Τζίμμυ Κορίνης: Με σκότωσε ο Μαρής – Συνέντευξη στο Documento

Τζίμμυ Κορίνης: Με σκότωσε ο Μαρής – Συνέντευξη στο Documento

Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, έχει μεταφράσει τους σημαντικότερους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει εργαστεί για τον Τύπο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο.

 Είναι δύσκολο να χωρέσουν σε μια συνέντευξη όλα όσα έχει κάνει ο Τζίμμυ Κορίνης. Έπειτα από κουβέντα δύο ωρών φεύγω από το σπίτι του κρατώντας στα χέρια μου «Το μεγάλο δίλημμα», που μόλις μου χάρισε, το μυθιστόρημα της καρδιάς του, όπως το χαρακτηρίζει.

Καιρό ήθελα να τον συναντήσω. Δεν υπήρχε καλύτερη αφορμή από την ανακοίνωση του νέου βιβλίου του «Και εγένετο… αστυνομικό μυθιστόρημα», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τον όμιλο Public. Στην ουσία αποτελεί καταγραφή της ιστορίας του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ξεκινά από το 1841, «από τη γένεση» όπως λέει ο συγγραφέας, με τον Εντγκαρ Αλαν Πόου «κι όχι Πόε, όπως τον λέμε στην Ελλάδα». Ο Πόου με τους «Φόνους της οδού Μοργκ» έθεσε τα θεμέλια αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν αστυνομικό μυθιστόρημα. Ρωτάω τον συγγραφέα ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτό το βιβλίο. «Οι εκδότες ηλιθίως παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τους Σκανδιναβούς ως επινοητές του αστυνομικού μυθιστορήματος» λέει, «οπότε τι κάνω εγώ; Βάζω τα πράγματα στη θέση τους. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκίνησε από την Αμερική και τον Πόου και έπειτα από πενήντα χρόνια πέρασε στην Αγγλία με τον Σέρλοκ Χολμς του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ο Ντόιλ βρήκε μιμητές, μεταξύ άλλων και τον Γκαστόν Λερού, οι οποίοι δημιούργησαν άλλα παρακλάδια του Χολμς». Το παιχνίδι ωστόσο παρέμεινε στην Ευρώπη για καιρό μέχρι που στην Αμερική εμφανίστηκαν τα pulp magazines, ο Ντάσιελ Χάμετ, ο Ελερι Κουίν (ψευδώνυμο δύο ξαδέλφων από το Μπρούκλιν) και πάει λέγοντας. «Εχω μεταφράσει 300 τεύχη “Μυστήριο” κι άλλα τόσα “Μάσκα”, έχω μπει στο πετσί όλων των συγγραφέων, έμαθα τα μυστικά τους, βρήκα λάθη» λέει ο συγγραφέας.

Ο κ. Κορίνης ξεκαθαρίζει «Αστυνομικό είναι το police procedural μυθιστόρημα, το διαδικαστικό αστυνομικό. Αυτό στο οποίο διαπράττεται ένα έγκλημα, εμπλέκεται η αστυνομία, κάνει την έρευνα, μαζεύει τα στοιχεία, πιάνει τον ένοχο, τον πάει μέσα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορίες μυστηρίου, θρίλερ, κατασκοπείας, detective stories. Η Αγκαθα Κρίστι για παράδειγμα δεν έγραψε ποτέ αστυνομικό μυθιστόρημα, έγραψε ιστορίες μυστηρίου και detective stories, γιατί ο Ηρακλής Πουαρό ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ και δούλευε επ’ αμοιβή».

Το αστυνομικό σύμφωνα με τον κ. Κορίνη τελείωσε το 1965, γιατί οι επόμενες γενιές συγγραφέων στην προσπάθειά τους να πρωτοτυπήσουν δημιούργησαν ακραίους ήρωες. «Ξεκίνησα να διαβάζω πρόσφατα ένα μυθιστόρημα που μου έστειλαν κάτι φίλοι. Στις 30 σελίδες που κατάφερα να φτάσω, ο ήρωας του μυθιστορήματος είχε πιει γύρω στους 32 φραπέδες και είχε πηδήξει έξι γυναίκες. Εμαθα ένα πράγμα στη ζωή μου, να λέω ιστορίες. Η ιστορία μετράει. Εγώ ασχολούμαι με το hard-boiled που είναι δύσκολο είδος, γιατί αν το παρακάνεις, ιδιαίτερα στα ελληνικά, φαίνεται. Ο δικός μου ήρωας δεν είναι τρελός ούτε καπνίζει ούτε πίνει. Ενας σκέτος άνθρωπος είναι. Ενας δίκαιος άνθρωπος. Αυτό δεν το λέει όμως, βγαίνει από την ιστορία. Αυτή είναι η δυσκολία του μυθιστορήματος».

«Θέλεις να δεις πώς δουλεύω;» με ρωτάει. Σηκώνεται από τον καναπέ, χάνεται μέσα στο γραφείο του και επιστρέφει κρατώντας μια κόλλα Α4 τυπωμένη και πάνω από το κείμενο περασμένες δεκάδες αλλαγές με στιλό. «Αυτή που βλέπεις είναι η δέκατη διόρθωση χειρογράφου. Οι διορθώσεις είναι το ωραιότερο κομμάτι της συγγραφής. Νιώθεις σαν τον ζωγράφο που έχει στήσει τον καμβά, έχει φτιάξει έναν πίνακα και μετά παίρνει το λεπτό πινελάκι και διορθώνει μια βλεφαρίδα, ένα φρύδι… Ο εχθρός του συγγραφέα είναι η λευκή σελίδα. Κάθε λέξη έχει τη σημασία της. Οι λέξεις πρέπει να διαλέγονται με προσοχή. Γι’ αυτό γράφω, τυπώνω, διορθώνω. Αυτό συνεχίζεται μέχρι που να μην μπορώ να αλλάξω τίποτα. Μου μιλάει το κείμενο κάθε φορά».

Για τη «Μάσκα» και το «Μυστήριο»

Η πρώτη αστυνομική ιστορία του Τζίμμυ Κορίνη δημοσιεύτηκε όταν ήταν μόλις 14 ετών. Στα 17 του, το 1955, άρχισε να συνεργάζεται με τη «Μάσκα», το θρυλικό περιοδικό του Απόστολου Μαγγανάρη, με μια ιστορία για τον Λέμι Κόσιον. Και έγινε χαμός. «Αποθεώθηκα τότε από τον Νίκο Μαράκη, που δούλευε στα “Νέα” και στο “Βήμα”. Σπουδαίος συγγραφέας, το ίνδαλμά μου ήταν». Στη «Μάσκα» δούλεψε έξι μήνες, «δεν μου άρεσε όμως ο ελληνικός ρυθμός» λέει, «ήταν αργός, ενώ εγώ ήμουν Σπίντι Γκονζάλες. Τσακώθηκα λοιπόν με τον Μαγγανάρη και σηκώθηκε κι έφυγα. Τρία χρόνια έκανα να δουλέψω, γιατί είχε πέσει σύρμα στην αγορά “μακριά από τον Κορίνη”. Πήγα μετά στο “Ρομάντσο”, στον Θεοφανίδη, που με λάτρευε, ίσως επειδή δεν τον σεβάστηκα ποτέ με την τυπική έννοια. Τον έλεγα σερίφη γιατί φόραγε πλατύγυρο καπέλο, γιλέκο και είχε και ρολόι στο χέρι. Αυτό το ευγενικό θράσος τού άρεσε πολύ. Του πρότεινα κάποια στιγμή να ξαναβγάλουμε το “Μυστήριο”, γιατί ήθελα να πάω κόντρα στη “Μάσκα” – από το 1935 που βγήκαν και τα δύο ήταν αντίπαλα περιοδικά, έκλεινε το ένα έβγαινε το άλλο κ.ο.κ.».

Στο «Μυστήριο» δουλεύει από το 1958 έως το 1963. «Γράφω το μισό περιοδικό, πενήντα σελίδες την εβδομάδα» λέει, «έχω ακόμη τον κάλο από τη γραφομηχανή. Μας πλήρωνε καλά και στην ώρα του όμως. Δεν είχες να ανησυχήσεις για τίποτα. Το 1963 ο Μαγγανάρης, ο οποίος έπαιζε χαρτιά, είχε μείνει άφραγκος και είχε άμεση ανάγκη από χρήματα. Ετσι αποφάσισε να πουλήσει το στοκ της “Μάσκας”. Βρέθηκε τότε κάποιος από το Μοναστηράκι που έφτιαχνε ζεμπίλια και είχε κάνει πολλά λεφτά. Σπύρο Δαρεμά τον έλεγαν. Αυτός αγόρασε όλο το στοκ, χιλιάδες τεύχη και τα πούλησε με κέρδος 100%. Οταν τελείωσαν τα τεύχη συνέχισε να βγάζει τη “Μάσκα”. Ετσι μπήκα κι έγινα διευθυντής στην καινούργια περίοδο του περιοδικού που κράτησε έντεκα ολόκληρα χρόνια, ενώ όλες οι προηγούμενες κρατούσαν δύο με δυόμισι χρόνια». Η «Μάσκα» έκλεισε οριστικά το 1974, αλλά το 1998 κυκλοφόρησε για λίγα τεύχη η «Μάσκα του Τζίμμυ Κορίνη», ωστόσο για διάφορους λόγους δεν έγινε σωστά η συνάντηση του εντύπου με το κοινό.

Από την Αθήνα στο Λονδίνο

Στα έντεκα χρόνια που έμεινε ο Τζίμμυ Κορίνης στο τιμόνι της «Μάσκας» κατάφερνε να ξεκλέβει χρόνο και να δουλεύει ταυτόχρονα σχεδόν σε όλα τα περιοδικά της εποχής εκείνης («Φαντασία», «Πρώτο», «Ελληνίδα», «Μπουκέτο», «Φαντάζιο» κ.λπ.). «Το 1974 τα περιοδικά είχαν αλλάξει, είχαν εξελιχθεί. Ο Δαρεμάς όμως, που ήταν άνθρωπος άξεστος, δεν ήθελε να χαλάσει ούτε μια δεκάρα για να βελτιώσουμε τη “Μάσκα”. Είχα φτάσει σε σημείο να βλέπω το περιοδικό –την αγάπη μου, την ερωμένη μου– και να το σιχαίνομαι. Είχα και προβλήματα με τη χούντα τότε κι έπρεπε να φύγω από την Ελλάδα. Βλέπεις, με αγαπούσαν πολύ, με λάτρευαν όλοι, γιατί δεν έκλεινα το στόμα μου. Κυνηγήθηκα πολύ γιατί ήμουν μπροστά, έκανα CSI το 1970. Εκανα τότε για την τηλεόραση το “Ο δολοφόνος που έκλαιγε” (σενάριο-σκηνοθεσία)». Συνέχισα με ένα ακόμη σίριαλ, «Το μαύρο κλειδί», και μετά με μια σειρά αυτοτελών ιστοριών μυστηρίου που ξεκίνησε ως «Τηλεντετέκτιβ» και κατέληξε «Ποιος είναι ο ένοχος». «Πήγα τότε τη χούντα στα δικαστήρια – αν είναι δυνατόν», λέει. Ο λόγος ήταν ότι προβλήθηκε το επεισόδιο-πιλότος χωρίς το όνομά του και στη συνέχεια βρέθηκε εκτός σειράς.

«Το 1974 έφυγα για το Λονδίνο. Το μόνο πρόσωπο που είδα ήταν η Ελένη Βλάχου για να την ενημερώσω ότι ήμουν κι εγώ εκεί. Αυτή φαίνεται ότι κάπου το ψουψούρισε και πήρα ξαφνικά ένα τηλεγράφημα από το BBC για να δουλέψω εκεί. Εκεί δεν μπορούσα να εμφανιστώ ως Κορίνης, είχαν αρχίσει να τους χτυπάνε ήδη την πόρτα, να τους ρωτάνε για μένα, και άρχισα να δουλεύω με άλλο όνομα. Αν ήξερα ότι θα έπεφτε η χούντα δεν θα έφευγα. Στο BBC με πήραν με πολύ καλό μισθό κι αυτό με έστησε στα πόδια μου. Στην Αγγλία έμεινα 27 χρόνια, έγραψα δυο βιβλία που μου ζητήθηκαν, γιατί παζαρεύαμε τη δική μου ιστορία με τον δικό μου ήρωα. Η ζωή όμως με δίδαξε ότι αν η τύχη δεν σε θέλει, δεν σε θέλει κι ας χτυπιέσαι. Η editor που με ανέλαβε, η οποία είχε ερωτευτεί τον ήρωά μου, διαγνώστηκε με καρκίνο δύο μήνες μετά την επαφή μας και πέθανε. Και η επόμενη που ανέλαβε δεν ενδιαφερόταν. Αν είχε βγει εκείνο το μυθιστόρημα, θα ήμουν αλλού σήμερα…»

Η πρώτη σειρά βιβλίων τσέπης

Οταν ο Τζίμμυ Κορίνης ήταν είκοσι ετών, το 1957, εργάστηκε ως βοηθός του Γιάννη Μαρή στην πρώτη σειρά βιβλίων τσέπης που κυκλοφόρησε τότε στην ελληνική αγορά από τις εκδόσεις Ατλαντίς του Πεχλιβανίδη, που έβγαλε μετά τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Σε αυτήν τη σειρά ο Κορίνης μετέφρασε δεκαπέντε τίτλους. «Εκείνη την εποχή είχα γράψει το δεύτερο μυθιστόρημά μου και παρακαλούσα τον Μαρή να το εντάξουμε κι αυτό στη σειρά. Δεν το έβαζε όμως. Και μια μέρα στα γραφεία της εφημερίδας “Ακρόπολη”, μπροστά σε δυο πολύ μεγάλους δημοσιογράφους της εποχής, τον Bασίλη Tσιμπιδάρο και τον Σόλωνα Γρηγοριάδη, τον είχα στριμώξει πάρα πολύ ρωτώντας τον για το γνωστό θέμα. Τότε γύρισε με έναν κατινίστικο τρόπο και μου είπε “Κατάλαβέ το. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, γράφεις καλύτερα από μένα!”. Εκείνη την ώρα με σκότωσε». Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια και να βγει το περιοδικό «Φαντασία», το οποίο όπως λέει ο κ. Κορίνης χαρακτηριστικά «με αγκάλιασε. Εγραφα δέκα διαφορετικά πράγματα με δέκα διαφορετικά ονόματα. Ο,τι είχε ως υπογραφή το ΤζΚ ήμουν εγώ».

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter