Αφιέρωμα 1821: Η Αθήνα στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας

Ο καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ηλίας Κολοβός παραθέτει τη μαρτυρία του Οθωμανού ταξιδιώτη Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος πλέκει το εγκώμιό της ως πόλης της αρχαιότητας με την Ακρόπολη στο κέντρο της προσοχής του.

Παρά τον μύθο που θεωρεί ότι η Αθήνα ήταν χωριό πριν γίνει πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η πόλη στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν η «πρωτεύουσα» του νοτιότερου τμήματος της ελληνικής χερσονήσου από άποψη πληθυσμού. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγω, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο μου με τίτλο «Στους καιρούς των σουλτάνων: οι κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου υπό οθωμανική κυριαρχία (14ος-19ος αιώνας)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ασίνη (Αθήνα 2023) και πραγματεύεται την εν πολλοίς λησμονημένη και απωθημένη σήμερα πολύμορφη ιστορία των αιώνων που προηγήθηκαν του σύγχρονου ελληνικού κράτους στα όρια της σημερινής Ελλάδας με βάση τις πηγές στην οθωμανική τουρκική γλώσσα. Παραθέτω παρακάτω τις παραγράφους του βιβλίου που αναφέρονται στην επίσκεψη του μεγάλου Οθωμανού ταξιδιώτη Εβλιά Τσελεμπή στην Αθήνα το έτος 1668, της οποίας πλέκει το εγκώμιο ως πόλης της αρχαιότητας, με την Ακρόπολη βέβαια στο κέντρο της προσοχής του:

«Σε δύο ώρες ο Εβλιάς Τσελεμπής έφτασε στη μεγάλη και αρχαία πόλη της Αθήνας, τον “οίκο των αρχαίων σοφών” όπως την ονόμαζε. […] Ο Εβλιάς αποδίδει την ίδρυση της Αθήνας στον Σολομώντα, ο οποίος, σε μια παραλλαγή του μύθου της αρπαγής της Ευρώπης, πέταξε από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα μαζί με τη Βαλκίδα, τη βασίλισσα του Σαβά, για την οποία έχτισε και ένα παλάτι το οποίο ο Εβλιάς ταυτίζει με το Ολυμπιείο […] Σολομώντειες πόλεις, κατά τον Εβλιά, ήταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα και ο Μυστράς. Τις πόλεις αυτές τις συνδέει με την αρχαιότητα λόγω των αρχαιοτήτων τους.

Ας σημειωθεί ότι στα χρόνια του Εβλιά το Ολυμπιείο αποτελούσε “τον τόπο προσευχής της πόλης”. Εκεί έβγαιναν για να προσευχηθούν ένοπλοι όλοι οι μουσουλμάνοι της πόλης, ώστε η πόλη έμενε μόνο με τους “απίστους”. Ο Εβλιάς αναφέρει ως άλλο παλάτι της Αθήνας τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στη συνοικία “Πύλη των Σκαλιών” – μέσα στην πόλη. Ακόμη αναφέρει το Θησείο ως “Μακριά Εκκλησία”. Το Ωρολόγιο του Κυρρήστου και οι Αέρηδες αναφέρονται ως “το τσαντίρι του Πλάτωνα” και ο τάφος του αρχαίου Ελληνα Φιλίππου, τον οποίο επισκέπτονταν για προσκύνημα όλοι οι Ρωμαίοι […].

Ο Εβλιάς περιγράφει το φρούριο της Αθήνας, την Ακρόπολη, και αφιερώνει πολλές σελίδες στην περιγραφή του τζαμιού της Ακρόπολης, δηλαδή του Παρθενώνα: “Μέσα σε αυτό το κάστρο βρίσκεται ένα υποδειγματικά ολόφωτο τζαμί, διάσημο και παινεμένο μεταξύ των περιηγητών αυτού του κόσμου. Βρίσκεται στη μέση του κάστρου με μήκος 250 πόδια και πλάτος 80. Στο εσωτερικό του έχει συνολικά 60 κίονες από λευκό μάρμαρο τοποθετημένους σε δύο ορόφους, ο ένας επάνω στον άλλον, με τις ανώτερες απολήξεις τους φτιαγμένες με τρόπο υποδειγματικό”.

Εντός της Ακρόπολης, επίσης, ο Εβλιάς αναφέρεται σε ένα “κτίριο των παραδόξων” που βρισκόταν στο εσωτερικό της πύλης του φρουρίου. Σε αυτό το κτίριο, κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, στεγάζονταν οι αίθουσες διδασκαλίας των αρχαίων σοφών. “Μετά την κατάκτηση”, γράφει ο Εβλιάς, “ο οίκος του Οσμάν τοποθέτησε μέσα σε αυτό το διδασκαλείο μαύρη μπαρούτη και το έκανε πυριτιδαποθήκη”. Οταν το κτίριο ερειπώθηκε –ως συνέπεια μιας έκρηξης που προκλήθηκε από κεραυνό– χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως καραβάν­σεράι. Ο Κώστας Μπίρης έχει ταυτίσει το κτίριο αυτό με τα Προπύλαια και την Πινακοθήκη. Η έκρηξη, την οποία η αθηναϊκή παράδοση χρονολογεί ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, τοποθετείται στα 1640. Στη συνέχεια ο Εβλιάς αναφέρεται στο ενδιάμεσο μεταξύ των δύο πυλών του φρουρίου, δηλαδή στα Προπύλαια, ως Τοπχανέ (πυριτιδοποιείο), όπου είδε “ορισμένα μεγάλα βλήματα”. Στα Προπύλαια επίσης υπήρχε ένα μεστζίτι (μικρό τζαμί) για τους άνδρες που φρουρούσαν οπλισμένοι την είσοδο στην Ακρόπολη. Ο Κ. Μπίρης το τοποθετεί στο χείλος του κοίλου του Ωδείου του Ηρώδου του Αττικού. Εκατό βήματα πιο κάτω ο Εβλιάς επισκέφθηκε τον τεκέ (δερβίσικο μοναστήρι) του Χουσεΐν Εφέντη, του τάγματος των Χαλβετήδων, και κατέγραψε μάλιστα την επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του με χρονολογία το έτος 1023 (1614/1615). Ο Κ. Μπίρης έχει ταυτίσει τον τεκέ, περιστοιχισμένο από μουσουλμανικά μνήματα, σε απεικονίσεις του ιη΄ αιώνα στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης. Η παράδοση τον θέλει επίσης τεκέ της κρεμάλας […]

Η πόλη, σύμφωνα με τον Εβλιά, είχε 7.000 πέτρινα σπίτια με κεραμοσκεπές. Ο αριθμός αυτός φαίνεται να αντιστοιχεί με το μέγεθος της πόλης τον ιστ΄ αιώνα, αλλά ο πληθυσμός της στα χρόνια του Εβλιά φαίνεται ότι είχε μειωθεί. Ο Γάλλος πρόξενος Jean Giraud αναφέρει στα 1674 1.300 ελληνικά (χριστιανικά) σπίτια στην πόλη, 600 τουρκικά (μουσουλμανικά) και 150 αλβανικά, εκτιμώντας τον συνολικό πληθυσμό σε 7.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Εβλιά, στην απογραφή είχαν καταγραφεί στην Αθήνα 4.000 υπόφοροι σε κεφαλικό φόρο, αλλά οι “άπιστοι” ήταν στην πραγματικότητα πάνω από 10.000. “[Η Αθήνα] μοιάζει με τη Μάλτα. Οι μουσουλμάνοι δεν είναι καθόλου αρεστοί σε αυτήν την πόλη και δεν έχουν κύρος, αφού οι άπιστοι είναι μεγαλέμποροι. Εχουν συνεταίρους μέχρι τα πέρατα της χώρας των Φράγκων”. Οι J. Spon και G. Wheler αναφέρουν ότι οι Αθηναίοι Τούρκοι μιλούσαν ελληνικά και ένα μέρος των Ελλήνων μιλούσε τουρκικά. Παρομοίως ο Εβλιάς αναφέρει ότι οι λίγοι μουσουλμάνοι της Αθήνας μιλούσαν ελληνικά, αφού οι δοσοληψίες τους ήταν συνεχώς με τους πολύ περισσότερους “άπιστους Ρωμαίους”. Τέλος, στο εγκώμιό του για την Αθήνα ο Εβλιάς περιλαμβάνει και έναν μικρό κατάλογο λέξεων της ελληνικής γλώσσας».


INFO
Tο βιβλίο του Ηλία Κολοβού «Στους καιρούς των σουλτάνων: οι κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου υπό οθωμανική κυριαρχία (14ος-19ος αιώνας)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ασίνη