8 χρόνια από το δολοφονικό εμπρησμό της Μαρφίν – Τι λένε Μητσοτάκης και Θεοδωράκης

Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο του εμπρησμού της τράπεζας Μαρφίν στη Σταδίου και το θάνατο τριών υπαλλήλων, εξέδωσαν ανακοινώσεις οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Σταύρος Θεοδωράκης.

Κυριάκος Μητσοτάκης: Οι οικογένειες των θυμάτων ακόμη περιμένουν να εντοπιστούν ποιοι τους δολοφόνησαν

Ένα μνημείο της Πολιτείας έξω από τη Μαρφίν ζητά να στηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης τονίζοντας πως είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής για να θυμόμαστε πάντα πού οδηγούν οι ιδεοληψίες και ο τυφλός φανατισμός. 

Με αφορμή τα οκτώ χρόνια από το θάνατο των τριών εργαζομένων ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τονίζει στην ανάρτησή του πως «οκτώ χρόνια από το θάνατο της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, της Παρασκευής Ζούλια και του Επαμεινώνδα Τσάκαλη και οι οικογένειες τους ακόμη περιμένουν να εντοπιστούν ποιοι τους δολοφόνησαν, επειδή απλά εργάζονταν».

Ανάρτηση του Σταύρου Θεοδωράκη στο Facebook

Δεν ξέρω αν ποτέ το ξεπεράσω αλλά έχουν περάσει 8 χρόνια – τόσα δεν είναι; – και ακόμη όταν φτάνω κοντά στις σιδεριές και τα πανιά, με πιάνει το στομάχι μου. Το φασκιωμένο ακόμη τετράγωνο μου προκαλεί πόνο, το στόμα μου γεμίζει στάχτη.

Έχω πιάσει τον εαυτό μου να είμαι απέναντι στον Ιανό και να μην θέλω να κοιτάξω. Ή, αντίστροφα, να ανεβαίνω με την μηχανή την Σταδίου και να πηγαίνω τόσο σιγά, γλύφοντας το δεξί πεζοδρόμιο, που να εκνευρίζονται οι οδηγοί, να κορνάρουν και να βρίζουν.

Είναι οι στιγμές που ακούω ξανά τις φωνές. «Να καούν οι που****ες», «αφήστε τους να καούν». Αυτό είναι που με στοιχειώνει περισσότερο. Δεν με νοιάζει οι εμπρηστές. Ο ένας, οι δύο… Πάντα θα υπάρχουν ένας, δύο, τρεις, τέσσερις που θα κάνουν ένα έγκλημα. Μπορεί σήμερα να το έχουν μετανιώσει. Μπορεί και όχι. Μπορεί να το μετάνιωσαν και την ίδια εκείνη τη στιγμή που πέταξαν το μπιτόνι. Μπορεί και όχι.

Αλλά ο μεγάλος μου θυμός δεν είναι γι’ αυτούς. Είναι για τους πολλούς που φώναζαν στην Αγγελική – στην έγκυο Αγγελική – στην Βιβή, στον Επαμεινώνδα «να καείτε».

Αυτοί που δεν άφηναν την πυροσβεστική να πλησιάσει.

Αυτοί που μούτζωναν τα παιδιά στα μπαλκόνια. Αυτά προσπαθούσαν να αναπνεύσουν, γονάτιζαν για μια ανάσα, και αυτοί γιούχαραν, έβριζαν και σε λίγο μπορεί να γέλαγαν ανάβοντας τσιγάρο. Ότι ξέμπλεξαν και με αυτούς τους προδότες που εκείνη την ημέρα δούλευαν αντί να διαδηλώνουν.

Και μην μου πείτε «που τα ξέρεις όλα αυτά» γιατί τα έχω όλα εδώ μπροστά μου στο μαύρο φάκελο που ποτέ δεν φεύγει από το γραφείο μου. Αλλάζω γραφείο αλλά αυτός εκεί. Με ακολουθεί.

Οι μαρτυρίες στο δικαστήριο. Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις. Τα ρεπορτάζ στις εφημερίδες. Οι δεκάδες ώρες βίντεο που έχουμε στους «Πρωταγωνιστές». Η αστεία δικαιολογία που ακούστηκε στο ακροατήριο – έξι χρόνια μετά! – ότι «μπορεί να ήταν φίλαθλοι, μεθυσμένοι, οτιδήποτε».

Όχι! Δεν ήταν μεθυσμένοι, αυτοί που έκαψαν την Μαρφίν, το Αττικόν, τον Απόλλωνα. Ήταν πολλοί. Ήταν στρατιώτες ενός ακήρυχτου εμφυλίου. Ήταν οι κομπάρσοι τελικά στην αρένα της διχαστικής μας δημοκρατίας.

Αν δεν το παραδεχθούμε, αν δεν το μετανιώσουμε, αν δεν το φωνάξουμε, θα μας ντροπιάζει για πάντα.