Σωτήρης Δημητρίου: «Ένα πρόσωπο που το ποθείς σε κάνει ερωτικά ικανό και σε πολύ βαθύ γήρας»

Σωτήρης Δημητρίου: «Ένα πρόσωπο που το ποθείς σε κάνει ερωτικά ικανό και σε πολύ βαθύ γήρας»

Ακούστηκε καλά το όνομά_x000D_
του όταν πριν από 25 χρόνια κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Να_x000D_
ακούω καλά το όνομά σου» (Εκδ. Κέδρος, 1993). 

Μοιραίο; Ισως. Πάντως πολλοί αναφέρονται σε αυτό το βιβλίο του όταν μιλάνε για τον συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου. Ωστόσο κριτικοί και αναγνώστες τον είχαν υποδεχτεί θετικά ήδη από το 1987 ως δεξιοτέχνη της μικρής φόρμας με τη συλλογή διηγημάτων «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη» (Εκδόσεις Υψιλον) που πρόκειται να επανακυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη μέσα στον Ιούνιο.

Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας, μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα και από τα φοιτητικά του χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Τα πρόσωπα των γυναικών, οι ψυχικά ακρωτηριασμένες υπάρξεις, ο έρωτας και ο θάνατος, «ο καημός του ανθρώπου», όπως αναφέρει συνοπτικά ο ίδιος, είναι τα θέματα που τον απασχολούν καθώς τριγυρνά με έναν δικό του τρόπο γύρω από την ανθρώπινη περιπέτεια περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Το έργο του, δεκατέσσερα βιβλία στο σύνολό τους ‒ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα‒, έχει βραβευτεί πολλάκις και έχει μεταφραστεί, ενώ κείμενά του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και προσφάτως στο θέατρο.

Τα πρώτα διηγήματά σας εκδόθηκαν το 1987, όταν ήσασταν 32 χρόνων. Θεωρείτε ότι άργησε να γίνει το πρώτο εκδοτικό σας βήμα;

Τυπικά ίσως, ουσιαστικά όχι. Είναι μυστήρια η πεζογραφία. Ποιητής καλός μπορεί να είναι κάποιος από πολύ νωρίς, η πεζογραφία όμως απαιτεί εμπειρία ζωής. Ο συγγραφέας ζει μαζί με τους άλλους και η εμπειρία της ζωής, καλή ή κακή, είναι πάντα οι άλλοι. Γι’ αυτό οι συγγραφείς με τα χρόνια γίνονται καλύτεροι.

Εσείς ευθύς εξαρχής είχατε πολύ θετικές κριτικές.

Με εντυπωσιάζει ακόμη αυτό. Διότι το ύφος του ο συγγραφέας το διαμορφώνει με την πρόβα του χρόνου, με τη ζωή του. Πολλοί αναγνώστες με γνωρίζουν από το «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», μιλάνε με θαυμασμό γι’ αυτό και ίσως δεν θυμούνται άλλα βιβλία μου, το έχουν ψηλά στην αναμνηστική τους συνείδηση.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Ηταν το πρώτο μου βιβλίο και το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα βγαίνει σαν ορμητικό ποτάμι. Σαν να υπάρχει μέσα του μια συσπείρωση ελατηρίου και βγαίνει με ορμή το πρώτο έργο. Πιθανολογώ ότι αυτό συμβαίνει επειδή ο συγγραφέας ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ιστορία που θα πει και όχι για το πώς θα την πει.

Αν γράφατε ξανά σήμερα αυτά τα διηγήματα, θα τα γράφατε αλλιώς;

Ενας φίλος μου μου είχε πει, θέλοντας να τονίσει ότι το «Ντιάλιθ’ μ, Χριστάκη» έχει μεγάλη αξία, πως γεννήθηκα ολοκληρωμένος ως συγγραφικός οργανισμός. Πιστεύω ότι περιέχω το «πώς», την τεχνική δηλαδή που έχουν οι καλοί συγγραφείς ακόμη και προτού μαθητεύσουν στη ζωή. Χοντρικά δεν θα άλλαζα πολλά πράγματα αν τα ξανάγραφα. Τότε, θυμάμαι, η επιμελήτρια είχε βάλει δεκάδες θαυμαστικά. Επρόκειτο για δραματικά διηγήματα και θεώρησε καλό να θαυμάζει συνεχώς. Τώρα αυτό μου φαίνεται γελοίο, δεν θα ’βαζα κανένα θαυμαστικό.

Σε όλα τα βιβλία σας κυριαρχούν τα πρόσωπα. Αν ήσασταν ζωγράφος, νομίζω θα κάνατε μόνο προσωπογραφίες.

Το πρόσωπο είναι το πιο ενδιαφέρον τοπίο επί γης. Η πιο ενδιαφέρουσα όψη της φύσης.

Τι είναι αυτό που σας μαγνητίζει σε ένα πρόσωπο;

Η άβυσσός του, που όμως έχει χαριτωμένη μορφή∙ όλα τα πρόσωπα είναι χαριτωμένα, όπως και οι αντιφάσεις τους. Ολα τα πρόσωπα είναι και καλά και κακά. Είμαστε όλοι διαολάγγελοι. Αυτή η άβυσσος είναι όλη στο βλέμμα, στα χείλη και ιδίως στις κινήσεις του προσώπου. Είναι ένα σύμπαν ολόκληρο το πρόσωπο. Είναι το κέντρο της ζωής. Επίσης, στο πρόσωπο εδράζεται ο πόθος. Ενα πρόσωπο που το ποθείς σε κάνει ερωτικά ικανό και σε πολύ βαθύ γήρας, κινητοποιεί τον ερωτισμό και εκατόχρονος ή εκατόχρονη να είσαι.

Ως συγγραφέας καταπιάνεστε με σκληρά πράγματα.

Μερικά διηγήματά μου κάνουν βουτιές σε θολά ψυχικά νερά, μου φαίνεται όμως ότι είναι τα πιο φυσικά πράγματα του κόσμου τόσο η διαδικασία της γραφής όσο και το θέμα τους. Έτσι είναι η ζωή.

Δεν διαβάζουμε φρικιαστικές ιστορίες στα διηγήματά σας, περιγράφουν κάτι πολύ σκληρό, ακραίο, αλλά η αφήγησή τους μας συνεπαίρνει. Πώς το κάνει αυτό ένας συγγραφέας;

Δεν το ορίζει πάντα. Μπορώ όμως να κάνω μερικές εικασίες. Για να γράψεις ένα διήγημα κάτι σε έχει εκπλήξει. Στη σχέση της μορφής με το περιεχόμενο ο συγγραφέας δεν πρέπει να χάσει την έκπληξή του. Αν μπει στις λέξεις, είναι πιθανό να εκπλήξει και τον αναγνώστη. Και μάλιστα να μεταφερθεί ‒αν είναι δυνατόν‒ με κάποια αφέλεια καλλιτεχνική, όχι από θέση επαΐοντος. Με έναν συγκερασμό βαθιάς ωριμότητας και βαθιάς παιδικότητας.

Είναι θέμα τεχνικής;

Μπορεί, αλλά όχι συνειδητά. Εχει ακονιστεί το αισθητικό του κριτήριο. Βγαίνει σαν δεύτερη φύση.

Μιλάτε για τους ιδανικούς συγγραφείς. Ποιος είναι για σας ο ιδανικός αναγνώστης;

Αν μια φορά στη ζωή μου έβαλα νοερά απέναντί μου έναν αναγνώστη, ήταν προικισμένος με αισθαντικότητα και νοημοσύνη. Το έκανα άπαξ –και μετά τον απέσυρα οριστικά διότι δεν γράφω για να κερδίσω τους άλλους– και έχω βρει ότι είναι μια πολύ καλή μέθοδος που με απελευθερώνει αφάνταστα. Διότι αυτός που είναι απέναντί σου αν είναι πάνω από σένα ως προς την αισθαντικότητα και τη νοημοσύνη, σε βοηθάει να μην κάνεις σκόντα.

Και ο καλός συγγραφέας;

Είναι ο έμμονος συγγραφέας. Αυτός που από την αρχή έχει ορίσει το χωράφι του, ένα μικρό ξεροχώραφο που εκεί σκάβει διά βίου. Δεν σκάβει εκτατικά, σκάβει εντατικά σε βάθος. Ο καλός συγγραφέας γράφει ένα διήγημα σε όλη του τη ζωή. Ο,τι και να γράψει, τον φωτισμό περιφέρει γύρω γύρω στο ίδιο χωράφι.

Πρόσφατα γράψατε τον μονόλογο «Διογενεία» για την παράσταση «After the campsite» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Περί τίνος πρόκειται;

Είναι ένα σατιρικό κείμενο. Η Διογενεία είναι μια χώρα η οποία θέλει να ζει αμέριμνα, χωρίς να καταβάλλει το τίμημα της ζωής. Εχει ήλιο και θάλασσα και βρίσκει τρόπους και τα πωλεί κατά κόρον στους ξένους. Δεν την ενδιαφέρει που χάνει την αξιοπρέπειά της, την ενδιαφέρει που απλώς ψωμίζεται.

Είναι η περιγραφή μιας χώρας που γνωρίζουμε.

Ναι, σε μια υπερβολή. Η χώρα μας λίγο πολύ προσανατολίζεται προς τα κει. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί στο γυμνάσιο, τα χέρια των γειτόνων μου, του πατέρα μου, της μητέρας μου, δεν έκλειναν από τη δουλειά. Εξαγριώθηκα όταν άρχισαν να λένε ότι οι Ελληνες είναι εν γένει τεμπέληδες! Μύριζε άρωμα εργασιακού ήθους μέχρι το ’70 η Ελλάδα. Μετά έγινε εκμαυλισμός συνειδήσεων.

Επαιξε ρόλο η Ευρώπη σε αυτό;

Δεν είναι αθώοι. Μας γέμισαν με παιχνιδάκια για τα οποία μας έδιναν δανεικά για να τα αγοράζουμε και τώρα που δεν έχουμε πλέον αγοραστική ικανότητα για τα προϊόντα τους μας κόβουν τον κρουνό των νέων δανείων. Από την άλλη όμως, ως ενήλικες έπρεπε να επιδιώκουμε αυτονομία στην ύπαρξή μας και δεν το κάναμε. Και το χειρότερο είναι ότι σήμερα τείνουμε το δάχτυλο για ευθύνες μόνο σε όλους τους άλλους, ενώ από δημόσιες αμαρτίες ‒όπως και η «Διογενεία»‒ είμαστε γεμάτοι όλοι οι Ελληνες. Αν μας γυρίσουν ανάποδα θα πέσουν δεκάδες από πάνω μας. Από την κλήση που σβήνουμε εδώ και τριάντα χρόνια με τον κολλητό του δημάρχου μέχρι το αυθαίρετο, τον διορισμό με μέσον, τους απλήρωτους φόρους. Ας μην τείνουμε λοιπόν το δάχτυλο μόνο δεξιά και αριστερά, αλλά και προς τον εαυτό μας.

Είμαστε ίδιοι όλοι οι άνθρωποι;

Είμαστε απολύτως όμοιοι και απολύτως διαφορετικοί εν ταυτώ. Δεν υπάρχουν ούτε δύο άνθρωποι ακριβώς όμοιοι στις αντιδράσεις, στα συναισθήματα, στις ιδέες. Αλλά είμαστε και απολύτως όμοιοι: όλοι θέλουμε ωραίες μέρες και γαλήνιες ερωτικές νύχτες.

Τι είναι για σας ο έρωτας;

Το μοναδικό αντίπαλο δέος του θανάτου. Υπάρχουν και άλλες γλύκες που μας κρατάνε στη ζωή: το κεράσι, το πεπόνι, το μασάζ, ένα ποτήρι μπίρα στον καύσωνα ‒είναι μεγάλη η γκάμα‒, αλλά το μοναδικό που μας κρατάει στη ζωή με ισότιμο τρόπο ως προς τον θάνατο είναι ο έρωτας.

INFO

Το πρώτο πεζογραφικό έργο του Σωτήρη Δημητρίου, η συλλογή διηγημάτων «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», επανεκδίδεται από τις Εκδόσεις Πατάκη τον Ιούνιο με νέο εξώφυλλο που το κοσμεί φωτογραφία φθαρμένου γκράφιτι ενός γυναικείου προσώπου σε δρόμο της Αθήνας 

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter