Μια φορά κι έναν καιρό στη συνοικία των Εξοχών

Μια φορά κι έναν καιρό στη συνοικία των Εξοχών

Ανατολικά από τον Λευκό Πύργο μέχρι το Καραμπουρνάκι «εκτείνεται ωραία η νέα πόλις, περισσότερον ευρωπαϊκή, με οικοδομάς μεγαλοπρεπείς, μ’ ευρείας λεωφόρους και με μεγάλους κήπους» έγραφε το 1914 ο βυζαντινολόγος Α. Αδαμαντίου περιγράφοντας την εικόνα της συνοικίας Χαμηδιέ ή των Εξοχών όπως την αποκαλούσαν οι κάτοικοί της, που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα ως η πρώτη εκτός των τειχών περιοχή επέκτασης της Θεσσαλονίκης.

«Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είχε άλλη μορφή σήμερα;» ρώτησα πριν από λίγες ημέρες τον αρχιτέκτονα, γνωστό ερευνητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Βασίλη Κολώνα, ο οποίος μας ξενάγησε στην κεντρική λεωφόρο και στις επαύλεις της ανύπαρκτης σήμερα αυτής συνοικίας που ο ίδιος γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή. «Φυσικά» μου απαντά ευθέως, «είναι όμως θέμα νομοθεσίας. Η πυρκαγιά άλλαξε λιγότερο την εικόνα της Θεσσαλονίκης απ’ ό,τι η αντιπαροχή. Σήμερα οι πόλεις καλυτερεύουν όσο οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες λαμβάνουν υπόψη τους τα δείγματα του παρελθόντος όταν χτίζουν».

Ακόμη και όταν «η πόλη δεν μιλάει για το παρελθόν της, το περιέχει σαν τις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο σε γωνίες δρόμων, σε γρίλιες παραθύρων, σε κουπαστές από σκάλες, σε αλεξικέραυνα, σε ιστούς σημαιών, κάθε μεριά χαραγμένη με τη σειρά της από γρατζουνιές, εγκοπές, γλυφές, χτυπήματα» γράφει ο Ιταλο Καλβίνο στις «Αόρατες πόλεις», απόσπασμα που αναφέρει ο Βασίλης Κολώνας στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών. Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)» που κυκλοφόρησε πριν από τέσσερα χρόνια από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press. Πρόκειται για τη διδακτορική του διατριβή του 1991 και αποτελεί το αποτύπωμα μιας πολύχρονης και απαιτητικής έρευνας για τη συνοικία των Εξοχών, μια σπουδαία πτυχή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης.

Παίζοντας στα ερείπια της συναγωγής

Η συνοικία των Εξοχών ήταν αρχικά οικισμός αναψυχής, μια ομάδα εξοχικών κατοικιών που σύντομα μετασχηματίστηκε σε συνοικία αυτόνομη, μοντέρνα, ακμάζουσα και γοητευτική. Ηταν μια από τις ωραιότερες περιοχές στη Θεσσαλονίκη ώσπου, αντί να επεκταθεί η πόλη ανατολικότερα και δυτικότερα διατηρώντας την αρχιτεκτονική της συνέχεια, οι σαρωτικές επεμβάσεις των νόμων της αντιπαροχής από το 1957 και μετά την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά.

Η σημερινή εικόνα της συνοικίας είναι αποσπασματική. Αν την επισκεφτεί κάποιος χωρίς πυξίδα και οδηγό είναι αδύνατον να αναβιώσει το παρελθόν της. «Η χαμένη πολιτεία» σημειώνει ο Βασίλης Κολώνας «γνωρίζει να φυλάει καλά τα μυστικά της και οι φωνές των δρόμων και των σπιτιών της είναι εξαιρετικά χαμηλότονες για να τις ξεχωρίσει η ακοή των σημερινών κατοίκων». Το βιβλίο και ο συγγραφέας του μας οδήγησαν να ξετυλίξουμε το νήμα μιας ιστορίας για μια «νέα πόλη» μέσα στην πόλη που στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε μαγική.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η οικογένεια του Βασίλη Κολώνα μετακόμισε σε μια από τις πρώτες πολυκατοικίες που χτίστηκαν στην οδό Βασιλίσσης Ολγας, στην άλλοτε λεωφόρο των Εξοχών. Από το μπαλκόνι του σπιτιού του έβλεπε τη θάλασσα και τις επαύλεις που υπήρχαν στην περιοχή. Απέναντί του ήταν το ορφανοτροφείο Μέλισσα (η οικία Οσμάν Αλή μπέη που σήμερα στεγάζει το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών) και η Σχολή Τυφλών (η οικία Χασάν Πριστίνα). Τα απογεύματα έπαιζε στα ερείπια της Συναγωγής Μπετ Σαούλ, που ανατίναξαν οι Γερμανοί το ’43, χωρίς όμως να γνωρίζει τι ακριβώς ήταν το σκηνικό των παιδικών του παιχνιδιών και ούτε φυσικά φανταζόταν πως αργότερα, φοιτητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, θα έμπαινε πολύ αναλυτικά στην ιστορία αυτού του κτιρίου μελετώντας διεξοδικά τον Σικελό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι που το έκτισε, τον οποίο μάλιστα ανακάλυψε με αφορμή το πρώτο ερευνητικό θέμα που ανέλαβε φοιτητής ακόμη, τη μελέτη του για το Γενί Τζαμί.

H ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της Θεσσαλονίκης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η επέκτασή της εκτός του παραδοσιακού πυρήνα, η ραγδαία εξέλιξη της ανατολικής περιοχής και η καθοριστική για τη νέα συνοικία αρχιτεκτονική μορφολογία αποτέλεσαν τα δεδομένα εκκίνησης της έρευνας του γνωστού αρχιτέκτονα και ερευνητή και οδήγησαν στον προσδιορισμό του αντικειμένου της. Από την άλλη, δεδομένου ότι μεγάλωσε στη Βασιλίσσης Ολγας, η συνοικία των Εξοχών με τις αυλές και τους κήπους της, τα ζαχαροπλαστεία και τους κινηματογράφους της, τα ήσυχα μεσημέρια και το μέτωπο στη θάλασσα κινητοποίησαν πρώιμα το ενδιαφέρον του, ενώ καθώς μεγάλωνε μπροστά στα μάτια του η γειτονιά, «ανακατασκευάζεται», οι επαύλεις γκρεμίζονται, οι πολυκατοικίες πληθαίνουν, η συνοικία χάνεται.

Πόλεις χωρίς αρχιτεκτονική παρέμβαση

Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας δεν είχαμε αντίστοιχες συνοικίες, «ήταν μοναδική αυτή η συνοικία των Εξοχών στην ανατολική Θεσσαλονίκη, λόγω της έκτασής της, του συνεχούς μετώπου, της υποδομής που υπήρχε εδώ» μας εξηγεί ο Βασίλης Κολώνας. Αν και αρχικά ο σκοπός των πρώτων κατοίκων της συνοικίας ήταν να έχουν ένα δεύτερο σπίτι στην εξοχή –η βίλα Καπαντζή, για παράδειγμα, είναι ήδη χτισμένη από το 1885, σύμφωνα με τον ερευνητή που μελέτησε διεξοδικά τη χρονολόγηση των κατοικιών και την ταυτοποίηση του πρώτου ιδιοκτήτη–, από το 1892 και μετά με τη δημιουργία του ιππήλατου τραμ αρχίζουν να μένουν μόνιμοι κάτοικοι στη περιοχή που αναπτύσσεται.

Σύντομα οι Εξοχές αποκτούν δημόσια κτίρια όχι μόνο για την εξυπηρέτηση των κατοίκων τους αλλά και για το σύνολο της πόλης. Λόγω του περιβάλλοντος ήταν ιδανική περιοχή για τη λειτουργία νοσοκομείων ή σχολείων. Μετά την πυρκαγιά του 1917 η συνοικία των Εξοχών πυκνώνει. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες της πυρίκαυστης ζώνης πούλησαν τους τίτλους τους στο κέντρο και αγόρασαν οικόπεδα στη συνοικία. Τότε μετοίκησαν στην περιοχή πολλοί Εβραίοι. Μέχρι το 1912 η πλειονότητα των κατοίκων στην ανατολική Θεσσαλονίκη ήταν Ελληνες. Στον κεντρικό δρόμο όμως των Εξοχών στα σπίτια των πλουσίων εκπροσωπούνται ισάριθμα και οι τρεις κοινότητες: χριστιανοί, Εβραίοι, μουσουλμάνοι.

Ενώ στο κέντρο της πόλης χτίζανε τις κατοικίες τους σε σχέση με το θρήσκευμά τους –γύρω από τζαμιά, εκκλησίες και συναγωγές–, στις Εξοχές επέλεγαν τη θέση με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια. Στους παράλληλους και κάθετους δρόμους της λεωφόρου, τα σπίτια της συνοικίας ακολουθούσαν κυρίως τους παραδοσιακούς τύπους, αυτούς που γνώριζαν οι καλφάδες. Δεν προσλάμβαναν αρχιτέκτονες για όλες τις κατοικίες, κατάσταση που κυριάρχησε μετά το ’60 με το καθεστώς της αντιπαροχής. «Φυσικά υπάρχουν και πολυκατοικίες που τις έκαναν αρχιτέκτονες και ξεχωρίζουν –αν αυτό ήταν κοινός τόπος, η πόλη θα ήταν καλύτερη» επισημαίνει ο Βασίλης Κολώνας.

Στη Θεσσαλονίκη το στιλ των κατοικιών που υιοθετείται εκείνη την εποχή είναι ο εκλεκτισμός. Στοιχεία για τους αρχιτέκτονες που έχτιζαν στην πόλη αυτή την περίοδο έχουμε μόνο για τον Βιταλιάνο Ποζέλι που δούλευε για τους Αλλατίνι και έκανε το Αυτοκρατορικό Λύκειο (Φιλοσοφική Σχολή), το Γ΄ Σώμα Στρατού, το Γενί Τζαμί, τη Συναγωγή Μπετ Σαούλ· τον Πιέτρο Αριγκόνι (ο παππούς του Κωστή Μοσκώφ) που έχτισε τα σπίτια της οικογένειας Καπαντζή αλλά και την Κάζα Μπιάνκα, το νοσοκομείο Χιρς· τον Ξενοφώντα Παιονίδη που έχτισε μεταξύ άλλων τις οικίες Χατζηλαζάρου, Χασάν Πρίστινα (Σχολή Τυφλών), το Παπάφειο.

Οριακά «η νέα πόλις» εκτείνεται μέχρι το σημερινό στρατόπεδο Κόδρα στο Καραμπουρνάκι. Το τελευταίο σπίτι της συνοικίας είναι η βίλα του Ραχμή μπέη, στο τέλος της οδού Σοφούλη. Το όριο της συνοικίας των Εξοχών από την πλευρά του κέντρου ήταν η λεωφόρος Χαμιδιέ (η σημερινή Εθνικής Αμύνης), κατά μήκος της οποίας, μετά την κατεδάφιση του τείχους, ανοικοδομήθηκαν ομοιόμορφα κτίρια που ανήκαν στον σουλτάνο. Μετά το 1912 πέρασαν στο ελληνικό δημόσιο και στεγάστηκαν εκεί τα παλιά δικαστήρια τα οποία καταστράφηκαν στον σεισμό του 1978.

Ευκλεή σπαράγματα αλλοτινών εποχών

Σήμερα από τα κτίρια που υπήρχαν στη συνοικία των Εξοχών έχουν απομείνει ελάχιστα, περίπου τριάντα κατοικίες που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέες. Ανάμεσά τους η Κάζα Μπιάνκα της οικογένειας Φερνάντεζ, η οικία Α. Μιχαηλίδη, η οικία Μ. Σαλέμ, η οικία Σιάγα, η οικία Ναζιφέ στη λεωφόρο Στρατού – η τελευταία πυρπολήθηκε από τους φασίστες στη διάρκεια του πρόσφατου συλλαλητηρίου. Αυτό που κρατάει όρθιο ένα κτίριο πάνω από έναν αιώνα, σύμφωνα με τον Βασίλη Κολώνα, είναι η κατασκευή αλλά και η συντήρησή του. «Αν δεν ενδιαφέρονται οι άνθρωποί του να το κρατήσουν όρθιο και το εγκαταλείψουν, ακόμη και αν είναι από μπετόν θα καταρρεύσει».

Σύμφωνα με την έρευνα του Βασίλη Κολώνα, στην πλειονότητά τους τα κτίρια που σώζονται ανήκαν αρχικά σε μουσουλμάνους και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών πέρασαν στο κράτος. Κάποια από αυτά πουλήθηκαν, κάποια παραχωρήθηκαν σε δημόσιους οργανισμούς που δεν είχαν δικαίωμα στην αντιπαροχή, ενώ κάποια τα κράτησε η τράπεζα που είχε αναλάβει την εκποίηση, όπως η βίλα Καπαντζή που ανήκει στο ΜΙΕΤ.

Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα η ιστορία των πόλεων. «Η ιστορία ούτε μόδα πρέπει να γίνεται ούτε νοσταλγία ούτε πεδίο αντιπαραθέσεων για το ποια κοινότητα ήταν πιο δυναμική» σχολιάζει ο Βασίλης Κολώνας. «Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν ελληνική, δεν ήταν εβραϊκή, δεν ήταν μουσουλμανική. Η Θεσσαλονίκη ήταν απ’ όλα. Αυτό που ίσως προσθέτουν η έρευνά μου και το βιβλίο είναι ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχε και μια μορφωμένη μουσουλμανική κοινότητα που αγαπούσε την πόλη, είχε κοινωνική ζωή, είχε δράση, έχτιζε σπίτια και έκλαψε για την πόλη που άφησε πίσω της».

Στο ερώτημα αν τελικά ήταν πόλη της Ανατολής ή ευρωπαϊκό λιμάνι, ο Βασίλης Κολώνας χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη πρωτοπόρα μεσογειακή πόλη με ευρωπαϊκή κουλτούρα «που έφερε στην Ελλάδα τον εκλεκτισμό από σπουδαγμένους στη Γαλλία Ελληνες, Εβραίους, Αρμένιους αρχιτέκτονες, εφάρμοσε το αρ νουβό, το αρ ντεκό, όλες τις ευρωπαϊκές καινοτομίες, όταν η Αθήνα έχτιζε νεοκλασικά μέχρι το ’50 και το ’60». Οσο για το ποιος θα πρέπει να είναι τελικά ο ρόλος ενός αρχιτέκτονα στη σύγχρονη κοινωνία, ο καθηγητής Βασίλης Κολώνας πιστεύει ότι ένας αρχιτέκτονας σίγουρα πρέπει να κοιτάει μπροστά αλλά να σέβεται και ό,τι υπάρχει πίσω του. Αυτός είναι ο ρόλος που έχει ως δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας όπου, εκτός από το μάθημα της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, διδάσκει και πώς μπορούν να γίνουν δυναμικές εντάξεις στο τοπίο με σεβασμό στα χαρακτηριστικά της υπάρχουσας ογκοπλαστικής διαμόρφωσης.

INFO

«Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών. Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)»

Βασίλης Κολώνας

Εκδόσεις University Studio Press



Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter