Να λύσουµε καταρχάς ένα θεωρητικό ζήτηµα. Είναι σωστό να πηγαίνουν οι πρωθυπουργοί φυλακή; Στις δηµοκρατίες, όπου δεν υπάρχει διαχωρισµός των πολιτών και οι ηγέτες δεν απολαµβάνουν ιδιαίτερων προνοµίων εν είδει κάποιου βασιλικού πρωτοκόλλου, ναι, πάνε. Στη Γαλλία ο Σαρκοζί πρόσφατα φόρεσε βραχιολάκι µετά τη δίκη και την καταδίκη του για διαφθορά. Ο Νετανιάχου έχει περάσει πολλές φορές τα ανακριτικά γραφεία, αφού συνελήφθη µαύρα µεσάνυχτα σαν κοινός κακοποιός ύστερα από έφοδο της αστυνοµίας στο σπίτι του. Είναι δε πολύ πιθανό να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα όταν τελειώσει ο πόλεµος που του παρέχει ιδιότυπη ασυλία. Ακόµη και ο πλανητάρχης Ντόναλντ Τραµπ βρέθηκε ενώπιον δικαστηρίου και καταδικάστηκε για κακουργήµατα.
Στην Ελλάδα, που διαφηµίζεται ως αρχαία δηµοκρατία, ένα άρθρο του συντάγµατος, το οποίο στρέφεται ενάντια στην ισότητα που προβλέπει το σύνταγµα, εξασφαλίζει διαφορετική νοµική µεταχείριση για υπουργούς και πρωθυπουργούς. Ο λεγόµενος «νόµος περί ευθύνης υπουργών» πρακτικά λειτουργεί ως νόµος που συστηµατικά δεν αναγνωρίζει ποινικές ευθύνες σε υπουργούς και πρωθυπουργούς.
Σαν να µην έφτανε το νοµικό πλαίσιο που εξασφαλίζει την ατιµωρησία, υπάρχει και µια θεωρητική εφεύρεση που εµφανίζεται ως πολιτικός πολιτισµός και άτυπη συµφωνία πολιτικής ευπρέπειας, σύµφωνα µε την οποία οι πρωθυπουργοί δεν πρέπει να οδηγούνται σε δίκη. Στην πραγµατικότητα αυτό που εµφανίζεται ως σωτήρια για τον πολιτικό πολιτισµό συγκατάβαση είναι ο αυτοµατισµός και τα αντανακλαστικά του συστήµατος που δηµιουργεί αναχώµατα αυτοπροστασίας. Στην µπρουτάλ και κάπως µαφιόζικη ερµηνεία του όλο αυτό συνοψίζεται στο «δεν πειράζουµε πρωθυπουργούς γιατί θα µπλέξουµε όλοι».
Γενικότερα άλλωστε, ακόµη κι αυτές οι κολοβές θεσµικές προβλέψεις µε τις οποίες θα µπορούσε θεωρητικά να οδηγηθεί ένα πολιτικό πρόσωπο σε δίκη έχουν ακυρωθεί µε τη γενική αρχή (επίσης φαντάζει να ξεχειλίζει πολιτισµό) ότι δεν είναι σωστό να ποινικοποιείται η πολιτική ζωή. Οποιος απαιτεί δικαιοσύνη για τα πολιτικά πρόσωπα λοιπόν σκοπεύει να ποινικοποιήσει την πολιτική ζωή. Από τον Ακη Τσοχατζόπουλο έως τον Γιάννο Παπαντωνίου, όλοι οι ελεγχόµενοι εµφανίζονται ως πολιτικά διωκόµενοι, ενώ αυτοί που τους καλύπτουν (για να θυµηθούµε όσα έλεγε ο Βαγγέλης Βενιζέλος για τον Ακη) είναι ικανοί να εµφανίσουν τους λογαριασµούς της µίζας ως αριθµούς τηλεφώνων.
Η άποψη περί µη δίωξης των πρωθυπουργών εµφανίζεται να έχει τη βάση της σε µια ρήση του Κωνσταντίνου Καραµανλή, ο οποίος όταν ανακοινώθηκε η παραποµπή του Αντρέα Παπανδρέου, στο ειδικό δικαστήριο φέρεται να είπε: «Οι πρωθυπουργοί δεν πάνε φυλακή, πάνε σπίτια τους». Η άδικη δίωξη του Αντρέα έκανε πολλούς να δικαιολογήσουν όσα εµφανιζόταν να είπε ο τότε πρώην πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας και ιδρυτής της Ν∆.
Το 2010 ο διώκτης του Αντρέα, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, σε µια συνέντευξή του στον Σκάι είπε για το θέµα αυτό: «Η παραποµπή του ήταν πολιτικό λάθος, δεν ωφέλησε εκείνη την ώρα το κόµµα µας, αντίθετα ωφέλησε το ΠΑΣΟΚ. ∆εν ωφέλησε και την Αριστερά που συνέπραξε µαζί µας… Αλλά η άποψη ότι ο πρωθυπουργός δεν δίνει λόγο, δεν δικάζεται, δεν ξέρω αν υποστηρίχθηκε ποτέ από κανέναν, αλλά πάντως είναι εντελώς αστήρικτη. Η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής είχε πει ότι οι τέως πρωθυπουργοί δεν πάνε φυλακή, πηγαίνουν σπίτι τους, δεν είναι σωστή».
Το ζήτηµα της δυνατότητας διατύπωσης πρότασης παραποµπής του Κυριάκου Μητσοτάκη για το έγκληµα στα Τέµπη υπό το πρίσµα του τι επιτρέπεται και τι όχι, µε βάση πιθανούς άγραφους ηθικούς κανόνες, έχει απαντηθεί από τον ίδιο τον πατέρα του. Οι πρωθυπουργοί είναι οι πρώτοι που λογοδοτούν και, όταν η λογοδοσία αφορά πιθανές ποινικές ευθύνες, πρέπει να προσφέρονται για να δώσουν εξηγήσεις.
Εχει ποινικές ευθύνες ο Μητσοτάκης για τα Τέµπη; Για να παραπεµφθεί κάποιος (δηλαδή εν προκειµένω ο Μητσοτάκης) σε προκαταρκτική εξέταση δεν χρειάζονται ούτε αποχρώσες ούτε καν απλές ενδείξεις, αλλά ενδείξεις. Ο γράφων έχει οδηγηθεί εκατοντάδες φορές στα δικαστήρια µε µηνυτές και υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αφού διώχθηκε γιατί υπήρχαν απλές αλλά και ανύπαρκτες ενδείξεις. Σε όλες τις υποθέσεις υπήρξε αθώωση. Σε ό,τι µε αφορά προσωπικά, θα µπορούσα, συγκρίνοντας τις δικές µου περιπέτειες (στις οποίες µάλιστα µε έριξε ο Μητσοτάκης) µε αυτήν του τωρινού πρωθυπουργού, να πω: «Τι είναι αυτό που φοβάται;».
Το θέµα όµως δεν είναι προσωπικό. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία απευθύνεται και στα άλλα κόµµατα της αντιπολίτευσης για να συνυπογράψουν, θεωρεί ότι ο Μητσοτάκης έχει ποινική ευθύνη για το έγκληµα στα Τέµπη. Το 2019 σε προεκλογικό σποτ προέβλεπε ότι θα υπάρξει δυστύχηµα αν δεν αλλάξει η κατάσταση στους σιδηροδρόµους. Αρα γνώριζε την κατάσταση και την επικινδυνότητά της, αλλά δεν τη θεράπευσε. Οι σιδηροδροµικοί υπάλληλοι αλλά και ο πρώην διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας τον είχαν ενηµερώσει προσωπικά για την κατάσταση και την πιθανότητα δυστυχήµατος. Γι’ αυτή την κατάσταση γνώριζε και από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και τις ερωτήσεις που είχαν κατατεθεί. Σε ό,τι αφορά το έγκληµα του µπαζώµατος και της καταστροφής των στοιχείων, αυτό πραγµατοποιήθηκε µε ευθύνη του υφυπουργού Τριαντόπουλου ο οποίος ήταν στο σηµείο εκπροσωπώντας τον πρωθυπουργό και ενηµερώνοντάς τον. Επιπλέον ο Μητσοτάκης ήταν αυτός που από την πρώτη µέρα επιχείρησε να δηµιουργήσει την πεποίθηση στην κοινή γνώµη ότι οι ευθύνες ήταν διαφορετικές από αυτές που διαφαίνονταν. Εµφάνισε ως υπεύθυνο έναν σταθµάρχη, καλύπτοντας όσα είχαν γίνει µε την αµαρτωλή σύµβαση 717. Τη δε επιχείρηση καταστροφής των στοιχείων στο σηµείο του εγκλήµατος, µε µπαζώµατα και µεταφορές χωµάτων, την αποκάλεσε θεωρίες συνωµοσίας.
Για τον Μητσοτάκη όχι µόνο υπάρχουν ενδείξεις πιθανής ενοχής, αλλά φρόντισε και ο ίδιος να τις επιβεβαιώσει µε τη στάση του ενόχου που επιχειρεί να συγκαλύψει.
Να θυµίσω ότι µε προσωπική εντολή Μητσοτάκη η Ν∆ έστησε δύο ειδικά δικαστήρια. Σε εκείνο που αφορούσε την υπόθεση Novartis, µε στηµένο κατηγορητήριο επιχείρησε να παραπέµψει δηµοσιογράφους για να τους εκδικηθεί για τις αποκαλύψεις.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για το έγκληµα στα Τέµπη έχει ένα νοµικό σκεπτικό που απαντά στις απαιτήσεις του κολοβού νόµου για την παραποµπή. Με την ξεκάθαρη νοµική πρόταση διαφώνησε η Νέα Αριστερά. Το επιχείρηµα είναι (έτσι τουλάχιστον εκφράστηκε από την Εφη Αχτσιόγλου) ότι, αν παραπεµφθεί ο Μητσοτάκης και αθωωθεί από την πλειοψηφία, δεν θα µπορεί στο µέλλον να δικαστεί. Το επιχείρηµα είναι προσχηµατικό, αφού για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει η Ν∆ να αποδεχτεί την πρόταση παραποµπής του Μητσοτάκη, πράγµα φυσικά αδύνατο. Αλλωστε το επιχείρηµα ότι είναι παρακινδυνευµένο να γίνει κάτι τέτοιο γιατί µπορεί να οδηγήσει σε µη τιµωρία στο µέλλον ισχύει και για τον Καραµανλή. Γιατί γι’ αυτόν κάνουν πρόταση παραποµπής.
Οι πιο ισχυροί υποστηρικτές της µη παραποµπής του Μητσοτάκη αποδείχθηκαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ανήκουν στο περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Επιχείρησαν να ανατρέψουν την πρόταση της ΠΓ του κόµµατος για παραποµπή Μητσοτάκη, στην οποία είχαν συµφωνήσει. Ενας εξ αυτών µάλιστα απείλησε µε δηµόσια διαφοροποίηση. Γιατί το περιβάλλον Τσίπρα φαίνεται να στηρίζει Μητσοτάκη; Είναι ένα ερώτηµα. Η Μαρία Καρυστιανού και οι συγγενείς των θυµάτων χαρακτήρισαν αυτή την τακτική «συνέχιση του µπαζώµατος». Ισως οι µητσοτακικότεροι του Μητσοτάκη στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ να πρέπει να απαντήσουν σε αυτούς και όχι στον Μητσοτάκη. Ακόµη κι αν του έχουν υποχρέωση.
ΑΑΔΕ: Aλαλούμ και φέτος με τις δηλώσεις – Λάθη, ανακρίβειες και παραλείψεις
Αμαρτωλό τρίγωνο στον ΟΠΕΚΕΠΕ – Αυτή την Κυριακή στο Documento
ΣΥΡΙΖΑ – Πρόταση για Τέμπη: Στο κάδρο των ευθυνών ο Μητσοτάκης , ανοιχτή σε υπογραφές άλλων κομμάτων
Η Γερμανία επιστρέφει πρόσφυγες στην Ελλάδα – Τι αποκαλύπτει ρεπορτάζ της ΤΑΖ