Εν ολίγοις «σκάσε και δούλευε». Εν πολλοίς η κυβέρνηση Μητσοτάκη «κλίνει το γόνυ» σε ένδειξη υποταγής στις νόρμες του ΣΕΒ, με την υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως να ετοιμάζεται να προσδώσει περισσότερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις που φέρνει περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό θα γίνει με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία βάση. Μέσω αυτής της αλλαγής θα μπορούν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι να συμφωνούν σε αυξομειώσεις στο ημερήσιο ωράριο, με επιστροφή των επιπλέον ωρών μέσω ρεπό, άδειας ή μειωμένου ωραρίου. Τα ίδια δηλαδή που έφερε το 2021 το ευέλικτο οκτάωρο του νόμου Χατζηδάκη –με πρόσχημα να έχει χρόνο ο μισθωτός για να μαζεύει ελιές– αλλά σε εβδομαδιαία βάση. Αυτό που συνέβη βέβαια είναι να καταγράφονται τσάμπα υπερωρίες και να μειωθούν κατά 20% οι ετήσιες αποδοχές των μισθωτών, ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας και των τραπεζών.
Εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να αξιώνεται από τους Ελληνες εργαζόμενους που διατηρούν την πρώτη θέση στην Ευρώπη ως προς τις ώρες εργασίας να εργάζονται περισσότερο;
Πάνω από 40 ώρες
Σύμφωνα με τη Eurostat, οι Ελληνες ηλικίας 20-64 ετών εργάστηκαν το 2024 συνολικά (περιλαμβανομένων των υπερωριών) κατά μέσο όρο 39,8 ώρες εβδομαδιαίως στην κύρια απασχόλησή τους, έναντι 36 ωρών στην ΕΕ. Παρά τη στατιστική αποτύπωση, υπάρχουν τρεις παράγοντες οι οποίοι περνούν κάτω από το ραντάρ της Eurostat και καθιστούν τις ώρες εργασίας των Ελλήνων πολύ πάνω από τις 40 εβδομαδιαίως.
Πρώτον, η εν λόγω στατιστική αποτύπωση λαμβάνει υπόψη της και τη μερική απασχόληση στην οποία εντάσσεται περίπου το 25% του ελληνικού παραγωγικού δυναμικού.
Δεύτερον, οι υπερωρίες που συμπεριλαμβάνονται στην έρευνα της Eurostat είναι οι δηλωμένες. Εδώ έρχονται τα στοιχεία από την πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία το 66% των ανδρών και το 63% των γυναικών, το 56% της ηλικιακής ομάδας 17-34 ετών, το 68% της ηλικιακής ομάδας
35-54 ετών και το 68% της ηλικιακής ομάδας άνω των 55 ετών δήλωσαν είτε ότι δεν αμείβονταν καθόλου είτε ότι αμείβονταν μόνο για ένα μέρος της υπερεργασίας τους. Οπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, το 52% του συνόλου των ερωτώμενων δήλωσε ότι εργαζόταν παραπάνω ώρες από αυτές που όριζε η σύμβασή του.
Τρίτον, ο δημόσιος τομέας παρουσιάζει πολύ μικρότερο αριθμό ωρών εργασίας ανά εβδομάδα, οι οποίες ανέρχονται σε 37,5.
Ολα αυτά ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 36 ώρες ανά εβδομάδα. Τις λιγότερες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας έχουν οι Ολλανδοί (32,1 ώρες) και ακολουθούν Δανοί, Γερμανοί και Αυστριακοί με 33,9 ώρες και οι τρεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 δεν είχαμε καταλάβει αυτή την πρωτιά. Συγκεκριμένα, καταταχθήκαμε δεύτεροι μετά την Πολωνία στις συνολικές ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο μεταξύ των χωρών της ΕΕ των 27. Πλέον το 2024 είμαστε πρώτοι σε ώρες εργασίας, παρότι οι τρεις προαναφερόμενοι παράγοντες μειώνουν κατά πολύ τον πραγματικό αριθμό των ωρών εργασίας στην Ελλάδα.
Το μοντέλο και τα στοιχεία
Τελικά είναι το μοντέλο που έχει επιβάλει ο ΣΕΒ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, κατά το οποίο η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται στις περισσότερες ώρες εργασίας που μειώνουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας.
Αυτό το μοντέλο, το οποίο στέλνει τον παραγόμενο πλούτο στους λίγους, έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το μοντέλο των «παραγωγικών ωρών εργασίας», όπου το μοναδιαίο κόστος μειώνεται μέσω σύγχρονων μηχανημάτων και επενδύσεων στις καινοτομία. Οπως προκύπτει από τις στατιστικές αποτυπώσεις, το χάσμα του παραγωγικού κενού στην Ελλάδα αντί να μειώνεται, αυξάνεται (το πρώτο τρίμηνο 2025 εμφανίζεται μειωμένο κατά 6,1% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2024).
Αν πάρουμε τα στοιχεία από την έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, αυτή η κυβερνητική πρόθεση, το αίτημα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως και «ύβρη». Για να γίνουμε συγκεκριμένοι, με βάση την ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας (μέρος του ΚΕΠΕ), που αναλύει την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, εκτίθεται όλο το δηλητήριο που έχει σκορπίσει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη για να εξυπηρετήσει τράπεζες (επίσης μέλη του ΣΕΒ) και βιομηχανίες. Συγκεκριμένα, ενώ οι περισσότεροι τομείς παρουσιάζουν αύξηση, η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται στις τράπεζες και τις βιομηχανίες. Με βάση την έρευνα του ΚΕΠΕ, η παραγωγικότητα της εργασίας στις χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες μειώθηκε κατά 5,5%, ενώ οι βιομηχανικές δραστηριότητες (βιομηχανία, εκτός κατασκευών) καταγράφουν μείωση της τάξης του 8%.
Αντίθετα, οι αγροτικές δραστηριότητες ανέκαμψαν σημαντικά σε παραγωγή και ώρες εργασίας, οδηγώντας σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 12,6%. Παρόμοια τάση παρατηρείται στον τομέα «Επαγγελματίες, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», όπου η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 11,5%. Επίσης, σε «Ακίνητα» και «Ενημέρωση και επικοινωνία» καταγράφεται αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3,7%, ενώ στους τομείς «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο» και «Τέχνες, αναψυχή και ψυχαγωγία» η αύξηση ξεπερνά κατά λίγο το 3%.
Οπως εύκολα προκύπτει από την ανάλυση του ΚΕΠΕ, ο «μεγάλος ασθενής» της παραγωγικότητας, που αρνείται να επενδύσει σε καινοτομία και νέα μηχανήματα, ζητά περαιτέρω εντατικοποίηση της αγοράς εργασίας με περισσότερες ώρες απασχόλησης στο καταπονημένο από τις πολλές ώρες εργατικό δυναμικό της χώρας, το οποίο αμείβεται πολύ χαμηλά ενώ υπερφορολογείται με άμεσους και έμμεσους φόρους.
Διαβάστε επίσης
Συντάξεις Ιουλίου 2025: Αντίστροφη μέτρηση για τις πληρωμές – Ποιοι θα πάνε πρώτοι στα ATM
«Στεγαστική μέριμνα» υπέρ τραπεζών και funds – Χάρη για τα ακίνητα που πήραν μέσω πλειστηριασμών
Κυβερνητικό Βατερλώ: Αυξήθηκαν κατά 3,5 δισ. ευρώ τα κόκκινα δάνεια που πέρασαν στους «servicers»