Ταραχή και εκνευρισμό στους υπευθύνους για τη διοίκηση και τη λειτουργία του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αλλά και στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) έχει προκαλέσει η παρουσία στο μουσείο ομάδας ελεγκτών που συγκροτήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) για τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου στον φορέα.
Σύμφωνα μάλιστα με τις πληροφορίες μας, οι ελεγκτές προκειμένου να ξεκινήσουν την εργασία τους έψαχναν επί ημέρες τη γενική διευθύντρια Αικατερίνη Δελλαπόρτα, που είχε «εξαφανιστεί». Τελικά η συνάντηση των ελεγκτών με την τελευταία έγινε υπό συνθήκες επεισοδιακές, με τους ελεγκτές να μη δέχονται την παρουσία δικηγόρου που λίγες μέρες πριν είχε υπογράψει με τη γενική διευθύντρια σύμβαση παροχής νομικών συμβουλών…
Η απόφαση για τον έλεγχο ελήφθη έπειτα από εκτενή εμπιστευτική αναφορά του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) προς την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου του ΓΛΚ, καθώς και τις Ειδικές Υπηρεσίες Διαχείρισης των προγραμμάτων «Ανταγωνιστικότητα» και «Ψηφιακός Μετασχηματισμός» του υπουργείου Οικονομικών. Η πολυσέλιδη αναφορά, που έχει υποβληθεί εδώ και ενάμιση χρόνο (από τον Απρίλιο του 2024), θέτει υπόψη των αρμόδιων αρχών σειρά παραβιάσεων της ορθής διοικητικής διαδικασίας που ελάμβαναν χώρα στο ΒΧΜ, μετά τη μετατροπή του από περιφερειακή υπηρεσία του ΥΠΠΟ σε ΝΠΔΔ, με τον ν. 5021/2023, μια πολιτική επιλογή που υποτίθεται πως θα οδηγούσε τα πέντε συνολικά μουσεία που υπήχθησαν στη ρύθμιση σε περισσότερο «ευέλικτη» και «αποτελεσματική» λειτουργία.
Υπενθυμίζουμε ότι, όπως έχουμε δείξει και σε προηγούμενα δημοσιεύματα στο Documento, το κάποτε πρωτοπόρο σε εκθεσιακές, εκπαιδευτικές, εκδοτικές, ευρωπαϊκές και κοινωνικές δράσεις ΒΧΜ έχει, τα τελευταία χρόνια, περιέλθει σε κατάσταση απραξίας, παρακμής και ουσιαστικής διάλυσης. Επισημαίνουμε επίσης πως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ κώφευε σε όλες τις επισημάνσεις των εργαζομένων για τα προβλήματα, ενώ την ίδια εποχή που έγινε η αναφορά του ΣΕΑ σημειώθηκε και η κλοπή καλωδίων από την αυλή του μουσείου. Μάλιστα, λίγο καιρό μετά, τον Ιούνιο του 2024, παραιτήθηκε από πρόεδρος του ΔΣ του μουσείου ο επίσης διορισμένος από την Λ. Μενδώνη Γιώργος Πανέτσος, καταγγέλλοντας και ο ίδιος την Αικ. Δελλαπόρτα για κακοδιοίκηση.
Η αναφορά του ΣΕΑ καταγράφει διοικητικές, οικονομικές και λειτουργικές παρατυπίες, σκιαγραφώντας επί της ουσίας ένα σκηνικό αδιαφάνειας, διοικητικής αυθαιρεσίας και πιθανής κακοδιαχείρισης δημόσιου χρήματος, με κύρια ευθύνη –κατά τον ΣΕΑ– της γενικής διευθύντριας.
Οι καταγγελίες
Ιδιαίτερα βαριές είναι οι καταγγελίες που αφορούν οικονομικά θέματα, όπως λ.χ. ότι ιδιωτικό συνεργείο καθαριότητας εργαζόταν στο μουσείο από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο του 2023, χωρίς καμία νόμιμη σύμβαση ή διαγωνιστική διαδικασία, κατά παράβαση των διατάξεων περί δημόσιου λογιστικού αλλά και με προφανείς κινδύνους για την ασφάλεια τόσο του μουσείου και των συλλογών του όσο και του προσωπικού του συνεργείου. Σε άλλη περίπτωση, η γενική διευθύντρια φέρεται να ανακάλεσε τον Αύγουστο του 2023 διαγωνισμό για τον ανάδοχο του ενταγμένου στο ΕΣΠΑ «Ανταγωνιστικότητα – Επιχειρηματικότητα – Καινοτομία» έργου «Η Συλλογή Λοβέρδου στη ψηφιακή εποχή», ύψους 971.974 ευρώ, χωρίς απόφαση του ΔΣ και χωρίς αιτιολόγηση. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ΣΕΑ, ήταν η απώλεια των ευρωπαϊκών κονδυλίων λόγω λήξης της προγραμματικής περιόδου.
Σύμφωνα με την αναφορά, εντοπίστηκαν ακόμη συμβάσεις με τα ίδια πρόσωπα που επικαλύπτονται χρονικά, υπογεγραμμένες αναδρομικά και «μία μέρα πριν τη λήξη του οικονομικού έτους», όπως σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών ύψους 11.780 ευρώ, που «παρατάθηκε» με νέο ποσό 8.000 ευρώ για το ίδιο έργο, ή σύμβαση αρχαιολόγου για το έργο «Η Συλλογή Λοβέρδου στη ψηφιακή εποχή», με διπλή αμοιβή και χωρίς τεκμηρίωση απόφασης του ΔΣ. Οι πρακτικές αυτές είναι ενδεχόμενο να συνιστούν κατάτμηση έργων, ώστε να δικαιολογείται η απευθείας ανάθεση, αλλά και τεχνητή αύξηση προϋπολογισμού έργων.
Διοικητικό αλαλούμ
Σοβαρά θέματα εμπεριέχει η αναφορά του ΣΕΑ και για παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας σε διοικητικά ζητήματα, στις οποίες φέρεται να υπέπεσε η γενική διευθύντρια. Ενδεικτικά αναφέρονται: η καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 λειτουργία του ΒΧΜ με χειρόγραφο πρωτόκολλο, το οποίο διαχειριζόταν προσωπικά η γενική διευθύντρια, η μη ανάρτηση στη Διαύγεια των πρακτικών των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, αποφάσεις ανάληψης δαπανών χωρίς την απαραίτητη αναφορά σε συγκεκριμένες αποφάσεις του ΔΣ. Τέλος, στην αναφορά του ΣΕΑ καταγράφονται σοβαρές ελλείψεις στη φύλαξη, την καθαριότητα και τη συντήρηση των συστημάτων ασφαλείας του μουσείου, από ελλείψεις προσωπικού έως ληγμένους πυροσβεστήρες και ανενεργά συστήματα εξαερισμού στα εργαστήρια συντήρησης.
Παράλληλα με τον έλεγχο του ΓΛΚ, η αναφορά του ΣΕΑ οδήγησε και στον σχηματισμό ποινικής δικογραφίας και έχει ήδη ξεκινήσει η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Τέλος, με την υπόθεση έχει ασχοληθεί και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

















