O Αγγελος Ποστέκογλου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα, μπουσούλησε στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας και έγινε πολιτικός μετανάστης στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών. Η χούντα είχε αλλεργία στους πρόσφυγες, τους σκεπτόμενους πολίτες, στα λαϊκά στρώματα και σε όποιον έμοιαζε με μελλοντική απειλή. Η βιοτεχνία που διατηρούσε το ζευγάρι Δημήτρη και Βούλας Ποστέκογλου για να φέρνει ψωμί στο τραπέζι της τετραμελούς οικογένειας έβαλε λουκέτο και άφησε τον επιπλοποιό πατέρα άνεργο. Η απόφαση ήταν δύσκολη αλλά και μονόδρομος: «Παίρνουμε το πλοίο και φεύγουμε για την Αυστραλία». Τα κίνητρα που είχαν δοθεί με τη διακρατική συμφωνία του 1952 γέμισαν τη μακρινή ήπειρο με Ελληνες εμιγκρέδες που μετανάστευαν με δωρεάν ακτοπλοϊκά εισιτήρια χωρίς επιστροφή. Οι Ποστέκογλου άφησαν τη δυσοίωνη και στρυφνή κατάληξη -ογλου έξω από τις βαλίτσες τους και κατέφτασαν στη Μελβούρνη ως «Ποστέκοι». Οι πόρτες ήταν όλες μισόκλειστες, αλλά οι ευκαιρίες –σε ένα έθνος μυριάδων μεταναστών– άφθονες. Το ταξίδι κράτησε 30 ώρες.
Το παρατημένο στρώμα
«Οι γονείς μου έφτασαν στην άλλη άκρη του κόσμου άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, το 1970, με δύο μικρά παιδιά στην αγκαλιά» αφηγείται ο θριαμβευτής του Europa League προπονητής της Τότεναμ. «Δεν ήξεραν τη γλώσσα, δεν είχαν δουλειά, δεν είχαν σπίτι, ένιωθαν αβοήθητοι και απομονωμένοι. Οταν είπαν στον μπαμπά μου για ένα παρατημένο στρώμα, εκείνος έτρεξε να το πάρει για να το φέρει στο σπίτι που μοιραζόμασταν με μια άλλη οικογένεια. Δεν θυμόταν όμως τη διεύθυνση ούτε είχε τρόπο να συνεννοηθεί. Περπατούσε με τις ώρες, με το βρόμικο στρώμα στους ώμους ώσπου να μας ξαναβρεί. Ο ίδιος θυμόταν την ιστορία και γελούσε, αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν ήταν καθόλου αστείο».
Στην Αυστραλία ο Αγγελος έγινε «Αντζ» και αργότερα αποκατέστησε το πατρικό του επώνυμο: «Ο πατέρας πίστευε ότι θα έβρισκε τρόπο για να ξαναγυρίσουμε στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το όνειρό του. Αλλά η ζωή ήταν πολύ σκληρή. Εκείνος δούλευε, η μαμά δούλευε, εγώ και η μεγαλύτερη αδελφή μου πηγαίναμε στο σχολείο, αποταμιεύαμε με αίμα για να αγοράσουμε σπίτι, δεν ξεφύγαμε ποτέ από τη βιοπάλη. Ο κόσμος ακούει τη λέξη “μετανάστευση” και νομίζει ότι πρόκειται για αναζήτηση καλύτερης ζωής. Οχι. Ηταν μάχη επιβίωσης, ένας καταρράκτης που δεν σταματούσε ποτέ. Οι γονείς μου ήθελαν μόνο να προσφέρουν ένα μέλλον στα παιδιά τους. Οι ίδιοι δεν πήραν ποτέ ανάσα. Είμαι βέβαιος ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα εάν έμεναν στην Ελλάδα, σε γνώριμο περιβάλλον, κοντά σε συγγενείς και γνωστούς. Τα άφησαν όλα πίσω τους, θυσίασαν τη βολή τους, για το δικό μας καλό. Αυτή η θυσία ήταν το υπέρτατο δώρο. Οσα και αν πετύχω εγώ στη ζωή μου είναι αφιερωμένα στην αγαπημένη μητέρα μου στην Ελλάδα και στη μνήμη του πατέρα μου». Ο Δημήτρης Ποστέκογλου απεβίωσε το 2018.
Ο μικρός Αγγελος ήταν καλός στο ποδόσφαιρο, το ευρωπαϊκό και όχι το αυστραλιανό με την ωοειδή μπάλα, οπότε βρήκε γρήγορα μια διέξοδο στην παρακμή. Οι ντόπιοι το κορόιδευαν το κλοτσοσκούφι, αλλά οι πολυάνθρωπες κοινότητες των μεταναστών –Ελλήνων, Σέρβων, Κροατών, Ιταλών, Ισπανών κ.ά.– έφτιαξαν τον δικό τους αθλητικό πλανήτη. Ο μουστακαλής «Αντζ» έγινε επαγγελματίας από νεαρή ηλικία στην «Ελλάς» της Νότιας Μελβούρνης και ο πατήρ Δημήτρης φρόντιζε να τον ενθαρρύνει, μέχρι που τον είδε ντυμένο στα κιτρινοπράσινα της Εθνικής Αυστραλίας.
Σπίτι από… τέρματα
«Για τον ίδιο τον πατέρα μου το ποδόσφαιρο αποτελούσε κουβέρτα ασφαλείας. Ο,τι και αν συνέβαινε γύρω μας, όποιες δυσκολίες και αν αντιμετωπίζαμε, είχαμε μαξιλάρι τις αρχές που μας έδινε ο αθλητισμός. Το γήπεδο έγινε στέκι των Ελλήνων της πόλης τις Κυριακές μετά την εκκλησία και ήταν ένας κόσμος που τον καταλαβαίναμε καλά. Ποτέ δεν είδα το ποδόσφαιρο ως απλό βιοπορισμό, αν και ήμουν από παιδί τρελός με την μπάλα. Πάνω απ’ όλα θέλω να κάνω τους ανθρώπους να χαμογελούν. Ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο και όπου υπάρχει μια μπάλα και δύο τέρματα, εκεί νιώθω ότι είναι το σπίτι μου…».
Ο «Αντζ» διέπρεψε όταν του άνοιξαν την πόρτα οι Μπρισμπέιν Ρόαρ (2009-12), έφτασε να κοουτσάρει την Εθνική Αυστραλίας στο Μουντιάλ του 2016, έκανε το «αγροτικό» του στην Ιαπωνία με τη Γιοκοχάμα Μαρίνος έπειτα από ένα σύντομο φλερτ με την ΕΠΟ και έπιασε Ευρώπη το 2021, όταν προσλήφθηκε από τη σκωτσέζικη Σέλτικ. Στην Τότεναμ, το 2023, πρόφτασε ίσα ίσα να δει την πλάτη του Χάρι Κέιν προτού πιάσει δουλειά. «Τη δεύτερη χρονιά μου πάντοτε κερδίζω τρόπαια» είπε στους δύσπιστους, όταν οι ήττες άρχισαν να συσσωρεύονται στο ξεκίνημα της φετινής σεζόν.
Οταν τα χάχανα κόπασαν, ήρθαν η κούπα στο Μπιλμπάο, η πρόκριση στο Champions League και το επινίκιο πάρτι στο βόρειο Λονδίνο, όπου η μπλε γειτονιά είχε να πιει σαμπάνια 17 ολόκληρα χρόνια. «Εάν διώξετε τον Αντζ, φεύγουμε κι εμείς» προειδοποιούν την κυνική διοίκηση του Ντάνιελ Λίβι οι πρωτοκλασάτοι παίκτες, όπως ο Κούτι Ρομέρο. «Σε όλα τα σίριαλ η τρίτη σεζόν είναι καλύτερη από τη δεύτερη» υπόσχεται ο Αγγελος από το μπαλκόνι.
Η αφιλόξενη πατρίδα
Η Ελλάδα αποδείχθηκε αφιλόξενο σπίτι για τον Αγγελο Ποστέκογλου, ο οποίος δεν ήξερε πού έμπλεκε όταν (2008) υπέγραψε ως προπονητής σε μια ομάδα-παρατράγουδο της Γ΄ Εθνικής, την Παναχαϊκή των Μακρή (φωτογραφία) και Κούγια. Απολύθηκε πολύ γρήγορα επειδή έβγαλε γλώσσα και ξέμεινε απλήρωτος στην Πάτρα με το πορτοφόλι ολόαδειο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Ποστέκογλου φιλοξενήθηκε για πολλές εβδομάδες στο σπίτι κάποιου οπαδού της Παναχαϊκής και αγόρασε το εισιτήριο της επιστροφής με δανεικά. Τα επέστρεψε μόλις ξαναπάτησε στη Μελβούρνη για να βγάλει μεροκάματο σε κάποια σχολή προπονητών και στην τοπική Ζέμπρας, ομάδα Ιταλών μεταναστών.
Διαβάστε επίσης
ΑΑΔΕ: Aλαλούμ και φέτος με τις δηλώσεις – Λάθη, ανακρίβειες και παραλείψεις
Αμαρτωλό τρίγωνο στον ΟΠΕΚΕΠΕ – Αυτή την Κυριακή στο Documento
ΣΥΡΙΖΑ – Πρόταση για Τέμπη: Στο κάδρο των ευθυνών ο Μητσοτάκης , ανοιχτή σε υπογραφές άλλων κομμάτων
Η Γερμανία επιστρέφει πρόσφυγες στην Ελλάδα – Τι αποκαλύπτει ρεπορτάζ της ΤΑΖ