«Αφήνει πίσω της στάχτες και αποκαΐδια»

Η παρούσα κυβέρνηση λειτουργεί όλο το διάστημα με βασική αρχή ότι τα πάντα είναι εμπορεύσιμα, σε όλους τους τομείς, από την υγεία και την παιδεία έως τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Ειδικά στον χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα πρόσφατα παραδείγματα χειρισμού της υπόθεσης των κυκλαδικών αρχαιοτήτων της συλλογής Στερν και των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι περίτρανη απόδειξη. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι αναλαμβάνοντας την εξουσία το 2019 αμέσως εξήγγειλε την αποκοπή των πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ. Τώρα, στην εκπνοή της, βιάζεται να προχωρήσει και στην ρύθμιση αυτή. Τούτο εξάλλου δήλωσε η Λ. Μενδώνη στον Real FM την περασμένη Τρίτη, με αφορμή το σχέδιο νόμου που αναρτήθηκε στη διαβούλευση (opengov): «αυτό το οποίο λέγαμε πριν από τρεισήμισι περίπου χρόνια ότι θα κάνουμε, πλέον το κάνουμε παντού». Στην ίδια συνέντευξη ακούστηκαν και καταγράφηκαν φράσεις διαστρέβλωσης της αλήθειας σε σχέση με την μετατροπή των πέντε Μουσείων σε ΝΠΔΔ, όπως:
«Θέλουμε να δώσουμε, πάντα με δημόσιο χαρακτήρα, στα μουσεία μας την ευχέρεια, την δυνατότητα, την ευελιξία, να λειτουργούν και να παρέχουν υπηρεσίες υπέρ του κοινωνικού συνόλου».

Αλήθεια; δεν προσφέρουν σήμερα όλα τα Μουσεία του ΥΠΠΟΑ υπηρεσίες στην κοινωνία; Δεν λειτούργησαν με αυτή την μουσειακή πολιτική, όλα τα τελευταία χρόνια, σε περίοδο ανελέητης οικονομικής κρίσης; με εξωστρέφεια, με πρωτοποριακές και υποδειγματικές διεθνείς εκθέσεις, με τον συνδυασμό της προβολής της κληρονομιάς μας με τις σημερινές ευαισθησίες της χώρας; Μάλιστα, τα πέντε μεγάλα Μουσεία έχουν να επιδείξουν μεγάλο αριθμό περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και άλλων εκδηλώσεων παιδευτικού χαρακτήρα προς όλες τις κοινωνικές ομάδες, έναν αριθμό δυσανάλογα μεγαλύτερο σε σύγκριση π.χ. με το Μουσείο της Ακρόπολης.

Γιατί προχωρά σε αυτή την ρύθμιση η κυβέρνηση; Απώτερος σκοπός είναι ο κυβερνητικός έλεγχος των Διοικητικών Συμβουλίων των πέντε μεγάλων μουσείων αρχικά και των μικρότερων στη συνέχεια, με το διορισμό ατόμων αρεστών «αρίστων» όπως π.χ. εντελώς πρόσφατα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Μέσω αυτών των Συμβουλίων αποδυναμώνεται ο ρόλος της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και της Διεύθυνσης Μουσείων, οι οποίες δεν συμμετέχουν ex officio ούτε στα Διοικητικά Συμβούλια, όπως συμβαίνει σε ξένα Μουσεία, καταργείται η ενιαία μουσειακή πολιτική, αποδυναμώνεται ο επιστημονικός και παιδευτικός ρόλος των Μουσείων. Επίσης, με την πρόσφατη τροποποίηση του αρχαιολογικού νόμου σήμερα μπορεί να γίνει δανεισμός για 50 χρόνια αρχαιοτήτων από τα Μουσεία που δεν ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τα πέντε αυτά Μουσεία, ως ΝΠΔΔ δεν θα ανήκουν πια στο Υπουργείο Πολιτισμού και έτσι θα μπορούν να δανείζουν π.χ. αρχαιότητες του Μουσείου Ηρακλείου για μισό αιώνα στο εξωτερικό (!) και πιθανόν με επαίσχυντους όρους, όπως στην υπόθεση Stern.
Η πολιτιστική κληρονομιά, ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό και δημόσια εκτός συναλλαγής περιουσία, επιβάλλει μια ενιαία δημοσιονομική πολιτιστική πολιτική, όπως την ασκεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία και όχι αυτόνομες πολιτικές και προσωπικές διαπραγματεύσεις με ιδιωτικά μουσεία, ιδρύματα και οργανισμούς για διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος του τόπου μας.

Συμπερασματικά, τα πέντε μεγάλα Μουσεία δεν θα ανήκουν μεν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αλλά θα ανήκουν στον υπουργό Πολιτισμού, αφού αυτός θα αποφασίζει ποιους θα ανεβάζει και θα κατεβάζει στην διοίκηση ενός μουσείου, απαιτώντας συγκεκριμένες συνεργασίες και εκδουλεύσεις. Θα ανήκουν στον υπουργό αφού αυτός θα αποφασίζει για την επιχορήγησή τους. Γιατί, παρότι η υπουργός δηλώνει ότι τα πέντε Μουσεία θα στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και θα έχουν οικονομική αυτοτέλεια, όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δε μπορεί να συμβεί. Όλα τα Μουσεία που δεν ανήκουν στο ΥΠΠΟΑ κάθε χρόνο εκλιπαρούν επιχορηγήσεις από αυτό. Τρανταχτό παράδειγμα το Μουσείο Μπενάκη. Επίσης, πόσο θα στοιχίσουν οι μισθοί και οι αποζημιώσεις στον στρατό των 90 περίπου υψηλόβαθμων υπαλλήλων και μελών ΔΣ που θα στελεχώσουν τα πέντε Μουσεία; Και πώς θα επιζήσουν τα μικρά Μουσεία του ΥΠΠΟΑ σκορπισμένα σε όλη την χώρα που σήμερα επιβιώνουν από τα έσοδα των μεγάλων μουσείων; Θα κλείσουν οι πολύτιμοι χώροι της πολιτιστικής μας ταυτότητας στην επαρχία;
Πού αναγνωρίζει κανείς λοιπόν στα παραπάνω ευελιξία και αυτονομία;

Η ηγεσία του ΥΠΠΟΑ σαν να επιθυμεί, φεύγοντας από την εξουσία, να έχει αφήσει πίσω της στάχτες και αποκαΐδια όπως στο Τατόι, όπως ακριβώς κομμάτιασε τις αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης, όπως άφησε να γελοιοποιείται το ταφικό μνημείο της Αμφίπολης, όπως εγκατέλειψε τους «Δεσμώτες» του Φαλήρου. Μόνη έγνοια της είναι η εξαγγελία νέων έργων σε όλη την επικράτεια, βαπτίζοντάς την «αποτελεσματικότητα», ως κοροϊδία για την επόμενη κυβέρνηση, καθώς κανένα έργο δεν θα είναι ώριμο και ώριμα έργα έχουν ήδη κακοπάθει. Δεν γνωρίζω τι θα προλάβει να υλοποιήσει για τα πέντε Μουσεία. Μετά τις εκλογές, όμως, πρέπει να αποκατασταθούν όλα από μια επόμενη κυβέρνηση που δεν θα έχει ως βασική αρχή την εμπορευματοποίηση και δεν θα εφαρμόζει νεοαποικιακή αντί δημοσιονομική πολιτική. Μια κυβέρνηση που θα ανασυγκροτήσει και θα ενισχύσει την μουσειακή πολιτική εντός των δομών του υπουργείου Πολιτισμού και θα καταργήσει την διάταξη περί μακρόχρονου δανεισμού αρχαιοτήτων διάρκειας 50 χρόνων σε πολιτιστικούς φορείς του εξωτερικού.

*H Μαρία Βλαζάκη είναι επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, πρώην πρόεδρος της Επικουρικής Επιτροπής της Σύμβασης του 1970 της UNESCO, τέως γγ ΥΠΠΟΑ