Ήταν ένα φθινοπωρινό μεσημέρι του Οκτώβρη, μια μέρα σαν κι αυτή, του 1862. Η Αθήνα βρισκόταν σε αναβρασμό. Οι πολίτες είχαν ξεχυθεί στην Πλατεία Όθωνος για να πανηγυρίσουν την έξωση του βασιλιά Όθωνα. Ανάμεσα στις φωνές και τα λάβαρα, ο πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης, Δημήτριος Βούλγαρης, χάριζε στην πλατεία το «ωραίον της όνομα»: Ομονοία. Ευθύς εξαρχής, η πλατεία αυτή έγινε ο παλμογράφος της πόλης, ο καθρέφτης των ιστορικών αλλαγών και των μεγάλων αντιθέσεων.

(Μαλιάκος Νίκος)
Σταδιακά, η Ομόνοια άρχισε να πάλλεται ξανά από ζωή: από τον βηματισμό των περαστικών και τις αλλεπάλληλες υφές της πόλης που μεταμορφώνονταν σαν ζωντανός καμβάς. Σατέν πεζοδρόμια στην Ερμού, οξειδωμένες ώχρες στην Πλατεία Θεάτρου, πολύχρωμα εμπορεύματα στην Αθηνάς, όλα ενώνονταν σε μια αέναη σκηνογραφία αστικής ροής. Μέσα από τις αρχιτεκτονικές της μεταμορφώσεις -από τους φοίνικες και τα αγάλματα των Μουσών στις αρχές του 20ού αιώνα, έως τα σιντριβάνια και τον Δρομέα των τελευταίων δεκαετιών- η Ομόνοια αναδείχθηκε στον ομφαλό της πόλης.
Ο Τσίλλερ ανήγειρε ολόγυρα τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία, φυτεύτηκαν δέντρα και στήθηκε μια μαρμάρινη εξέδρα για τη μπάντα του Δήμου, ενώ τα καφενεία που την περιέβαλλαν έγιναν το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας. Ως και τη δεκαετία του 1980, η Ομόνοια παρέμεινε το άτυπο σημείο συνάντησης των κυμάτων της εσωτερικής μετανάστευσης κι ένας τόπος όπου η ιστορία και η καθημερινότητα της πόλης συνέχιζαν να συναντιούνται, να συνομιλούν και να μεταμορφώνονται.
Ομόνοια-Λόβερς.jpg” alt=”” width=”1080″ height=”1080″ /> (Ομόνοια Λόβερς)
Καθώς περπατάς σήμερα, διάφορες ιστορίες ξεδιπλώνονται γύρω σου σαν αόρατο νήμα που συνδέει εποχές και ανθρώπους. Ένας κουλουράς ακούει από το τρανζιστοράκι του το «να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες». Στην Αθηνάς, προς τη Βαρβάκειο, οι έμποροι διαλαλούν την πραμάτεια τους: «Σκόρδα τα πέντε, ένα ευρώ! Τα καλά σκόρδα, παιδιά!» Ένας ηλικιωμένος αγκαλιάζει έναν τυφλό και τον οδηγεί ως την είσοδο του μετρό, ενώ στα Προπύλαια φοιτητές που μόλις αποφοιτούν σκορπούν ροδοπέταλα, που προσγειώνονται σαν αντίφαση πάνω στις κουβέρτες ενός άστεγου.

Τσαβίδης Μιχάλης/ Ομόνοια Λόβερς
Πιο πέρα, το Hondos Center ορθώνεται, ντυμένο με μια γιγαντιαία φωτογραφία των Καρυάτιδων που, αγέρωχες, παρακολουθούν από ψηλά τη ροή των περαστικών. Σαν να επιχειρεί να εμφυσήσει στην πλατεία κάτι από το χαμένο μεγαλείο της ελληνιστικής εποχής – μια αντανάκλαση της Ακρόπολης που, αν και βρίσκεται αντικριστά, μοιάζει εδώ να επιστρέφει συμβολικά, για να χαρίσει στην καρδιά της Ομόνοιας λίγη από την παλιά της αίγλη. Τα ταξί κινούνται αδιάκοπα, αναζητώντας επιβάτες, ενώ οι ταξιτζήδες, με εκείνο το γνώριμο φλερτ της αθηναϊκής αργκό -«μάναρι, ματάρες, να κεράσω καφέ;»- αναβιώνουν φολκλορικές συμπεριφορές μιας άλλης εποχής. Στην Αθηνάς, ένας μικροπωλητής διαλαλεί το εμπόρευμά του: «Κατσαρίδες, κουνούπια, τέλος!», γράφοντας, με τη φωνή του ένα ακόμη κομμάτι από την ανεπίσημη ιστορία της πόλης.

(Γκραβαρίτης Βαγγέλης)
Λίγο πιο δίπλα, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Εδουάρδου Λω, στέκει το Αρχοντικό Σερπιέρη, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα της αθηναϊκής αρχοντιάς του 19ου αιώνα, σχεδιασμένο για πολλαπλές χρήσεις: κατοικία ενός ισχυρού επιχειρηματία, επαγγελματική στέγη, χώρος κοινωνικών συναθροίσεων και μέσο κοινωνικής προβολής. Εκτείνεται σε τρεις όψεις, επί της πλατείας Ομονοίας, της οδού Πανεπιστημίου και της οδού Πατησίων, υποδηλώνοντας τον άμεσο διάλογο του με το αστικό τοπίο και την ιστορική του διαδρομή. Στην κύρια όψη προς την Πανεπιστημίου, οι τρεις πόρτες με τον δικό τους χαρακτήρα μαρτυρούν τη διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, ενώ στη δεξιά πλευρά δύο ακόμη είσοδοι, η μία οδηγώντας στον κήπο, υποδέχονταν άλλοτε τις άμαξες που μετέφεραν τους ιδιοκτήτες και τους καλεσμένους τους. Σήμερα, τα βήματα των περαστικών ακολουθούν την ίδια διαδρομή, δίχως όμως την αίγλη του παρελθόντος. Το κτίριο, που στην πορεία στέγαζε επί δεκαετίες την Αγροτική Τράπεζα, πλέον μεταμορφωμένο σε Flying Tiger, αφηγείται με ξεπεσμένη μεγαλοπρέπεια την αέναη μεταμόρφωση της πόλης.

(Νεσλεχανίδης Στράτος)
Και καθώς συνεχίζεις να περπατάς, η Αθήνα ξεδιπλώνεται γύρω σου σε αντιθέσεις που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα: μετανάστες με χειροπέδες κοιτούν τον τοίχο σε ένα υπόστεγο της Αιόλου, ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες με πορφυρές ταπετσαρίες στοιβάζονται σαν αρχιτεκτονική μακέτα προς την πλατεία Κοτζιά, ενώ τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά της Πανεπιστημίου στέκουν αγέρωχα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Όλα συνυπάρχουν, συγκρούονται και συνθέτουν μια ψυχογεωγραφία όπου η ιστορία, η οικονομία και η καθημερινότητα συναντιούνται. Κάθε περαστικός, κάθε φωνή, κάθε αντικείμενο μοιάζουν να συμμετέχουν σε ένα τελετουργικό αστικής μνήμης.

Αλέξανδρος Σούλτος/ Ομόνοια Λόβερς
Η Ομόνοια, όπως γράφει ο Θέμης Ανδριόπουλος, «έχει εγχαραχθεί σε αυτό που καταχρηστικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστική συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως ένα όριο», όπου κάτω βασιλεύει η «σκοτεινή πλευρά του άστεως», δρόμοι ανοίκειοι, παλιά εγκαταλειμμένα κτήρια, βοερά σοκάκια, αστέγοι, μετανάστες, ημι-παράνομες δραστηριότητες: «Κάτω από την Ομόνοια ο Κολωνός, ο Κεραμεικός, ο Βοτανικός και το Μεταξουργείο, με τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα δικά τους “κόκκινα φανάρια”, αλλά και κάποιοι σκόρπιοι, και εν πολλοίς “εναλλακτικοί”, θύλακες ψυχαγωγίας και διασκέδασης οι οποίοι θαρρεί κανείς πως “με το ζόρι” προσπαθούν να αλλάξουν την ταυτότητα των περιοχών αυτών».

(Γκραβαρίτης Βαγγέλης)
Επάνω, όπως λέει ο ίδιος, υφίσταται μια άλλη Αθήνα: «με εντελώς διαφορετική πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία, ένα διαφορετικό γεωγραφικό τοπίο», με φωτισμένες λεωφόρους, στολισμένα καταστήματα, εμπορικό πυρήνα και καλές συνοικίες όπως το Κολωνάκι ή η Πλάκα, όπου η καθημερινότητα της πόλης συνυφαίνεται με τα σκοτεινά περάσματα από κάτω, δημιουργώντας μια πόλη πολυφωνική, γεμάτη αντιθέσεις. Η πλατεία γίνεται έτσι «παντογνώστης αφηγητής», που καταγράφει τις ζωές της στα σκοτεινά δρομάκια και τις βουβές στοές, στις «κυνηγημένες» σκιές και στις «κυλιόμενες» που περνούν από το ένα κομμάτι της πόλης στο άλλο, αφήνοντας ή σβήνοντας τα ίχνη τους. Παραμένει «ένα κατώφλι που διαχωρίζει το “πάνω” και το “κάτω”», σημείο όπου η καθημερινότητα και η μνήμη συγκρούονται, όπου οι περαστικοί, οι μικροπωλητές, οι μετανάστες και οι τουρίστες συνυφαίνονται. Η ίδια η πλατεία, γίνεται «αφηγητής που αφήνει τα ίχνη των ιστοριών πάνω στο πυκνό τσιμεντένιο δέρμα της, στη λαχανιασμένη άσφαλτο και στα ηλεκτρισμένα σπλάχνα της», εξηγεί ο Ανδριόπουλος με αυτή τη σπάνια ματιά του που μπορεί να εντοπίζει την ποίηση στα πιο απρόσμενα σημεία.
Η πολύπαθη πλατεία αποκτά τώρα νέα δυναμική με επενδυτικές δραστηριότητες, κατασκευή ξενοδοχείων και αξιοποίηση ιστορικών κτιρίων. Η Ομόνοια, κάποτε παρακμιακή, μετατρέπεται σε πεδίο πολλαπλών στάσεων: το Breezes Boutique, το La Mirage, ο Πίνδαρος, τα Zara στο Μινιόν, το Σαρόγλειο Μέγαρο που έγινε ξενοδοχείο, το Moxy Athens, η ην αξιοποίηση των δύο εμβληματικών κτιρίων της πλατείας Ομόνοιας Μέγας Αλέξανδρος και Μπάγκειον, αναπλάθουν τον χώρο, ενσωματώνοντας ξενοδοχειακές και εμπορικές λειτουργίες. Ο εξευγενισμός κυριαρχεί, με επενδυτές να αποκαθιστούν ή να αντικαθιστούν κτίρια, μετατρέποντας την ιστορία σε προϊόν προς κατανάλωση. Η οικονομία φαίνεται να υπερισχύει της μνήμης, ενώ η φτώχεια και η παραβατικότητα δεν εξαφανίζονται, αλλά «μεταφέρονται» από την μια πιάτσα στην άλλη.

Μαλιάκος Νίκος/ Ομόνοια Λόβερς
Και ανάμεσα σε όλα αυτά, η ιστορία: η έξωση του Όθωνα, η δοξολογία, ο Δημήτριος Βούλγαρης που ορκίζει πίστη στην πατρίδα, και η νέα Ομόνοια που γεννιέται, ως αυτό που λέει η λέξη – ως υποσχόμενη συμφιλίωση. Συμφιλίωση ίσως όλων αυτών των βαθιών κοινωνικών διαιρέσεων. Οι δρόμοι της, οι κυκλικές ομόκεντρες διαδρομές, το εκμαγείο της απώλειας που θρέφει, θυμίζουν ότι η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Στα ταξιδιωτικά γραφεία, οι κρατήσεις πολλαπλών προορισμών μοιάζουν με ατέρμονες διακοπές στον τροπικό της υπερκόπωσης.

(Αλέξανδρος Σούλτος)
Η Ομόνοια του Ζακ, το κοσμηματοπωλείο στην αιματοβαμμένη οδό Γλάδστωνος, η Ομόνοια με το χειρότερο μπουντρούμι βασανιστηρίων – αστυνομικό τμήμα, η Ομόνοια ποτισμένη με αίμα χιλιάδων αθώων, είναι εδώ, πονεμένη. Είναι τοπογραφία της πόλης στο ψιλόβροχο, όπου κάθε γωνία αφηγείται, κάθε υφή ψιθυρίζει. Και παρόλο που περικλείεται από τους δρόμους, η καρδιά της λες και ξεπηδά μέσα από το συντριβάνι της, σπρώχνει τη ζωή μέσα από τις αντιφατικές αλληλουχίες: γέλια και λυγμοί, ναρκωτικά και απαστράπτοντα ξενοδοχεία με roof tops και θέα την Ακρόπολη. Αγάπη και απόγνωση, αγορασμένες στιγμές και φθηνή ανθρώπινη στοργή.
Αυτό το φευγαλέο, σχεδόν ανώνυμο βλέμμα που ανταλλάσσουν οι περαστικοί ίσως να είναι η ουσία της πλατείας. Όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Παπαγκίκας, «ένα προοδευτικό όραμα για τους δημόσιους χώρους παραμένει απών, αλλά ψήγματα του υπάρχουν: στην αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων, στους αγώνες ενάντια στις ανισότητες, στη φτωχοποίηση, στην αστυνομοκρατία, στην υπεράσπιση των πιο αδύναμων, στην ενεργή συμμετοχή για μια καλύτερη ζωή». Πρόκειται, όπως επισημαίνει, για έναν αγώνα όχι μόνο για μια αξιοβίωτη πόλη, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή δημιουργείται και αναπαράγεται. Όσο οι αγώνες αυτοί εντείνονται και δυναμώνουν, τόσο οι κάτοικοι, οι χρήστες του χώρου και οι αρχιτέκτονες μπορούν να συλλάβουν με τη φαντασία τους ένα τέτοιο όραμα· όσο όμως οι διεκδικήσεις αδυνατίζουν, η ελπίδα απομακρύνεται, γίνεται όλο και πιο απίθανη, πιο καταδικασμένη, όπως ο ήρωας του τραγουδιού που «χάνεται, σαν τον γλάρο στην Ομόνοια».
Αυτά τα ψήγματα, οι μικρές πράξεις και τα ίχνη της συλλογικής μνήμης αντηχούν στα σημάδια της πόλης. Στο πατάρι του Λουμίδη, την εποχή του Μεσοπολέμου, όπως το περιγράφει ο Θωμάς Γκόρπας στο «Πατάρι», «τα ραϊσμένα» μάρμαρα και οι χαμογελαστοί Τάκηδες, οι καλλιτέχνες που χάθηκαν νωρίς, οι ποιητές και οι ζωγράφοι, όλα αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα. «Εκεί καθόμαστε πρωιά, μεσημέρια, βράδια, χαζεύοντας ήλιους και φεγγάρια μέσα από τα τζάμια, αισθανόμενοι τα μελλοντικά τραγούδια να σφυροκοπούν μέσα στα σπλάχνα μας. Το χαμηλοτάβανο, σκοτεινό, βρόμικο πατάρι με τα ραϊσμένα μάρμαρα των τραπεζιών, τις μαδημένες καρέκλες, τους ξεκοιλιασμένους καναπέδες και το απαίσιο ντεκόρ, δεν έσβηνε την ατμόσφαιρα· μόνο ο Τάκης χαμογελούσε, για όλους μας, μας πίστευε, μας έφερνε στη ζούλα και κανά μπισκότο, καμιά σοκολάτα».

(Νεσλεχανίδης Στράτος)
Και συνεχίζει: «Αλήθεια, τι απέγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; Πώς διαλύθηκε ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά, χαίτες μαύρες, μπλούζες, παντελόνια, φανέλες γκρι ή μαύρες, μοκασέν, κάλτσες γκρι, γκρενά ή μαύρες, τρενς κοτ». Ποιητές του Δημοσίου, αποτυχημένοι καλλιτέχνες, μέσα στα ξεφτισμένα πατάρια και στα «κωλαδικά» της πόλης. Κι αν εκείνοι έσβησαν, οι φωνές τους συνεχίζουν να αντηχούν στα υπόγεια και στα πατάρια, κάθε φορά που κάποιος ονειρεύεται αλλιώς την πόλη.
Η Ομόνοια γίνεται καθρέφτης, πυκνωτής, φάρος και σιωπηλός μάρτυρας των αιώνων. Όπως γράφει ο Θέμης Ανδριόπουλος, η πλατεία είναι « Τόπος έντασης που διασταυρώνονται στο βιαστικό πέρασμά τους τα σώματα των τουριστών και των μεταναστών, των μικροπωλητών και των ημι-παρανόμων, των μόνιμων και των περαστικών» και «καθρεφτίζει την κοινωνική αταξία». Εδώ η Ομόνοια γίνεται σύμβολο, όχι μόνο του πολεοδομικού σχεδιασμού ή των κυκλοφοριακών αλλαγών, αλλά της ανθρώπινης παρουσίας – αυτής που επιμένει και επιβιώνει, σε μια πόλη που ξεχνά αλλά και θυμάται ταυτόχρονα.
Στο τέλος της διαδρομής, κοιτάζοντας προς τα περάσματα της Πατησίων, της Σταδίου και της Πανεπιστημίου, συνειδητοποιείς πως η Ομόνοια δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Είναι ένας κύκλος ανοιχτός, όπου η ιστορία, η καθημερινότητα και οι ψυχές των ανθρώπων στροβιλίζονται σε αέναο χορό. Ίσως αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα, η αντοχή και η επιμονή της να συνιστούν την αληθινή της ομορφιά – έναν λευκό θρίαμβο, όπως έγραφε ο Γιώργος Χρονάς, σχεδιασμένο για να κρατήσει ζωντανές τη μνήμη και τη ζωή μέσα στον πληγωμένο αστικό χρόνο της αιώνια πολύπαθης πλατείας.

















