Ανίς Τσαγκαντί: «Κάναμε μια ταινία που δεν μοιάζει με άλλη»

Το «Searching» είναι το εντυπωσιακό ντεμπούτο ενός 27χρονου σκηνοθέτη που εμφανίστηκε από το πουθενά στο Φεστιβάλ του Σάντανς: τάραξε τα νερά, έγινε το πιο πολυσυζητημένο φιλμ της διοργάνωσης, ενώ στο τέλος απέσπασε και το βραβείο του κοινού. Μιλήσαμε με τον νεαρό σκηνοθέτη για τη διάκρισή του, το πώς έφτασε ως εδώ και κυρίως για το μέλλον. Το δικό του αλλά και του σινεμά.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η ταινία σας μιλάει για την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και επαφής; Με την έννοια ότι βλέπουμε έναν πατέρα που διαπιστώνει ότι δεν γνωρίζει ποια είναι η κόρη του και αγνοεί βασικά πράγματα γύρω από τη ζωή της.

Αυτή ήταν και η βάση της αρχικής ιστορίας μας. Ένας πατέρας που ψάχνει το λάπτοπ της κόρης του για να βρει τα μυστικά της. Επειδή όμως αποφασίσαμε να διηγηθούμε μια ιστορία που θα έχει στοιχεία θρίλερ καταλήξαμε στην εξαφάνιση ή την απαγωγή, προκειμένου να κινητοποιήσουμε τον πατέρα και να έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με την επικίνδυνη κατάσταση που ίσως απειλεί την κόρη του αλλά κυρίως με τη φριχτή συνειδητοποίηση ότι δεν γνωρίζει τίποτε για τη ζωή της. Αυτή η αποκάλυψη λέει τα πάντα για τη σχέση πατέρα – κόρης και φυσικά ότι δεν υπήρχε απολύτως καμιά ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους.

Το εντυπωσιακό στο «Searching» είναι ο τρόπος αφήγησης, που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις περιγραφές διαλόγων και δρώμενων μέσω της οθόνης του κινητού ή του λάπτοπ. Ηταν μια επιλογή που κάνατε εξαρχής ή προέκυψε στην πορεία της συγγραφής του σεναρίου;

Ο λόγος που επιλέξαμε τον συγκεκριμένο αφηγηματικό μηχανισμό είναι ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Πρωταρχικός στόχος μας ήταν η δημιουργία μιας ταινίας που δεν θα μοιάζει με καμιά άλλη και ταυτόχρονα θα είναι μοντέρνα. Καταλήξαμε με τον συνσεναριογράφο Σεβ Οχανιάν πως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω της χρήσης της τεχνολογίας.

Δεν είμαι βέβαιος αν θεωρείτε θετική ή αρνητική την τεχνολογία στην καθημερινότητά μας. Ποια είναι η γνώμη σας;

Τα νέα τεχνολογικά μέσα και οι σύγχρονοι δίαυλοι επικοινωνίας μέσω των γνωστών κοινωνικών δικτύων μπορούν να επιφέρουν πολλά οφέλη στους χρήστες τους. Το όποιο αρνητικό στοιχείο έγκειται στην υπερβολική, ανεξέλεγκτη χρήση τους.

Συνειδητοποιούσατε όταν κάνατε την ταινία ότι φτιάχνατε κάτι εξαιρετικά καινοτόμο για το ίδιο το σινεμά;

Ομολογώ πως όχι και ο πρώτος που με πλησίασε και μου είπε αυτό το πράγμα ήταν ο πρωταγωνιστής μας Τζον Τσο. Μου είπε χαρακτηριστικά: «το ξέρεις ότι αλλάζεις τα δεδομένα της κινηματογραφικής αφήγησης με αυτό το φιλμ;».

Τι απαντήσατε;

Ουάου! Εμείς θέλαμε μόνο να κάνουμε μια φρέσκια, μοντέρνα ταινία που να έχει και σασπένς. Αν το πετύχαμε αυτό, ακόμη καλύτερα.

Έχει ενδιαφέρον και η ερμηνεία του Τζον Τσο, που είναι σχεδόν ο μόνος πρωταγωνιστής και έχει να συνδιαλεχθεί – ακόμη και σε συναισθηματικό επίπεδο– μόνο με ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ πρέπει να πείσει για τις πολλές -ψυχολογικές κυρίως- διακυμάνσεις που βιώνει ο χαρακτήρας του.

Το να είναι συνεχώς καρφωμένο το βλέμμα του σε μια οθόνη ήταν μια ακόμη πρόκληση που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Είχαμε κάποιες δυσκολίες σε αυτό αλλά επειδή είναι τόσο σπουδαίος ηθοποιός κατάφερε να μην τον «φάνε» οι οθόνες των υπολογιστών και να δώσει όλο το εκφραστικό εύρος των συναισθημάτων. Από την απόγνωση και τη δυστυχία μέχρι την ελπίδα και τη δύναμη που απαιτείται για να φτάσει ως το τέλος της περιπέτειάς του.

Είναι η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία. Δεδομένου πως είχατε εμπειρία μόνο σε διαφημιστικά φιλμ ή ταινίες μικρού μήκους, ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντήσατε στη μετάβαση αυτή;

Το τεχνικό κομμάτι δεν με απασχόλησε τόσο. Ήξερα ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο τέλος θα γίνει η δουλειά. Ξέρετε ποιο ήταν το μεγαλύτερο άγχος μου; Πώς θα καταφέρω να κάνω πειστικό έναν ήρωα που δακρύζει μόνος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του ή είναι τρομερά αγχωμένος με αυτά που διαβάζει στο κινητό του. Αυτό ήταν για μένα η μεγαλύτερη πρόκληση.

Μιλήστε μας για την υποδοχή που είχε η ταινία στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Θυμάστε την πρεμιέρα του φιλμ;

Ναι, είχαμε φτάσει ανυποψίαστοι όλοι μας λίγο πριν από την πρεμιέρα και δεν ξέραμε καν πόσος κόσμος ήταν στην αίθουσα. Είχαμε πάντως τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση αν θέλετε ότι η ταινία μας άξιζε κάτι. Θεωρούσαμε ότι τελικά είχαμε ανταμειφθεί για τη σκληρή δουλειά μας με μια πραγματικά καλή ταινία. Όταν ξεκίνησε η προβολή διαπίστωσα ότι το κοινό ήταν απορροφημένο. Καταλάβαινες την ένταση και την αγωνία που υπήρχε στην αίθουσα. Το χειροκρότημα στο φινάλε ήταν κάτι εκπληκτικό που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Ετικέτες