Στην πλούσια καριέρα του ο Άλφρεντ Χίτσκοκ μόλις μία φορά επέστρεψε σε παλιό έργο του «για να το τελειοποιήσει». Ήταν το 1956 για την ταινία «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά»
Σχεδόν σε όλες τις ταινίες του ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ένα πράγμα αναζητά: τον φόβο. Έναν φόβο πολλών εκδοχών και αποχρώσεων που είτε προέρχεται από ψηλά είτε πηγάζει από μέσα μας είτε μας τον κληροδότησαν οι γονείς, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δημιουργίες του σκηνοθέτη. Τα πρώτα έργα του ήταν κωμωδίες ή μελοδράματα χωρίς ιδιαίτερη αξία. Εξαίρεση κάποιες απόπειρες αστυνομικών θρίλερ (στον «Eνοικο» του 1927 για πρώτη φορά ο Χίτσκοκ κατέγραψε μια ιστορία φόνου, ενώ το 1929 ο «Εκβιασμός» γυρίστηκε αρχικά ως βωβή ταινία και στη συνέχεια –χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις στον ήχο– μετατράπηκε σε ομιλούσα, η πρώτη στην ιστορία του βρετανικού κινηματογράφου) μέχρι να φτάσουμε στο 1934, όταν γύρισε τον «Ανθρωπο που γνώριζε πολλά».
Το φιλμ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το όνομά του έγινε γνωστό σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Το 1940 ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ τον προσκάλεσε στο Χόλιγουντ και την επόμενη κιόλας χρονιά ο Χίτσκοκ κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας με τη «Ρεβέκκα», που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Δάφνης ντι Μοριέ, ένα φιλμ-παραγγελιά του παραγωγού.
Μία ταινία δύο φορές
Το 1956 ο Χίτσκοκ ήταν ήδη ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του πλανήτη, ενώ αρκετές ταινίες του («Σωσίβια λέμβος», «Υποψίες», «Το χέρι που σκοτώνει», «Σιωπηλός μάρτυς» κ.ά.) διακρίθηκαν στα Οσκαρ, παρότι ο ίδιος ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει το βραβείο σκηνοθεσίας, κάτι που συμπεριλαμβάνεται στις μεγαλύτερες αδικίες του θεσμού.
Ο Χίτσκοκ, όπως δήλωσε στην περίφημη συνέντευξή του στον Τριφό, αποφάσισε το 1956 να γυρίσει ξανά τον «Ανθρωπο που γνώριζε πολλά» επειδή το αρχικό έργο του έμοιαζε με το «προϊόν ενός ερασιτέχνη, ενώ θα έπρεπε να το είχε κάνει ένας επαγγελματίας». Οντως, ο δεύτερος «Ανθρωπος που γνώριζε πολλά» ήταν ένα φιλμ σαφώς ανώτερο από το πρωτότυπο.
Ο Χίτσκοκ κράτησε τη βασική πλοκή της ιστορίας που εμπνεύστηκε ο Τσαρλς Μπένετ και άλλαξε το σκηνικό. Αντί του παγωμένου τοπίου των ελβετικών Αλπεων, μετέφερε τις οικογενειακές διακοπές του γιατρού Μακένα (Τζέιμς Στιούαρτ) στο καυτό Μαρόκο. Εκεί ο βασικός ήρωας γίνεται μάρτυρας δολοφονίας ενός Γάλλου μεταμφιεσμένου σε Αραβα. Λίγο προτού ξεψυχήσει το θύμα εκμυστηρεύτηκε στον γιατρό ένα μυστικό υψίστης σημασίας. Η γνώση του μυστικού είναι η αιτία που ο ήρωας και η οικογένειά του γίνονται στόχοι κατασκόπων οι οποίοι επιδιώκουν τη σιωπή τους και δεν διστάζουν να απαγάγουν τη μικρή κόρη της οικογένειας μέχρι να ολοκληρωθεί το σατανικό σχέδιό τους.
Άλλες αλλαγές σε σχέση με το φιλμ του 1934 εντοπίζονται στο φινάλε, όπου απουσιάζει η σκηνή της σύγκρουσης της αστυνομίας με τους κακούς (κάτι που στον πρώτο «Ανθρωπο» έμοιαζε με κακό αντίγραφο σκηνής από τον «Σημαδεμένο» του Χάουαρντ Χοκς, σύμφωνα με τον Μπάμπη Ακτσόγλου) αλλά και στη δυναμική στάση του ζευγαριού, που φτάνει μόνο του στη λύση του μυστηρίου. Εδώ αξίζει μνεία τόσο στον Στιούαρτ (δεν είναι ο συνήθης αφελής, αθώος ήρωας του Χίτσκοκ αλλά ένας αλαζόνας γιατρός που όχι μόνο «κάνει διακοπές με τα λεφτά των άρρωστων ασθενών του» αλλά τιμωρείται και για την περιέργειά του) όσο και στην Ντόρις Ντέι, που δεν είναι η τυπική, ψυχρή ξανθιά του χιτσκοκικού σύμπαντος.
Η τέλεια σεκάνς
Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι το φινάλε με τη σκηνή της απόπειρας δολοφονίας στο Άλμπερτ Χολ. Πρόκειται για μια τέλεια από κάθε άποψη σεκάνς, που και στο φιλμ του 1934 αποτελούσε το πιο δυνατό στοιχείο του έργου. Εδώ ο Χίτσκοκ φτάνει στο υπέρτατο επίπεδο της δεξιοτεχνίας του στη χρήση του σασπένς. Μάλιστα, όπως έχει πει, εμπνεύστηκε τη σκηνή από μια γελοιογραφία που διάβασε τυχαία μια μέρα σε ένα σατιρικό περιοδικό.
Σε αυτήν ένας μοναχικός μουσικός τηρεί με ευλάβεια τις καθημερινές συνήθειές του. Ξυπνά, κάνει μπάνιο, ξυρίζεται, παίρνει το πρωινό του και μετά πιάνει μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα και κατευθύνεται προς το Αλμπερτ Χολ. Στη συνέχεια παίρνει τη θέση του στο πόντιουμ, με τους υπόλοιπους μουσικούς της ορχήστρας να ξεκινούν να παίζουν. Ο ήρωας βγάζει το φλάουτο και περιμένει τη σειρά του. Οταν του δίνει το σύνθημα ο διευθυντής της ορχήστρας, φυσάει μια νότα, βάζει το φλάουτο στη θήκη και αποχωρεί. Ο ρόλος-κλειδί στην ταινία, εκείνος του κυμβαλιστή που κορυφώνει το σασπένς, μόλις έχει γεννηθεί στο μυαλό του δαιμόνιου σκηνοθέτη. Η σκηνή διαρκεί δώδεκα ολόκληρα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων δεν ακούγεται ούτε μία λέξη, ενώ τον ρόλο του μαέστρου της ορχήστρας κρατά ο μόνιμος συνεργάτης του Χίτσκοκ Μπέρναρντ Χέρμαν.
«Que sera, sera»
Η Ντόρις Ντέι, που ούτως ή άλλως δεν τα πήγε καλά με τον Χίτσκοκ στα γυρίσματα, θεωρούσε ότι το τραγούδι των Τζέι Λίβινγκστον και Ρέι Εβανς «Que sera, sera» είναι παιδιάστικο και δεν θα το πρόσεχε κανείς. Εναν χρόνο μετά το τραγούδι απέσπασε το αντίστοιχο Οσκαρ, ενώ το φιλμ, που κόστισε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια, συγκέντρωσε σχεδόν 11.500.000 δολάρια. Όσον αφορά την καθιερωμένη cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη στο φιλμ, θα την εντοπίσετε κάπου στην αρχή, όταν οι ήρωες παρακολουθούν μια υπαίθρια επίδειξη ακροβατών στο Μαρόκο και ο Χίτσκοκ βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό που παρακολουθεί μαγεμένο.
INFO
«Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» κυκλοφορεί από τις 26 Ιουνίου στις αίθουσες από τη Summer Classics