Η Γαλλία παραμένει συγκλονισμένη μετά τη θεαματική ληστεία που σημειώθηκε χθες το πρωί στο Μουσείο του Λούβρου. Τέσσερις δράστες, άριστα οργανωμένοι και με χειρουργική ακρίβεια, εισέβαλαν στο μουσείο από παράθυρο που βρίσκεται στην πλευρά του Σηκουάνα, χρησιμοποιώντας μια απλή ανυψωτική σκάλα μετακόμισης. Μέσα σε μόλις επτά λεπτά κατάφεραν να σπάσουν δύο θωρακισμένες προθήκες στη Γκαλερί του Απόλλωνα και να αποσπάσουν οκτώ κοσμήματα της γαλλικής βασιλικής συλλογής, ανεκτίμητης αξίας.
Ανάμεσά τους, το περίφημο κολιέ της βασίλισσας Μαρίας-Αμαλίας, στολισμένο με ζαφείρια και 631 διαμάντια, καθώς και το διάδημα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, που φέρεται να φέρει σχεδόν 2.000 διαμάντια. Μοναδική αστοχία των ληστών ήταν η πτώση του στέμματος της Ευγενίας, το οποίο ανακτήθηκε από τους φύλακες, αν και υπέστη φθορές.
Η τολμηρή αυτή ληστεία, που συνέβη ενώ το μουσείο ήταν ανοιχτό και γεμάτο επισκέπτες, θεωρείται το μεγαλύτερο πλήγμα στο κύρος του Λούβρου μετά την ιστορική κλοπή της Μόνα Λίζα το 1911. Η υπόθεση έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις γύρω από την ασφάλεια των μουσείων, καθώς εργαζόμενοι του Λούβρου έχουν επανειλημμένα καταγγείλει ότι η υποστελέχωση και η έλλειψη προσωπικού θέτουν σε κίνδυνο τη φύλαξη των συλλογών.
Η νέα αυτή ληστεία εντάσσεται σε μια μακρά αλυσίδα θεαματικών περιστατικών, όπου έργα ανυπολόγιστης αξίας εξαφανίστηκαν μέσα από μουσεία.

Η κλοπή της Μόνα Λίζα (Λούβρο, 1911)
Το 1911 ο Ιταλός τεχνίτης Βιντσέντσο Περούτζια, πρώην υπάλληλος του Λούβρου, έκρυψε το διάσημο πορτρέτο του Λεονάρντο ντα Βίντσι κάτω από το παλτό του και βγήκε ανενόχλητος από το μουσείο. Για δύο χρόνια, η Μόνα Λίζα παρέμενε εξαφανισμένη, ώσπου ο δράστης προσπάθησε να τη πουλήσει στη Φλωρεντία. Η υπόθεση προκάλεσε διεθνή σάλο και συνέβαλε όσο καμία άλλη στην παγκόσμια φήμη του πίνακα.
Το «χτύπημα» στη Βοστώνη (Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ, 1990)
Στις 18 Μαρτίου 1990, δύο άνδρες μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς μπήκαν στο μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ της Βοστώνης, έδεσαν τους φύλακες και αφαίρεσαν 13 έργα, μεταξύ των οποίων πίνακες των Ρέμπραντ, Φερμέερ και Ντεγκά. Η λεία υπολογίζεται στα 500 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα έργα παραμένουν άφαντα έως σήμερα. Κενά στους τοίχους του μουσείου θυμίζουν ακόμη τη νύχτα που χάθηκε ένα κομμάτι της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κληρονομιάς.
Η ληστεία του Μουσείου Βαν Γκογκ (Άμστερνταμ, 2002)
Δύο πίνακες του Βίνσεντ βαν Γκογκ, η «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» και η «Το εκκλησίασμα φεύγει από την Αναμορφωμένη Εκκλησία του Nuenen» (1884/85), κλάπηκαν το 2002 από το μουσείο του Άμστερνταμ. Οι δράστες ανέβηκαν με σκάλα στην οροφή και διέφυγαν μέσα σε λίγα λεπτά. Οι πίνακες βρέθηκαν 14 χρόνια αργότερα από την ιταλική αστυνομία, σε κρησφύγετο της μαφίας στη Νάπολη.
Τα διαμάντια της Δρέσδης (Grünes Gewölbe, 2019)
Στις 25 Νοεμβρίου 2019, ληστές διέρρηξαν το ιστορικό μουσείο Grünes Gewölbe στη Δρέσδη και έκλεψαν κοσμήματα του 18ου αιώνα, διακοσμημένα με εκατοντάδες διαμάντια. Η λεία εκτιμήθηκε σε πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ. Παρά την ανάκτηση μέρους των κλοπιμαίων και τη σύλληψη πέντε δραστών, τα περισσότερα αντικείμενα παραμένουν χαμένα. Η υπόθεση ανέδειξε πόσο ευάλωτοι είναι ακόμη και οι πιο οχυρωμένοι χώροι τέχνης.
Η κινηματογραφική ληστεία στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου (1990)
Μία από τις πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις στην Ελλάδα σημειώθηκε τον Απρίλιο του 1990, όταν ληστές εισέβαλαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου. Οι δράστες ξυλοκόπησαν τον νυχτοφύλακα, κατέβηκαν από τη στέγη στο αίθριο του μουσείου και απέσπασαν μεγάλης αξίας ελληνορωμαϊκά εκθέματα. Τα αντικείμενα εστάλησαν με κοντέινερ στο Μαϊάμι, προκαλώντας σοκ στην ελληνική κοινωνία. Οι 274 αρχαιότητες που είχαν κλαπεί εντοπίστηκαν το 1999 και στις 19 Ιανουαρίου του 2001 οι αμερικανικές Αρχές τα παρέδωσαν σε Έλληνες αξιωματούχους.

Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα (2012)
Η κλοπή του πίνακα του Πάμπλο Πικάσο «Γυναικείο Κεφάλι» (1939) από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας τον Ιανουάριο του 2012 αποτελεί μία από τις πιο εντυπωσιακές και αινιγματικές ληστείες των ελληνικών μουσείων. Το έργο, δωρεά του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, εκλάπη ενώ το μουσείο ήταν κλειστό για ανακαίνιση, σε μια επιχείρηση που χαρακτηρίστηκε «η κλοπή του αιώνα». Ο δράστης, Δημήτρης Πώποτας, ελαιοχρωματιστής με ψευδώνυμο «artfreak», είχε παρακολουθήσει το μουσείο για μήνες, εισήλθε από ανασφάλιστο μπαλκόνι, ενεργοποίησε συναγερμούς για να αποσπάσει την προσοχή του φύλακα και απέσπασε τον πίνακα του Πικάσο και έναν πίνακα του Μοντριάν, τον «Ανεμόμυλο», προσπαθώντας δύο φορές να τα πουλήσει και κρύβοντάς τα αρχικά σε αποθήκη και τελικά σε φαράγγι κοντά στην Αθήνα.
Το 2021 τα έργα εντοπίστηκαν και αποκαταστάθηκαν, ενώ ο Πώποτας καταδικάστηκε σε έξι χρόνια κάθειρξη. Η υπόθεση ανέδειξε σοβαρές ελλείψεις στην ασφάλεια των ελληνικών μουσείων και παραμένει ένα από τα πιο σοκαριστικά παραδείγματα ληστειών στην Ελλάδα, επισημαίνοντας την ευκολία με την οποία μεγάλης αξίας έργα μπορούν να κλαπούν.
Η κλοπή στο Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας, Μεξικό (1985)
Τα Χριστούγεννα του 1985, δύο νεαροί φοιτητές κατάφεραν να εισβάλουν στο Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας της Πόλης του Μεξικού και να αποσπάσουν 124 προκολομβιανά αντικείμενα. Μεταξύ αυτών – μάσκες, κοσμήματα και τελετουργικά αγάλματα – ανεκτίμητα για τη μεξικανική πολιτιστική ταυτότητα. Οι δράστες εντοπίστηκαν χρόνια αργότερα, όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει: ένα κομμάτι της ιστορίας των Αζτέκων είχε περάσει στην παρανομία.
Η «Κραυγή» του Μουνκ (Όσλο, 2004)
Η πιο αναγνωρίσιμη εικόνα της υπαρξιακής αγωνίας, το «Η Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ, εκλάπη το 2004 μαζί με ένα ακόμη έργο του καλλιτέχνη από το Μουσείο Μουνκ στη Νορβηγία. Οι πίνακες βρέθηκαν δύο χρόνια αργότερα, αλλά το σοκ παρέμεινε. Η ληστεία ανέδειξε την αδυναμία μικρότερων θεσμών να ανταποκριθούν στις τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις της σύγχρονης φύλαξης.
Το Βρετανικό Μουσείο και η «σιωπηλή» κλοπή (2023)
Το 2023 ήρθε στο φως ένα διαφορετικό είδος ληστείας: εσωτερική υπεξαίρεση. Εκατοντάδες μικροαντικείμενα από χρυσό, γυαλί και πολύτιμες πέτρες, που χρονολογούνται από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, εξαφανίστηκαν από αποθήκες του Βρετανικού Μουσείου. Η αποκάλυψη έδειξε ότι, πέρα από τις εντυπωσιακές διαρρήξεις, συχνά οι μεγαλύτερες απώλειες συμβαίνουν αθόρυβα, πίσω από κλειστές πόρτες.
Όταν η τέχνη γίνεται στόχος
Από τη Μόνα Λίζα μέχρι τα κοσμήματα της Δρέσδης, και από την Εθνική Πινακοθήκη, μέχρι τη νέα ληστεία του Λούβρου, κάθε περιστατικό επαναφέρει το ίδιο ερώτημα: πόσο ασφαλής είναι τελικά η παγκόσμια πολιτιστική μας κληρονομιά;
Οι ληστείες αυτές δεν στερούν μόνο χρήμα ή κύρος, αλλά μνήμη και συλλογική ταυτότητα. Σε μια εποχή που η τέχνη παραμένει αντικείμενο εμπορίου, επένδυσης και ισχύος, η προστασία της δεν μπορεί να επαφίεται σε αυτοματισμούς και υποσχέσεις ασφάλειας. Είναι ευθύνη των κρατών να διασφαλίζουν τους πολιτιστικούς τους θησαυρούς με επαρκή στελέχωση, εξοπλισμό και ουσιαστική υποστήριξη των εργαζομένων που επωμίζονται τη φύλαξή τους.
Η νέα ληστεία στο Λούβρο φέρνει στην επιφάνεια ένα ευρύτερο και βαθύτερο πρόβλημα: την υποστελέχωση και την εξάντληση των ανθρώπων που εργάζονται σε μουσεία, πολιτιστικά ιδρύματα και ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης. Σε πολλούς οργανισμούς, ένα άτομο καλείται να κάνει τη δουλειά πέντε, να καλύψει κενά, βάρδιες και ευθύνες που δεν του αναλογούν. Όταν η τέχνη αφήνεται να φυλάσσεται από κουρασμένους ανθρώπους και αποδυναμωμένους μηχανισμούς, το έγκλημα βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
Η ασφάλεια της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι πολυτέλεια – είναι καθήκον των κοινωνιών που θέλουν να θυμούνται ποιοι είναι και τι αξίζει να διαφυλάξουν.

















