξαναδεί ποτέ αυτό το πράγμα».

Συζητάμε για την αλλαγή στη νύχτα, για τις πίστες που σβήνουν και για τα μεζεδοπωλεία όπου έχει στραφεί η διασκέδαση. «Ξεκίνησα να τραγουδάω στο Εντελαμαγκέν όταν αποσύρθηκε ο Ζαγοραίος. Τότε όλοι οι συνάδελφοί μου αναρωτιόνταν για ποιον λόγο τη στιγμή που άρχισα να καθιερώνομαι το γύρισα στην ταβέρνα. Υστερα από χρόνια μου έλεγαν: “Καλά, εσύ τελικά βλέπεις τόσο μπροστά;”. Πέρασα εύκολα από τα μπουζούκια στην ταβέρνα γιατί είχα το ρεπερτόριο. Στα μπουζούκια λέγαμε τραγούδια καψούρικα, στις ταβέρνες πιο κλασικά λαϊκά».

Ο Βασίλης Χαραλάμπους είναι από τους τραγουδιστές που τους αρέσει η επαφή με τον κόσμο. «Είμαι πολύ κοινωνικός. Μου αρέσει να κάθομαι στις παρέες και να συζητάω. Ευτυχώς δεν πίνω αλκοόλ. Σκέψου να καθόμουν κάθε βράδυ σε δέκα τραπέζια και να έπινα από ένα ποτό. Οχι φωνή δεν θα είχα, ούτε να σηκωθώ το πρωί δεν θα μπορούσα. Εκτός των άλλων, την ώρα που τραγουδάω βρίσκομαι στη δουλειά μου, δεν γίνεται να χάσω τον έλεγχο». Στα 35 χρόνια που τραγουδάει υπήρξαν φορές που τα μαγαζιά ήταν γεμάτα κι άλλες που τραγούδησε μόνο για δυο τρεις παρέες. «Ολα μες στο παιχνίδι είναι. Στη νύχτα για να επιβιώσεις πρέπει να έχεις γερό στομάχι. Το κυριότερο είναι να είσαι αληθινός. Κι εγώ δεν κορόιδεψα ποτέ κανέναν».

INFO

Ο Βασίλης Χαραλάμπους αυτή την εποχή εμφανίζεται στο Φάληρον στη Λάρισα

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter