Στην επίσημη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Sonny boy» ο Αμερικανός ηθοποιός Αλ Πατσίνο ξεδιπλώνει το φιλμ της ζωής του.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα τραγούδι του Αλ Τζόλσον που υπεραγαπούσε η μητέρα του. Οι στίχοι του μιλούν για τη λατρεία που έχει μια μάνα για τον μικρό γιο της («Ανέβα στα γόνατα μου Σόνι μπόι… παρόλο που είσαι μόνο τριών, αδύνατο να ξέρεις πόσο σημαντικός είσαι για μένα Σόνι μπόι») και εξηγούν το παρατσούκλι που κόλλησε στον γιο της από όταν εκείνος ήταν πολύ μικρός και τον έπαιρνε μαζί της στο σινεμά.
Ο πατέρας του μικρού Σόνι, ένας εικοσάχρονος που δεν είχε σταθερή δουλειά, τους είχε παρατήσει όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών. Ο Αλφρέντο ήταν μοναχοπαίδι που είχε άπλετο χρόνο για παιχνίδι αλλά όχι παρέα για το μοιραστεί. Αναγκαστικά έπαιζε μόνος στη μικρή κάμαρα που έμενε με τη μητέρα του στο σπίτι των παππούδων του στο Νότιο Μπρονξ, αναπαράγοντας σκηνές από τις ταινίες που έβλεπε με τη μητέρα του, όταν εκείνη τον έπαιρνε ύστερα από το σχόλασμα στο εργοστάσιο για να περάσουν τις επόμενες ώρες της ημέρας μαζί.
Το πώς ένας άνθρωπος σαν τον Πατσίνο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα κατάφερε να αναδειχτεί σε έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς του παγκόσμιου θεάτρου και κινηματογράφου είναι ένα δύσκολο ερώτημα, που όμως βρίσκει τις κατάλληλες απαντήσεις του στα 14 κεφάλαια του βιβλίου, το οποίο «ρουφιέται» κυριολεκτικά.
‘Ενα αστέρι γεννιέται
Οι πρώτες τζούρες της μαγείας που κρύβεται στην τέχνη του ηθοποιού ήρθαν από νωρίς στη ζωή του νεαρού, αφού πρώτα επιβίωσε από δεκάδες δοκιμασίες και ατυχήματα (το επεισόδιο για το οποίο ντρεπόταν μια ζωή σχετιζόταν με έναν τραυματισμό στα γεννητικά όργανα) στο κακόφημο Μπρονξ, κάνοντάς τον να πιστεύει ότι είναι εφτάψυχος. Μια καθηγήτρια διέκρινε το ταλέντο του στην υποκριτική και τον ενθάρρυνε να φοιτήσει στο περίφημο Λύκειο Παραστατικών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Η πρώτη φορά που ανέβηκε στη σκηνή στα δεκατρία του χρόνια σε μια σχολική παράσταση τον έκανε να νιώθει σαν να βρίσκεται στο σπίτι του, ακόμη κι αν αγχώθηκε –«με συνέπεια να παίξω χάλια»– όταν ένας συμμαθητής του τον ενημέρωσε ότι και οι δύο γονείς του ήταν στο θέατρο για να τον δουν.
Όσα έζησε τις επόμενες ώρες όταν οι τρεις τους πήγαν να φάνε σε ένα εστιατόριο ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον περήφανο Άλφρεντ. «Ηταν η πρώτη φορά που έβλεπα τους γονείς μου να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο. Ηταν κάτι που πάντα επιθυμούσα αλλά ποτέ δεν μου ήταν συνειδητό. Ολα τα παιδιά μεγαλώνοντας αυτό θέλουν. Να είναι μαζί με τους γονείς τους. Αυτό τους δίνει ασφάλεια» αναφέρει στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου που έχει τίτλο «Ενα χορταράκι».
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Μια αλλαγή» ο Πατσίνο περιγράφει πώς έγινε ηθοποιός χάρη κυρίως στην πολύτιμη συνδρομή ενός θαμώνα του Martin’s Bar που βρίσκεται στη συμβολή της 23ης Οδού και της 6ης Λεωφόρου του Μανχάταν, στο οποίο σύχναζε όταν ήταν δεκαοκτώ ετών για να τρώει τζάμπα μεσημεριανό. Θαμώνας ήταν ο Τσάρλι Λότον (απλή συνωνυμία με τον διάσημο ηθοποιό), ένας άντρας δέκα χρόνια μεγαλύτερός του («Οταν χάνεις τον μπαμπά σου πάντα αναζητάς πατρικές φιγούρες στη ζωή σου»), και έπινε μόνος κάθε μέρα το ποτό του στο μπαρ που βρισκόταν απέναντι από τη σχολή Herbert Berghof Studio στην οποία δίδασκε «αισθητηριακή μέθοδο υποκριτικής». Ο Πατσίνο ήθελε να μπει στη σχολή αυτή αλλά δεν είχε χρήματα. Γνώρισε τον Λότον που έγινε όχι απλώς ο μέντοράς του αλλά εκείνος που του αποκάλυψε την ουσία της τέχνης του ηθοποιού (υπέροχη η ιστορία με την οικογένεια των ακροβατών) αλλά και της ίδιας της ζωής. Για να γίνει δεκτός στη σχολή, καθώς δεν είχε σεντ στην τσέπη του, ο νεαρός Άλφρεντ ανέλαβε να καθαρίζει τους διαδρόμους και τις αίθουσές της.

Στο Χόλιγουντ
Ο Πατσίνο δυσκολεύτηκε αρκετά μέχρι να τα καταφέρει. Η φτώχεια τον καταδίωκε σταθερά και επίμονα σε όλη την πορεία του. Οταν δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα μαγαζί τον απέλυσαν καθώς τον έπιασαν να τρώει τα αποφάγια από τα τραπέζια. Ακόμη κι όταν βρήκε δουλειά ως ηθοποιός δυσκολευόταν να πληρώνει τους λογαριασμούς ή το νοίκι του («αυτά τα 38,5 δολάρια τον μήνα για το μικρό δωματιάκι στη 288η Oδό»), αλλά άρχισε να φτιάχνει όνομα χάρη στις ερμηνείες του σε έργα όπως «Η τίγρη φοράει γραβάτα», όπου εντυπωσίασε έναν νεαρό σκηνοθέτη ονόματι Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Ο τελευταίος προσέγγισε τον Πατσίνο για να τον χρίσει πρωταγωνιστή του σε ένα δράμα που ετοίμαζε με ήρωα έναν νεαρό παντρεμένο καθηγητή που τα φτιάχνει με μια μαθήτριά του. Το έργο δεν γυρίστηκε ποτέ, αλλά μερικά χρόνια μετά το τηλέφωνο του Πατσίνο χτύπησε για να ακούσει εκ νέου τη φωνή του Κόπολα που του ανακοίνωνε ότι τον ήθελε για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό». Στο τέταρτο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Ο καινούργιος κόσμος» ο Πατσίνο περιγράφει με λεπτομέρεια τις αντιπάθειες των στελεχών της Paramount προς το πρόσωπό του («με θεωρούσαν λίγο για τον ρόλο, με αποτέλεσμα όταν χτύπησα άσχημα το πόδι σε ένα γύρισμα να νιώθω ότι έγινε ένα θαύμα. Ηταν μεγάλη η ανακούφιση η σκέψη πως δεν θα χρειαζόταν να ξαναπαίξω σε αυτή την ταινία, με όλη αυτή την πίεση και το αίσθημα κατωτερότητας που μου είχαν δημιουργήσει») αλλά και τους αγώνες που έδωσε ο Κόπολα για να τον κρατήσει στον ρόλο του Μάικλ, ενώ οι παραγωγοί ήθελαν για τον ρόλο έναν από τους Νίκολσον, Ρέντφορντ, Μπίτι και Ο’ Νιλ.
Εδώ υπάρχει και η πρώτη συνάντηση του Πατσίνο με τον Μπράντο ύστερα από προτροπή του Κόπολα λίγο προτού γυρίσουν την περίφημη σκηνή του νοσοκομείου. «Ετρεμα, είχα κατατρομάξει γιατί είχα απέναντί μου τον μεγαλύτερο εν ζωή ηθοποιό. Με ρωτούσε τι κάνω, από πού κατάγομαι κ.λπ., ενώ έτρωγε με τα χέρια ένα κοτόπουλο cacciatore ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ο,τι κι αν μου έλεγε, εγώ είχα εστιάσει στο γεμάτο λεκέδες θέαμα που είχα μπροστά μου, στο πώς έτρωγε το κοτόπουλο και αναρωτιόμουν τι θα το έκανε μόλις τέλειωνε. Ηλπιζα να μη μου ζητούσε να το πετάξω στα σκουπίδια. Με μια κίνηση το ξεφορτώθηκε χωρίς να σηκωθεί. Με κοίταζε απορημένος, σαν να ρωτούσε τι σκέφτεσαι; Εγώ σκεφτόμουν τι θα κάνει με τα βρόμικα χέρια του. Μήπως να του φέρω μια χαρτοπετσέτα; Μα πριν προλάβω άπλωσε και τα δύο χέρια του στα λευκά σεντόνια, τα σκούπισε και συνέχισε να μιλάει. “Ετσι λοιπόν συμπεριφέρονται οι σταρ;” σκέφτηκα. Μπορούν να κάνουν ό,τι γουστάρουν…».
Η οικογένεια, οι φίλοι και ο Σαίξπηρ
Στο βιβλίο υπάρχουν ιστορίες από φιλίες με άλλους ηθοποιούς («ο Τζον Καζάλ ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο και παρότι ήταν ταπεινός και χαμηλών τόνων έμοιαζε να έχει γνώση των πάντων»), για τη λατρεία του στον Σαίξπηρ, καθώς ο Πατσίνο θεωρείται από τους πλέον ειδήμονες στο έργου του κορυφαίου δραματουργού, για τον εθισμό του στο αλκοόλ, για το πώς άρχισε την ψυχοθεραπεία όταν ήταν στη Βοστώνη παίζοντας στο θέατρο τον «Ριχάρδο Γ΄», για τη σχέση του με τις γυναίκες («πάντα ήμουν πολύ ντροπαλός απέναντί τους για να μπορέσω να κάνω εγώ το πρώτο βήμα») και ιδιαίτερα με την Ντάιαν Κίτον που γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του «Νονού» («κάναμε πλάκα και μεθούσαμε πιστεύοντας ότι παίζουμε στη χειρότερη ταινία του κόσμου που θα κατάστρεφε τις καριέρες μας») και με την οποία έζησε ένα μεγάλο έρωτα που άντεξε στον χρόνο. Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του Πατσίνο εστιάζει στα πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ζωής του. Οπως αναφέρεται και στην εισαγωγή, το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στον Τσάρλι, στον παππού και στη μαμά μου».
INF0
Το βιβλίο «Al Pacino – Sonny boy», που αποτελεί την επίσημη αυτοβιογραφία του Αλ Πατσίνο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books. Τη μετάφραση υπογράφει η Κατερίνα Μποσινάκη