Αφάγωτα αμφίψωμα και κρεατοσφαιρίδια

Η «γραμματική είναι ένα περίπλοκο όργανο που μας διδάσκει τις γλώσσες αλλά μας εμποδίζει να τις μιλάμε».

Στο ευφυολόγημα του Ουμπέρτο Εκο η γραμματική ταυτίζεται με το άκαμπτο και ανελαστικό εκείνο σύστημα που οργανώνει τη γλώσσα διευκολύνοντας μεν τη συμβατική επικοινωνία, εκτοπίζοντας όμως ό,τι περισσεύει και νοθεύει την καθαρότητά της. Υπ’ αυτή την έννοια ο Γ. Μπαμπινιώτης θα έριχνε στο πυρ το εξώτερον τον ασύντακτο Μακρυγιάννη, τον ανορθόγραφο Σολωμό, τον Καβάφη για τη λανθασμένη του προστακτική στο «Επέστρεφε», ενδεχομένως και τον Ελύτη όχι μόνο για τον «ήλιο τον ηλιάτορα τον πετροπαιχνιδιάτορα» αλλά και για το αδόκιμο «εξαπανέκαθεν» που χρησιμοποιεί.

Μεσούσης λοιπόν της πανδημίας και σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά που αυτή επισώρευσε, ο εθνικός μας γλωσσολόγος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η γλωσσική και κατ’ επέκταση η εθνική μας υπόσταση απειλoύνται επειδή μπήκαν στη χώρα οι εχθροί με τα προτεταμένα όπλα του lockdown, του delivery και του take away.

Ας ενημερώσει ωστόσο κάποιος τον κ. Μπαμπινιώτη ότι αν ένας νεαρός ζητήσει αμφίψωμο, το σίγουρο είναι ότι δεν θα φάει σάντουιτς και αν παρακαλέσει τη μητέρα του να του φτιάξει κρεατοσφαιρίδια (κεφτέδες), θα μείνει νηστικός. Ας ανατρέξει επίσης στο βιβλίο του συναδέλφου του Μανόλη Τριανταφυλλίδη «Ξενηλασία ή ισοτέλεια: Mελέτη περί των ξένων λέξεων της νέας ελληνικής», γραμμένο το 1905, όταν η διαμάχη μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Σε αυτό διατυπώνεται ρητά και κατηγορηματικά η άποψη ότι οι ξένες λέξεις που ενσωματώθηκαν από τη χρήση τους στον γλωσσικό κορμό αποτελούν ισότιμο μέλος του λεκτικού θησαυρού ενός λαού και μάρτυρες της ιστορίας του. Ο Τριανταφυλλίδης θέτει δε και το εξής ερώτημα: «Ποιες είναι ξένες λέξεις για τον μέσο Ελληνα;», οι πατάτες (ισπανική), οι κάλτσες (ιταλική), το μπρίκι (αραβική), τα παπούτσια (τουρκική), το κορδόνι (βενετσιάνικη) ή αντίστοιχα τα γεώμηλα, οι περικνημίδες, η πρόχους, τα υποδήματα και ο θώμιγξ; Με έναν αυθαίρετο τρόπο θεωρήθηκε ότι είμαστε μια προέκταση των αρχαίων προγόνων, λες και μπορεί ένας λαός να μεταπηδήσει αυτομάτως από την εποχή του Περικλή στο 1821 ή το 2021.

Η κοινότοπη άποψη ότι η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός επιβεβαιώνεται καθημερινά γιατί κι αυτή υπακούει στον νόμο της βιολογίας «η χρήση ενισχύει, η αχρηστία καταστρέφει». Αλλες λέξεις επομένως αντέχουν στον χρόνο και άλλες γίνονται για λίγο μόδα κι έπειτα σβήνουν. Οι άνωθεν επιβαλλόμενες μεταφράσεις και αποδόσεις συνήθως δεν έχουν καλή τύχη. Κανένας σχεδόν δεν χρησιμοποιεί την ασύρματη πιστότητα αντί για το WiFi, την ταινία έρευνας για το ντοκιμαντέρ, τον καλλωπισμό και την ψιμυθίωση για το μακιγιάζ ή το ανεμήλατο της Ακαδημίας Αθηνών για το windsurfing. Το να υποστηρίζουμε επομένως ότι η γλώσσα μας μόνο επηρέασε, έδωσε τα φώτα και άλλα ηχηρά παρόμοια και δεν επηρεάστηκε δεν είναι απλώς μεγάλο ψέμα αλλά δείχνει και ασυγχώρητη αλαζονεία.

Κι ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι ένα γλωσσικό ολίσθημα έξω από τη λογική ακολουθία, μια λέξη που εκπυρσοκρότησε βγάζει στη φόρα τους κλυδωνισμούς της ψυχής. Γι’ αυτό ο αρχαιοπρεπής και μπαμπινιώτειος ερωτοφλεγής δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσει τον καψούρη.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης