Τελικά το ποτήρι είναι άδειο ή μισογεμάτο; Μέσα στην περασμένη εβδομάδα δημοσιεύτηκε η έκθεση (Economic Outlook) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την οικονομία των χωρών-μελών του. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα.
Αν θέλουμε να δούμε τη θετική πλευρά και να πανηγυρίσουμε για τα «επιτεύγματα» της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουμε παρά να εστιάσουμε στο γεγονός ότι ο ΟΟΣΑ προβλέπει για τη διετία 2025-26 ανθεκτικό ρυθμό ανάπτυξης και ενισχυμένα πρωτογενή πλεονάσματα. Επίσης, αν θέλουμε να νιώσουμε υπερήφανοι για την «κοινωνική ευαισθησία» του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος εμφανίζεται σαν ασπίδα στις προτάσεις του ΟΟΣΑ για κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ.
Ωστόσο, ακόμη και οι τεχνοκράτες διαβλέπουν τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καθότι διαπιστώνουν ότι η οικονομία μεγεθύνεται από τη μία λόγω των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (ωστόσο αυτές οι ροές λήγουν το 2026) και από την άλλη λόγω της φορομπηχτικής ανάπτυξης.
Παρά λοιπόν τις προβλέψεις τους για τις χαμηλότερες τιμές ενέργειας, τοποθετούν τον πληθωρισμό στα επίπεδα του 2% ακόμη και το 2026 (άρα θα εισπράττεται αυξημένος ΦΠΑ). Αυτοί είναι και οι κυρίαρχοι λόγοι που, σύμφωνα με τον διεθνή οικονομικό οργανισμό, η ελληνική οικονομία θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 2% φέτος και 2,1% το 2026.
Ευημερούν οι αριθμοί και όχι η κοινωνία
Ομως οι τεχνοκράτες βλέπουν μόνο αριθμούς, μεγέθη και δείκτες και εξάγουν το συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία είναι ανθεκτική για τα επόμενα δύο έτη, καθώς βασίζεται στη φορομπηχτική ανάπτυξη του ΑΕΠ, την οποία τροφοδοτεί η αισχροκέρδεια, και στα κοινοτικά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία εισρέουν αλλά δεν διατίθενται και όταν διατεθούν τη συντριπτική πλειονότητά τους (περίπου 15,5 δισ. ευρώ) την καρπώνονται λιγότερες από 500 εταιρείες.
Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται ο βόρβορος της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για μία οικονομία που στηρίζεται σε δύο κυρίαρχους πυλώνες. Από τη μία στην ιδιωτική κατανάλωση βασικών προϊόντων (κυρίως τρόφιμα, ενέργεια, στέγαση) στα οποία και εντοπίζεται η μεγάλη αισχροκέρδεια διά της καρτελοποίησης αυτών των κλάδων. Από την άλλη στον τουρισμό που όπως αναπτύσσεται, βασιζόμενος μόνο στις αφίξεις και ενώ μειώνεται η μέση τουριστική δαπάνη, γίνεται ολοένα πιο ζημιογόνος για την ελληνική οικονομία.
Πρόκειται για οικονομία που αναπτύσσεται φορομπηχτικά και πάσχει από έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι διογκώνεται διαρκώς το εμπορικό έλλειμμα, αφού οι εισαγωγές αυξάνονται και –συνεπεία της καταστροφής της παραγωγικής μηχανής της χώρας που έχει συντελεστεί την τελευταία εξαετία– οι εξαγωγές μειώνονται.
Ακόμη και ο τουρισμός φέρνει μεγαλύτερες εισαγωγές προϊόντων για να τραφούν τα εκατομμύρια των τουριστών (ξεπέρασαν τα 40 εκατομμύρια το 2024), αφού οι κυβερνητικοί «φωστήρες» έχουν ξεχάσει να συνδέσουν τον τουριστικό τομέα με τον αγροδιατροφικό.
Στα τάρταρα το βιοτικό επίπεδο
Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τη διαρκώς μειούμενη παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, φέρνουν τον όλεθρο των ελληνικών νοικοκυρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έκθεσή του που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Νοέμβριο ο ΟΟΣΑ κατέταξε την Ελλάδα στις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις σε μισθολογικά θέματα, με τον τρίτο χειρότερο μισθό ανάμεσα στις 35 χώρες-μέλη του.
Εκεί όμως που εμφανιζόμαστε ουραγοί μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ είναι στο βιοτικό επίπεδο. Ο δείκτης αυτός που τηρεί ο διεθνής οικονομικός οργανισμός διαμορφώνεται από το διαθέσιμο εισόδημα, το προσδόκιμο ζωής και την εκπαίδευση.
Η βαθμολογία της χώρας μας για το πρώτο τρίμηνο του 2024 είχε διαμορφωθεί στο 79,52 (από 81,09 το τέταρτο τρίμηνο του 2023), τη στιγμή που ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 125!
Ολα αυτά συνιστούν το βατερλό της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι υποχωρεί η ανταγωνιστικότητά της. Ολα αυτά έχουν τη σφραγίδα του Κυρ. Μητσοτάκη. Ολα αυτά θα «σκάσουν» μετά το 2026, όταν και θα διακοπεί η ροή κοινοτικού χρήματος από το Ταμείο Ανάκαμψης. Μέχρι τότε θα είμαστε έρμαιο των προπαγανδιστικών πανηγυριών περί ακμάζουσας οικονομίας.
Τα «καμπανάκια» στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα
Η ανθεκτικότητα στηρίζεται στις προβλέψεις για ανάπτυξη 2% και 2,1% στη διετία 2025-26, οι οποίες εμφανίζονται ως σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες για την ευρωζώνη (0,8% το 2024, 1% το 2025, 1,2% το 2026).
Η ιδιωτική κατανάλωση, που τροφοδοτείται από τον πληθωρισμό της αισχροκέρδειας, προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται (1,2% το 2025, 1,7% το 2026).
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να μειώνεται (139,8% του ΑΕΠ το 2026). Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει μικρά ελλείμματα στη Γενική Κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια (0,2% του ΑΕΠ).
Η επενδυτική δραστηριότητα θα ενισχυθεί, με τις ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις να προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 9,3% το 2025 και 8,1% το 2026 λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης. Ομως οι εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ, βλέποντας ότι τα κοινοτικά κονδύλια κατευθύνονται κυρίαρχα σε αστικά ακίνητα και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, εμφανίζονται απαισιόδοξοι για το αν οι επενδύσεις θα διατηρηθούν και μετά το 2026.
Η ανεργία, όπως τη μετρά η ΕΛΣΤΑΤ («παρκάρει» τους μακροχρόνια ανέργους στον μη ενεργό πληθυσμό), προβλέπεται ότι θα συνεχίσει την αποκλιμάκωση, αγγίζοντας το 9,2% το 2025 και το 9,1% το 2026, από 10,1% το 2023.
Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 2,5% το 2025 και στο 2% το 2026. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει ελλειμματικό (περίπου -5% του ΑΕΠ έως το 2026).
Διαβάστε επίσης:
«Κυβίστηση» Μαρινάκη: Θεωρούμε ως πήχη τους 151 βουλευτές – Άδειασμα από Κακλαμάνη
ΟΠΕΚΕΠΕ και αεροδρόμιο – χωράφι: «Πονεμένη ιστορία», απαντά η κυβέρνηση αντί να δώσει εξηγήσεις