Το κράτος δεν είναι κάποια αφηρημένη οντότητα που αιωρείται πάνω από τις ζωές μας. Είναι κατασκεύασμα δικό μας – της κοινωνίας. Είναι αποτέλεσμα μιας συμφωνίας – μιας συμβατικής σχέσης: εμείς, οι πολίτες, του εκχωρούμε εξουσία, κυριαρχία, ελευθερία, με την προσδοκία-αντάλλαγμα ότι θα μας προστατεύει, θα μας υπηρετεί, θα μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε με ασφάλεια και αξιοπρέπεια.
Αυτό ήταν κάποτε το κοινωνικό συμβόλαιο. Σήμερα; Για ποιο συμβόλαιο μπορούμε να μιλήσουμε; Με ποιον; Και με τι όρους;
Η έννοια της ασφάλειας έχει εξελιχθεί με την πάροδο των χρόνων και τον μετασχηματισμό των κοινωνιών. Δεν είναι πια μόνο ο στρατός και η αστυνομία. Είναι η οικονομική σταθερότητα, η πρόσβαση στην υγεία, η ποιότητα της εκπαίδευσης, η ψηφιακή προστασία, το καθαρό περιβάλλον, η διαφάνεια, η κοινωνική συνοχή, αλλά και κάτι ακόμη πιο βαθύ – η αυτοπεποίθηση και η ελευθερία τού να ονειρεύεσαι και να οικοδομείς. Είναι όλα αυτά που πλέον μοιάζουν εύθραυστα, διαρκώς υπό απειλή. Και γι’ αυτό ο πολίτης σήμερα δεν νιώθει ασφαλής. Ούτε οικονομικά. Ούτε κοινωνικά. Ούτε πολιτικά. Ούτε υπαρξιακά.
Ζούμε σε ένα κράτος που μοιάζει κουρασμένο, βαθύ, βαρύ, γραφειοκρατικό και σίγουρα παλιό. Διοικείται από μια σωρεία αποσπασματικών, φωτογραφικών και άσχετων με την πραγματικότητα των πολιτών νόμων, με κλειστά κυκλώματα και fast track αδιαφανείς διαδικασίες. Ενα κράτος που δεν ακούει και δεν συνδιαλέγεται. Η Βουλή γίνεται γραμμή παραγωγής τροπολογιών που δεν υπηρετούν τους πολλούς, αλλά εξυπηρετούν τους λίγους. Οι θεσμοί γίνονται εργαλεία.
Οπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του βλέπει κρατικές αποτυχίες. Η εγκληματική τραγωδία των Τεμπών δεν ήταν ένα «ανθρώπινο λάθος», αλλά η θλιβερή κορύφωση μιας αλυσίδας ανευθυνότητας. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ένας κρίσιμος οργανισμός για την επιβίωση της αγροτικής παραγωγής, βυθισμένος στην αδιαφάνεια και στα σκάνδαλα, πλέον καταργείται. Το εθνικό σύστημα υγείας καταρρέει, με γιατρούς στα όρια της αντοχής και πολίτες να νιώθουν ότι αρρωσταίνουν χωρίς ελπίδα. Η μονοπώληση των αγορών και η ασύδοτη κερδοσκοπία έχουν ρίξει το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας, συνθλίβοντας τη μεσαία τάξη.
Πώς να αισθανθεί λοιπόν ο πολίτης μέρος αυτής της σχέσης; Και μιας σχέσης της οποίας ο σκοπός πλέον έχει αλλάξει; Πώς να πιστέψει ότι συμμετέχει όταν το μόνο που βιώνει είναι αποκλεισμός; Οταν το κράτος τον βλέπει ως περιστασιακό ψηφοφόρο και όχι ως μόνιμο συνομιλητή;
Δεν φταίει ο πολίτης που ιδιωτεύει. Φταίει το κράτος που ιδιοποιείται την εκχωρημένη εξουσία.
Καμία κοινωνία όμως δεν αλλάζει με απουσίες. Και κανένα σύστημα δεν πέφτει αν δεν αμφισβητηθεί. Οσο οι πολίτες σιωπούν, η εξουσία παλιώνει. Και όσο αποσύρονται, το κράτος απομακρύνεται. Η αποχή δεν είναι ουδετερότητα — είναι παραχώρηση. Οταν δεν επιλέγεις, επιλέγουν άλλοι για εσένα. Και αυτό το έχεις επιτρέψει δημοκρατικά. Η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Ούτε αθόρυβη. Είναι απαιτητική. Θέλει συμμετοχή, έλεγχο, παρουσία.
Για να αλλάξει αυτό δεν αρκούν υποσχέσεις και διακηρύξεις. Χρειάζονται πολιτικές που να επανασυστήνουν το κράτος στους πολίτες του. Πολιτικές που θα οικοδομήσουν την εμπιστοσύνη. Οχι με όρους εξουσίας, αλλά με όρους σεβασμού και συμμετοχής. Οχι για να διοριστούν ημέτεροι, αλλά για να αισθανθούν όλοι ότι έχουν θέση, φωνή, ρόλο.
Η δημοκρατία δεν είναι απλώς πολίτευμα. Είναι καθημερινή πράξη. Και για να αναπνεύσει χρειάζεται ένα κράτος που να εμπνέει και να εμπιστεύεται. Ενα κράτος με διαφάνεια, δικαιοσύνη και όραμα. Ενα κράτος που δεν λέει μόνο «σου ζητώ», αλλά και «σ’ ακούω».
Γιατί αν η πολιτική δεν γεννά εμπιστοσύνη, τότε δεν είναι πολιτική. Είναι διαχείριση εξουσίας. Και αυτό είναι το πρόβλημα της εποχής μας. Αλλά μπορεί –και πρέπει– να αλλάξει. Από εμάς. Με εμάς.
Η Κατερίνα Σπυριδάκη είναι βουλευτής Λασιθίου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και υπεύθυνη του κοινοβουλευτικού τομέα Τουρισμού
Διαβάστε επίσης
Τέμπη: Πολυτραυματίας του δυστυχήματος καταθέτει αύριο για πρώτη φορά μετά από 2,5 χρόνια