Ανεξάρτητη η Θέμιδα και από την αλήθεια και από τη συνέπεια
Διεθνείς εκθέσεις αποκαλύπτουν γιατί η ελληνική Δικαιοσύνη είναι εδώ και χρόνια στα όρια της διάλυσης και της απαξίωσης.

Στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη δεν είναι απλώς αργή· είναι αιχμάλωτη των παθογενειών της. Μέσα σε έναν κυκεώνα αναβολών, γραφειοκρατίας και ελλείψεων, ο δικαστικός αγώνας συχνά μετατρέπεται σε αέναη διαδικασία, όπου ο χρόνος λειτουργεί όχι ως σύμμαχος του δικαίου αλλά ως εχθρός του. Οι καθυστερήσεις που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια είναι κραυγαλέες και καθόλου τιμητικές για το ήδη τραυματισμένο κύρος της Δικαιοσύνης, καταδεικνύοντας το ψηφιδωτό δυσλειτουργιών που εξακολουθεί να κυριαρχεί στη χώρα.
Κάθε υπόθεση που σέρνεται στα γραφεία των δικαστών, κάθε πολίτης που περιμένει μια απόφαση επί χρόνια, δεν είναι απλώς στατιστική. Είναι πληγή στο κράτος δικαίου και σκιά στη δημοκρατία. Η ελληνική Δικαιοσύνη δείχνει να λυγίζει κάτω από το ίδιο το βάρος της – εγκλωβισμένη ανάμεσα στην αναχρονιστική λειτουργία της και την επείγουσα ανάγκη για βαθύ και ουσιαστικό μετασχηματισμό.
Το Documento παρουσιάζει μελέτες διεθνών οργανισμών, από την Κομισιόν έως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που αποτυπώνουν με στοιχεία και συγκρίσεις το βάθος όχι μόνο της βραδυπορίας, αλλά και της γενικότερης κρίσης στην απονομή δικαιοσύνης. Πίσω από τους αριθμούς ξεδιπλώνεται η πραγματικότητα μιας Θέμιδας που δοκιμάζεται· μιας Δικαιοσύνης που δεν αποδίδει με τον ρυθμό, τη διαφάνεια και την αξιοπιστία που απαιτεί η δημοκρατία.
Χιλιάδες οι εκκρεμείς υποθέσεις
Η ελληνική Δικαιοσύνη δεν αργεί απλώς. Σέρνεται. Σύμφωνα την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ), το 2025 η κατάσταση στα ελληνικά δικαστήρια θυμίζει θρίλερ γραφειοκρατίας χωρίς τέλος. Μόνο στο Πρωτοδικείο Αθηνών εκκρεμούν 248.019 πολιτικές υποθέσεις. Σε όλα τα πρωτοδικεία της χώρας ο αριθμός εκτοξεύεται στις 413.279. Στα εφετεία το ίδιο σκηνικό: 14.175 εκκρεμείς στην Αθήνα, 28.641 πανελλαδικά.
Ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης; Σκάνδαλο. Στα πολιτικά δικαστήρια πρώτου βαθμού απαιτούνται 771 ημέρες – σχεδόν τρία χρόνια για μια απόφαση που στην Ευρώπη βγαίνει σε 247 ημέρες. Στα διοικητικά η κατάσταση αγγίζει το παράλογο: στο Συμβούλιο της Επικρατείας ο μέσος χρόνος φτάνει τις 1.232 ημέρες, όταν στην υπόλοιπη ΕΕ δεν ξεπερνά τις 220.
Με απλά λόγια, ο χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ μέχρι και πέντε φορές. Πίσω από τα νούμερα υπάρχει μια κοινωνία που περιμένει. Πολίτες που δεν βλέπουν δικαίωση, επιχειρήσεις που παγώνουν, επενδύσεις που δεν ξεκινούν ποτέ.
Την ίδια στιγμή η Κομισιόν, στο EU Justice Scoreboard 2025, επικρίνει την Ελλάδα ως προς τον χρόνο περαίωσης των υποθέσεων επισημαίνοντας ότι οι καθυστερήσεις παραμένουν χρόνιες παρά τις μεταρρυθμίσεις, με τον όγκο εκκρεμών υποθέσεων να είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
Η καθυστέρηση όμως δεν είναι μόνο θεσμικό πρόβλημα, είναι και οικονομικό βαρίδι. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του το 2025 με τίτλο «Ενίσχυση της Αποδοτικότητας του Δικαστικού Συστήματος στην Ελλάδα: Παράγοντες και Οικονομικός Αντίκτυπος» προειδοποίησε ότι «η χαμηλή αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα παραμένει εμπόδιο για τις επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα». Δηλαδή το δικαστικό τέλμα λειτουργεί ως φρένο για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, δημιουργώντας κλίμα αβεβαιότητας για πολίτες και επιχειρήσεις.
Η Θέμιδα υπό έντονη αμφισβήτηση
Στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη δοκιμάζεται όχι μόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων, αλλά και στη συνείδηση των πολιτών. Σύμφωνα με την Κομισιόν (EU Justice Scoreboard 2025), η χώρα συγκαταλέγεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την αντίληψη για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων. Μόλις τέσσερις στους δέκα πολίτες και περίπου οι μισές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι θεωρούν τη Δικαιοσύνη «μάλλον» ή «πολύ» ανεξάρτητη, ποσοστά που υπολείπονται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το Ευρωβαρόμετρο 2025 επιβεβαιώνει την εικόνα μιας κοινωνίας που βλέπει τους θεσμούς της με καχυποψία: σχεδόν ένας στους δύο Ελληνες δηλώνει ότι εμπιστεύεται ελάχιστα ή καθόλου τα δικαστήρια, επικαλούμενος πολιτικές παρεμβάσεις, καθυστερήσεις και έλλειψη διαφάνειας. Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ) καταγράφει την Ελλάδα στο κάτω άκρο των ευρωπαϊκών επιδόσεων ως προς τη θεσμική ανεξαρτησία και τη διοικητική αυτονομία των δικαστηρίων.
Στον Δείκτη Κράτους Δικαίου του World Justice Project (2024) η Ελλάδα κατατάσσεται 47η παγκοσμίως, θέση που αντανακλά όχι μόνο τη βραδύτητα αλλά και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Η κρίση εμπιστοσύνης δεν είναι στατιστικό μέγεθος· είναι ρήγμα στο θεμέλιο της δημοκρατίας – κι εκεί ακριβώς δοκιμάζεται η ελληνική Δικαιοσύνη.
Τελευταίοι στην ψηφιακή τεχνολογία
Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί η κυβέρνηση μιλά για «ψηφιακή μετάβαση». Η ελληνική Δικαιοσύνη όμως κινείται ακόμη με ρυθμούς περασμένων δεκαετιών, αφήνοντας τη χώρα πίσω στην ευρωπαϊκή κούρσα εκσυγχρονισμού.
Η CEPEJ επισημαίνει ότι η Ελλάδα είναι τελευταία στην κατάταξη των 27 κρατών-μελών της ΕΕ στη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας από τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες. Αναγνωρίζει βήματα όπως η πιλοτική εφαρμογή ηλεκτρονικού φακέλου και τηλεδιασκέψεων, αλλά τα χαρακτηρίζει αργά και αποσπασματικά. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Κομισιόν (EU Justice Scoreboard 2025), που επισημαίνει ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ ως προς τη χρήση τεχνολογίας στα δικαστήρια, εντοπίζοντας περιορισμένη ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, ελλιπή πρόσβαση στα δεδομένα υποθέσεων και απουσία αυτοματισμών. Έτσι, χωρίς πραγματική ψηφιακή επανάσταση, η ελληνική Δικαιοσύνη θα συνεχίσει να λειτουργεί με ρυθμούς περασμένων δεκαετιών σε μια Ευρώπη που ήδη απονέμει δικαιοσύνη με ένα κλικ.



















