Οι αναμνήσεις ενός 17χρονου από τον Τζιμάκο

Οι αναμνήσεις ενός 17χρονου από τον Τζιμάκο

Τον χειμώνα του 1981-82 ήμουν 17 ετών. Μαλλιάς, χοντρός, με μια καμπαρντίνα καφέ ως κάτω από τα γόνατα κι ένα «Αντί» στην τσέπη – όχι του πατέρα μου, δικό μου. 

Ετοιμαζόταν να με καπελώσει ο Διονύσης Σαββόπουλος προειδοποιώντας το πανελλήνιο ότι ανήκα σε μια γενιά του τύπου «σας γαμώ τα λύκεια! ». Αυταπάτες. Ταλαντευόμουν ανάμεσα στην ονειροφαντασία ότι ο Σαββόπουλος είχε δίκιο (είχα ακούσει το τραγούδι «Το χειμώνα ετούτο» σε συναυλίες του) και στον συστημικό γολγοθά των εξετάσεων για το πανεπιστήμιο. Θραύσματα κουλτούρας και αριστεροσύνης σε αμπαλάζ ανήλικης αυθάδειας. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» δίπλα στο «Best of Traffic», το «Rocket to Russia» δίπλα στο «Καζαντζίδης Νο3», το «Εγκλημα και τιμωρία» δίπλα στο «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη».

Με τους πατεράδες μας γελούσαμε ακούγοντας Χάρρυ Κλυνν. Ας θεωρηθεί το πρώτο πληθυντικό απόηχος μιας εφηβείας δωματίου μερικών γόνων μικροαστών και μεσοαστών, τότε που η πλατεία Βικτωρίας ήταν «καθώς πρέπει» γειτονιά, τσιμεντωμένη απ’ την αντιπαροχή. Τα πατρικά γέλια κόβονταν μαχαίρι σε δύο περιπτώσεις: Οταν στο πικάπ έμπαινε το «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος και στο κασετόφωνο η εκτός δισκογραφικών εταιρειών κασέτα των Μουσικών Ταξιαρχιών. Το «Σαμποτάζ» ήταν ο έντεχνος διάβολος. Δυσνόητο, σκοτεινό, απειλητικό, ίδια η κόλαση του δυστοπικού μέλλοντός μας, που απειλούσε το τακτοποιημένο μεταπολιτευτικό παρόν.

Η μετάλλαξη του αθυρόστομου πανηγυρά

Το «Disco Tsoutsouni», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1981 και το αγόρασα από το δισκοπωλείο Pop Eleven στο Κολωνάκι, ήταν η μετάλλαξη του αθυρόστομου πανηγυρά που έπρεπε να είχε μείνει πίσω στο χωριό, αλλά πήρε το λεωφορείο, κατέβηκε Αθήνα, μεταλλάχτηκε σε ροκ φρικιό και καθύβριζε καθετί μπροστά στο οποίο γονείς, εκπαιδευτικοί και κάτοχοι δημόσιου λόγου (ασφαλώς όχι όλοι) στέκονταν σιωπηλοί, προσκυνούντες εν πνεύματι και αληθεία.

Ηταν ακόμη η Νέα Δημοκρατία στα πράγματα όταν πέρασα ένα Σάββατο βράδυ, για λίγη ώρα, την πόρτα του Skylab κάνοντας βόλτα στην Πλάκα. «Φρέσκο» ροκάδικο μεταπολιτευτικής εσοδείας. Επαιζαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες, talk of the town μετά το συγκινητικό διαφημιστικό σπρώξιμο από τις δικαστικές διώξεις εναντίον τους, ιδίως σε εκείνη τη συναυλία στην Καρδίτσα την άνοιξη του 1981, η οποία κατέληξε στην ομαδική προσαγωγή του γκρουπ. Το 1982 πια, επί ΠΑΣΟΚ, η αυθαδέστατη stage persona του Τζιμάκου και η μπάντα μετακόμισαν στην μπουάτ Λήδρα, πάλι στην Πλάκα. Εκεί έπιασα στασίδι. Εκατόν σαράντα δραχμές το ουίσκι, εάν δεν με απατά η μνήμη μου. Ολα κούμπωσαν θαυμάσια, αφού αποκτήσαμε τον γελωτοποιό μας: διαβασμένο, βωμολόχο, ατακαδόρο, αλλεργικό στην εξουσία, νοσταλγό μιας εξιδανικευμένης, ανυπότακτης Αριστεράς αλλά έτοιμο να κατεδαφίσει και τον Κύρκο και τον Φλωράκη. Ο Τζιμάκος στην πρίζα, μηχανή εκπομπής παράσιτων απέναντι, πλέον, στο μπλα μπλα της «αλλαγής». Και μουσικοί που τα σπάγανε – ή τουλάχιστον έτσι ακούγονταν στα στερημένα από live αυτιά μας.

Ηταν αναπόφευκτο να ταυτιστείς με τον νεαρό που μπινελικώνει την κοπέλα του γιατί εκείνη του τα πρήζει να παντρευτούν, να νοικοκυρευτούν, να κάνουν παιδιά. Κι αυτός; «Κι εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ τον Χριστό μου!». Μερικές χιλιάδες διαζύγια αργότερα, ο σαρκασμός αποδείχθηκε η φυλλωσιά που κάλυπτε την παγίδα.

Ηταν λυτρωτικό να κατονομάζεται ο αλήστου μνήμης τραμπούκος της ΚΝΕ Αντώνης Μαλάμης σε τραγούδι για την κατάληψη του Χημείου ενάντια στον (αποσυρθέντα τελικά) νόμο 815 για την παιδεία.

Ηταν υπονομευτικό του τρέχοντος ψυχαγωγικού νομίσματος το μακάβριο τραγουδάκι «Να η ευκαιρία», που δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, για δύο διαγωνισθέντες που απέτυχαν στο ομότιτλο τηλεοπτικό talent show, έγιναν ζευγάρι, εκείνη πέθανε από καρκίνο κι εκείνος, ευαισθητοποιημένος από την αρρώστια της, έγινε οικολόγος.

Τα «καλά παιδιά» με τις κοπέλες τους

Κι όμως, το σπέρμα του καλλιτεχνικού αφοπλισμού του Πανούση, δηλαδή της δημόσιας αποδοχής του ως εθνικού γελωτοποιού, πρόσφορου και για αποθέωση και για δαιμονοποίηση και για αδιαφορία, υπήρχε από τότε. Πολύ προτού πατήσει το πόδι του στην Επίδαυρο. 

Στα δύο μαγαζιά σύχναζαν «ροκάδες» από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, αριστερόφρονες νέοι ποικίλων αποχρώσεων από την Κυψέλη, τα Πατήσια και τον Χολαργό, κάμποσοι λαϊκοί καθώς και κάτι ξενέρωτοι πουκαμισάκηδες, μικρομεσαίοι, «καλά παιδιά» με τις κοπέλες τους.

Αυτοί οι τελευταίοι, σχετικά ολιγάριθμοι, μου φαίνονταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. «Δεν είναι ροκ» έλεγα με το φτωχό μου το μυαλό. Καθώς περνούσαν οι δεκαετίες και παρακολουθούσα τον Πανούση, μέχρι που άρχισε να επαναλαμβάνεται βαρετά, εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και τον εγκατέλειψα, αυτοί και οι κατιόντες συγγενείς τους γέμιζαν τα περισσότερα τραπέζια στις εμφανίσεις του. Και δεν έδειχναν να ανατριχιάζουν, όπως ανατριχιάζω ακόμη ακούγοντας το «Ενα τραγούδι για το χειμώνα».

Βάζω στοίχημα ότι πήγαιναν και στις συναυλίες του Γιώργου. 



Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter