Έφτασε η ώρα που εμείς οι πενηντάρηδες λέμε πλέον ένα–ένα τα σκληρά αντίο στους καλλιτέχνες της νιότης μας. Στους καλλιτέχνες που μοιάζουν σαν να έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του Νεοέλληνα και το συλλογικό ασυνείδητο, ως γνωστόν, περιέχει μνήμες εκπορευόμενες από το όνειρο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας ονειρικός τραγουδοποιός, αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.
Έχουν περάσει ακριβώς 60 χρόνια από τότε που ένας νέος με μουστάκι και γυαλιά τραγουδούσε πάνω σε μια καρότσα φορτηγού, θυμίζοντας περισσότερο καλλιτέχνη της Αριστερής Όχθης του Σηκουάνα (ή έναν μπίτνικ θα έλεγε κάποιος άλλος) και λιγότερο τον χίπη με τα μακριά μαλλιά του ’71 και του ‘75. Αυτός ο νέος τραγουδούσε για τα πουλιά της δυστυχίας, τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο – δυο, τη Συννεφούλα, αλλά και το Βιετνάμ την ώρα που «η βροχούλα αν δεν έκαιγε καλύβια» (πάντα πίστευα πως ο στίχος αυτός ήταν εμπνευσμένος από το «A hard rain’s – a – gonna – fall» που είχε βγάλει λίγο νωρίτερα το εξ Αμερικής ίνδαλμα του, ο Bob Dylan).
Το «Φορτηγό» με το εξπρεσιονιστικό εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, την τραχιά φωνή του 22άχρονου δημιουργού και, κυρίως, με την ποίηση του, έμελλε να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Κι έτσι ο νέος όσο μεγάλωνε, άλλο τόσο καθιερωνόταν δικαίως ως ο πατέρας όλων εκείνων των τραγουδοποιών που η κιθάρα έμοιαζε προέκταση του χεριού τους. Και ο Μάνος Λοΐζος, ο ομότεχνός και φίλος του, μπορεί να έγραφε επίσης υπέροχες κιθαριστικές μπαλάντες, από νωρίς όμως αυτόν τον απασχόλησε έντονα και η ελληνική λαϊκή μουσική).
Τον Σαββόπουλο όχι, αφού ποτέ δεν παρέδωσε ένα καθαρόαιμο έντεχνο–λαϊκό δίσκο. Ο Σαββόπουλος αντλούσε έμπνευση από τη λαϊκή παράδοση σε τραγούδια του μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κι όμως! Έγραψε το «Ζεϊμπέκικο» με τη δική του φωνή κι έπειτα μ’ αυτήν της Σωτηρίας Μπέλλου, κάνοντας μια χώρα ολόκληρη να τραγουδά έως και σήμερα, «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια».
Έγραψε τον «Λαϊκό τραγουδιστή» για τη φωνή του Μενιδιάτη, το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», αυτό το συγκλονιστικό έπος από τη «Ρεζέρβα» του ’79… Και μέσα σ’ όλα αυτά υπήρξε ένας από τους πρώτους μελοποιούς του Ντίνου Χριστιανόπουλου («Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας»), καθώς και ερμηνευτής του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου – τι υπέροχο το ντουέτο του με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Άλογο του Ομέρ Βρυώνη».
Το 1983 έβγαλε τα «Τραπεζάκια έξω». Εκεί φάνηκε πως άρχιζε η μετάλλαξη της στροφής προς τον Νεορθόδοξο συντηρητισμό, η απαξίωση προς κάθε κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Μην πάμε μακριά. Ή μάλλον αναγκαστικά θα πάμε, εφόσον και πάλι ο Σαββόπουλος ακολούθησε κατά πόδας τον Bob Dylan. Ας θυμηθούμε το άλμπουμ του Dylan « Slow Train Comin’» που σηματοδότησε τη στροφή του προς τον χριστιανισμό.
Ο Σαββόπουλος άκουγε και πολλά άλλα πράγματα της νιότης του, όπως οι Beatles και ο Georges Brassens, ωστόσο με τον Dylan –ακόμη κι αν δεν το παραδέχτηκε ποτέ– είχε φάει χοντρό κόλλημα. Ακολούθησαν και αρκετοί άλλοι δίσκοι, όχι πολλοί, η αλήθεια είναι, μα όπως έλεγε ο ίδιος έγραφε μόνο αν είχε έμπνευση. Ε, λοιπόν, ο Σαββόπουλος δεν είχε μόνο έμπνευση στα τραγούδια που έγραφε, αλλά είχε και τη μεγαλύτερη έμπνευση στο πώς να ανακυκλώνει κάθε φορά το ήδη υπάρχον υλικό του.
Είναι ασύλληπτο πως τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον, χωρίς να έχει βγάλει κανένα νέο τραγούδι, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης ήταν πάντα στην επικαιρότητα, σκαρφιζόμενος διάφορα projects: Πότε η «Γενιά του Woodstock», πότε αφιέρωμα στον Χατζιδάκι και πότε κάτι άλλο. Είναι μεγάλο ταλέντο κι αυτό. Τον Σαββόπουλο θα τον μειώσουμε αν μείνουμε στα projects που τον κρατούσαν δραστήριο στο τραγούδι. Εδώ και χρόνια ήταν κάτι σαν τον ταγό του Έθνους, συνήθως με απογοητευτικές κινήσεις και δηλώσεις για έναν ολόκληρο κόσμο, αυτόν της Αριστεράς, που κάποτε έπινε νερό στο όνομα του.
Κάποτε είχε γίνει μία εκπομπή για τη Μαρία Κάλλας στο Τρίτο Πρόγραμμα. Οι συνεργάτες του διευθυντή του Τρίτου, του Μάνου Χατζιδάκι, έπλεκαν το εγκώμιο της μεγαλύτερης λυρικής τραγουδίστριας όλων των εποχών, εξωραΐζοντας ταυτόχρονα τις αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα της. Τότε ο Χατζιδάκις εξεγέρθηκε και φώναξε: «Τι σημασία έχει αν ήταν καλή ή κακή; Ήταν η Μαρία Κάλλας και είχε το δικαίωμα να είναι όπως ήταν».
Κάπως έτσι θέλω να αποχαιρετίσω κι εγώ τον Διονύση Σαββόπουλο, που οι τροχιές μας κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν όχι μόνο για συνεντεύξεις, αλλά και στον κινηματογράφο: Τι σημασία έχει αν ήταν καλός ή κακός; Ήταν ο Σαββόπουλος και είχε το δικαίωμα να είναι όπως ήταν! Αντίο, Διονύση, αντίο.






















