Από την «Κυρία με τας καμελίας» στον «Joker» – Οι βλαβερές συνέπειες του κινηματογράφου (Μέρος 2ο)

Από την «Κυρία με τας καμελίας» στον «Joker»  – Οι βλαβερές συνέπειες του κινηματογράφου (Μέρος 2ο)

Ανώτεροι αστυνομικοί, διανοούμενοι και ιεράρχες στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ανακαλύπτουν τη φθοροποιό δράση του κινηματογράφου στους νέους. Στη δική τους αντίληψη στην παραβατικότητα δεν οδηγούνται από την ανάγκη της επιβίωσης αλλά από τη δράση κινηματογραφικών ηρώων όπως ο Ροκαμβόλ και ο Φαντομάς.

Έρευνα: Νίκος Θεοδοσίου, σκηνοθέτης – συγγραφέας

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιλήψεις του πρώην διευθυντή ασφαλείας Αθηνών Α. Κουτσουμάρη για την επίδραση του κινηματογράφου «στην αύξησι της εγκληματικότητος των νέων» όπως καταγράφηκαν σε ένα άρθρο του στο περιοδικό «Το Παιδί» το 1933, όταν πλέον είχε εγκαταλείψει το σώμα και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου! «Ενθυμούμαι όταν στα 1923 λίγες μέρες μετά την εγκατάστασι της αστυνομίας πόλεων, περαστικός από τον Πειραιά, έτυχε μια μέρα να βρεθώ απ’ έξω από ένα λαϊκό κινηματογράφο, που είναι κοντά στο Πασαλιμάνι. Είδα εκατοντάδες παιδιά να συνωστίζονται για να μπούνε μέσα και θέλησα από περιέργεια να ιδώ, τι είδους ταινία επαίζετο, που προκαλούσε τόσο το ενδιαφέρον των νέων. Και τι νομίζετε είδα; Επαίζετο μια ταινία “ακατάλληλη”, όπως εγράφετο στο πρόγραμμα, “δια δεσποινίδας”, με σκηνάς όμως ικανάς να φέρουν το ερύθημα στο πρόσωπο, όχι νέων σαν αυτούς, αλλά και των πλέον φαυλοβίων ακόμη. Ενώπιον ενός αποχαυνωμένου κοινού, κατά τα 3/4 από νέους, προεβάλλοντο με πάσαν λεπτομέρειαν σκηναί αναπαραγωγής του ανθρωπίνου γένους. Και κανένα από τα παιδιά αυτά δεν ικανοποιείτο με το να ιδή το έργο μία μόνο φορά. Κι αυτό ήταν το παράπονο του διευθυντού του Κινηματογράφου, ο οποίος περίμενε, όπως μου έλεγε, με την εγκατάστασι του νέου Σώματος της αστυνομίας, να ληφθή κανένα μέτρο ώστε να μη επιτρέπεται να βλέπη κανείς περισσότερον από μία φορά το έργο με το ίδιο εισιτήριο».

Θα παρατηρήσουμε ότι ο κύριος αιθουσάρχης είχε μια πολύ πιο ρεαλιστική αντίληψη για τη χρηστικότητα της αστυνομίας από τον αερολογούντα ηθικολόγο διευθυντή της. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα γραπτά του τελευταίου. Χωρίς να το θέλει μας δίνει μια πολύ παραστατική εικόνα της ζωής των παιδιών στα μέσα της δεκαετίας του ’20 όταν η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες που ζούσαν σε άθλιες παράγκες στις παρυφές των πόλεων, υποσιτίζονταν, έπεφταν θύματα της πιο άγριας εκμετάλλευσης και αναζητούσαν απεγνωσμένα τη φυγή στο όνειρο.

Σε όλους τους λαϊκούς κινηματογράφους δεν προβάλλονταν παρά αστυνομικά έργα και θεαταί δεν ήσαν άλλοι από μικρά φτωχόπαιδα από 12 – 18 χρόνων. Μικροί λούστροι με τα κασελάκια τους, μπακαλόπαιδα που επωφελούνταν από τη μεσημεριάτικη διακοπή για να δούνε το έργο ή φτωχόπαιδα που άφηναν τη δουλειά τους ή το σχολείο τους για να πάνε στον κινηματογράφο. Όλα δηλαδή παιδιά του λαού. Πολλά από αυτά έτρωγαν εκεί μέσα. Από την κακοσμία δε που ανέδιδε η αίθουσα καταλάβαινε κανείς ότι κι άλλου είδους «επιτακτικαί επίσης ανάγκαι, εκτός από το φαγητό, ικανοποιούντο εκεί προχείρως. Προσωπικό για την καθαριότητα κ.λπ. των αιθουσών δεν είχαν ανάγκη να διατηρούν οι διευθυνταί των Κινηματογράφων αυτών, διότι την καθαριότητα ανελάμβανον παιδιά, έναντι ελευθέρας εισόδου προς παρακολούθησιν του προβαλλομένου έργου.

Κι έτσι όλη την ημέρα το θέατρο ήταν γεμάτο παιδιά, τα οποία εδόνουν τα πέριξ με τες οξείες και διαπεραστικές κραυγές τους, οσάκις ο ήρως της ταινίας, που τους ήτο συμπαθής, διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Με ιαχάς δε και αλαλαγμούς και σφυρίγματα επεσφράγιζαν κάθε επιτυχία του.

Κι επειδή τα έργα ήσαν μόνον αστυνομικά, όπως τα λέμε, οι ήρωες που εθαύμαζαν τα παιδιά δεν ήσαν άλλοι από τους διαφόρους “Αρσέν – Λουπέν”, “Φαντομάδες”, “Ροκαμβόλ” κ.λπ. οι οποίοι μπορούσαν να κάμουν τα εγκλήματά τους με τέτοια επιτηδειότητα, ώστε να μην αφήνουν ίχνη, κι έτσι να παραμένουν ασύλληπτοι.

Και ήταν τόση η επίδρασις των κινηματογραφικών αυτών έργων στη φαντασία των παιδιών αυτών, ώστε οι πλέον ευφάνταστοι και τολμηροί απεκαλούντο από τους άλλους με τα ονόματα των ηρώων των κινηματογραφικών έργων. Μάλιστα είχαν διαιρεθή σε μικρές ομάδες με αρχηγούς κ.λπ. οι οποίες είχαν πάρει ονόματα συμμοριών κινηματογραφικών έργων, ως η συμμορία της “αράχνης”, του “Ροκαμβόλ”, της “μαύρης χειρός”, της “Κου, κου, Κλάνξ”, του “Φαντομά” κ.λπ. Η μικροκλοπή δε ήτο το ελαφρότερο από τ’ αδικήματα, στα οποία επεδίδοντο τα μέλη των συμμοριών αυτών, μία των οποίων μάλιστα ενθυμούμαι, ότι την διήυθυνε μια μικρή 14 ετών, Κούλα ονόματι, η οποία εκάπνιζε χασίς, μιλούσε βραχνά κι εβλαστημούσε σαν παληός αμαξάς…».

Εξαιτίας όλων αυτών ο κ. Κουτσουμάρης είναι απόλυτος στη διαπίστωσή του ότι «στην πραγματικότητα δεν ήσαν παρά εγκληματικαί σχολαί αι αίθουσαι αυταί»!

Εξαιρετικό όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα παραδείγματα της βλαβερής επίδρασης του κινηματογράφου στα παιδιά που καταγράφει ο πρώην διευθυντής της ασφάλειας στο άρθρο του. Τα παρουσιάζουμε συνοπτικά.

1. Το 1923 στην Πάτρα γίνεται απόπειρα κλοπής του χρηματοκιβωτίου μιας εταιρείας. Ο Κουτσουμάρης οδηγείται στη σύλληψη του δράστη, ενός 17χρονου υπαλλήλου της εταιρείας από τα φυλλάδια κινηματογραφικών έργων που βρήκε σπίτι του.

«Κατά τη μακρά συζήτησι, που είχα μαζί του μετά τη σύλληψή του» γράφει, «επείσθηκα, ότι είχε καταστή από την παρακολούθησι των αστυνομικών έργων και την μελέτη των σχετικών φυλλαδίων τόσον ψυχοπαθής, ώστε έφθασε να μου πη, ότι του κατέστρεψα το μέλλον, διότι με το εκατομμύριο, που λογάριαζε να πάρη από το χρηματοκιβώτιο, θ’ αγόραζε ένα μικρό βαπόρι, στο οποίο θα έβαζε πλήρωμα δικό του, το οποίο θα χρησιμοποιούσε αρχικώς για να δηλητηριάζη τους πλουσίους των επιβατών, αργότερα δε θα έκαμε και πειρατείες ακόμη».

2. Το 1929 συλλαμβάνεται ο νεαρός Α. Χριστοφιλέας και η αδερφή του Κούλα για την απόπειρα κλοπής ενός αυτοκινήτου. Κατηγορούνται για τη δολοφονία ενός άλλου σοφέρ.

«Εις την κατοικίαν των ευρήκαμε μάσκες κόκκινες και πλήθος φυλλαδίων αστυνομικών κινηματογραφικών έργων, καθώς και πλήθος αστυνομικών μυθιστορημάτων τύπου “Ροκαμβόλ”, “Σταχτί αυτοκίνητο” κ.λπ. Ήταν δε τόσον επηρεασμένοι από τα κινηματογραφικά έργα, ώστε δεν είχαν συνείδηση της καταστάσεώς των. Τουναντίον με αρκετή κομπορρημοσύνη ο Ανδρέας απεκάλυψε πως μετά το πέρας της ανακρίσεως ήτο έτοιμος να γράψη τ’ απομνημονεύματά του».

3. Στις 31/3/1930 συλλαμβάνεται μέσα σε ένα εξοχικό ζυθοπωλείο ο 18άχρονος Ο.Ι. όπου είχε μπει για να κλέψει. Ο δαιμόνιος αστυνομικός εξακρίβωσε «ότι και ο νέος αυτός ήταν τακτικός θαμών των λαϊκών κινηματογράφων και δεν είχε αφήσει αστυνομικό έργο που να μη το ιδή».

4. Το 1932 δύο νέοι 16 και 18 χρόνων πήγαν σε ένα συνοικιακό εμπορικό κατάστημα για να το ληστέψουν. «Όταν συνελήφθησαν απεδείχθη ότι είχον καταστή σχεδόν ψυχοπαθείς από την παρακολούθησιν αστυνομικών κινηματογραφικών ταινιών».

5. Οι αδερφοί Α.Ρ., 14 χρόνων, και Δ.Ρ., 16 χρόνων, συνελήφθησαν το 1930 για τη διάρρηξη πολλών εικονοστασίων. Και αυτοί ήταν τακτικοί θαμώνες των λαϊκών κινηματογράφων. «Τόσον δε είχαν επηρεασθή από τας κινηματογραφικάς παραστάσεις, ώστε είχαν φωτογραφηθή ο μεν ένας με δυο πιστόλια (ένα σε κάθε χέρι) με πλατύγυρο καπέλλο, σαν εκείνο των Μεξικανών ληστών, και με ψεύτικη γενειάδα, ο δε άλλος έφιππος με ένα “Λάσκο” (σχοινί με θηλιά) στο χέρι, έτοιμος δήθεν να το ρίψη, για να πιάση από το λαιμό διερχόμενον διαβάτην».

6. Μέλος της σπείρας των προαναφερομένων αδερφών ήταν και ο 16άχρονος Δ.Φ. «Επάνω του ευρέθησαν 30 περίπου φωτογραφίες διαφόρων ηρώων αστυνομικών κινηματογραφικών έργων των οποίων τα ονόματα εγνώριζε καλώς. Τόση δε ήτο η μανία του για τον κινηματογράφον, ώστε παν ότι απελάμβανεν εκ της κλοπής το εξόδευε για την παρακολούθησι των αστυνομικών έργων».

7. Στα Εξάρχεια συλλαμβάνονται το 1930 τέσσερα παιδιά ηλικίας 14, 15 και 16 χρόνων. Ο Κουτσουμάρης σημειώνει ότι ήταν παιδιά καλών οικογενειών αλλά είχαν κακές συνήθειες. «Διότι όμως εφοίτων στα αστυνομικά έργα των Κινηματογράφων των Εξαρχείων είχαν τόσον επηρεασθή απ’ ότι έβλεπαν στις ταινίες, ώστε απετέλεσαν συμμορίαν κατ’ απομίμησιν ενός κινηματογραφικού έργου και επεδόθησαν εις την αφαίρεσιν ηλεκτρογνωμόνων ή γλόμπων ηλεκρικών, τους οποίους επώλουν αντί ευτελούς ποσού, το οποίον διέθεταν αποκλειστικά για την απόκτησι εισητηρίων κινηματογράφων».

Και τέλος μια ιστορία που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Στις αρχές του 1931 συνελήφθη ο Π.Γ., άεργος, κατηγορούμενος για κλοπή και υφαίρεσι. Εξηκριβώθη ότι ούτος φοιτούσε κατά συνήθεια στους κινηματογράφους, όπου είχε καταναλώσει και το ποσόν, για την αφαίρεσι του οποίου κατηγορείτο. Ισχυρίζετο, ότι ήτο μηχανικός κινηματογράφου, ενώ ήτο άεργος, και είχε μανιακό πόθο να εργασθή σε κινηματογραφική Εταιρία. Επιδίδετο εις τον αθλητισμόν, άφηνε φαβορίτες και εγνώριζε όλα τα ονόματα των κινηματογραφικών αστέρων των αστυνομικών έργων. […]

Το χειρότερον δε ήτο, ότι ο δυστυχής επηρεασμένος απ’ τα αστυνομικά Κινηματογραφικά έργα είχε την μανία να συχνάζη στα καφωδεία, όπου επεδίωκεν αφορμές για να προβαίνη εις παλληκαρισμούς προς προστασίαν των εις αυτά εργαζομένων γυναικών, τας οποίας εθεώρει καταδυναστευομένας. Η τύχη όμως και του νεωτέρου τούτου Δον – Κιχώτη, ήτο εξ ίσου σκληρή, όπως και του παλαιού. Πάντοτε, ως ήτο επόμενο, μετά ένα γενναίον ξυλοκόπημα τον πετούσαν έξω σε κακά χάλια. Και όμως δεν συνετίζετο. Προφανώς είχε καταστή ψυχοπαθής».

Αποτελεί, λοιπόν, μόνιμη σχεδόν διαπίστωση για τον Κουτσουμάρη, όπως άλλωστε και για τον τμηματάρχη του υπουργείου Παιδείας Λαμπαδάριο ότι ο κινηματογράφος οδηγεί στην ψυχασθένεια. Γι’ αυτό έπρεπε, όπως έγραφαν, να ληφθούν μέτρα από το κράτος. Άλλωστε ανησυχούσε και η εκκλησία όχι βέβαια για τα παιδιά, αλλά για τον εαυτό της! Στις εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι ο μητροπολίτης Αθηνών ζήτησε από το υπουργείο Εσωτερικών να συντάξει νομοσχέδιο που να απαγορεύει στους παπάδες την είσοδο στους κινηματογράφους! Αλλά αν άνθρωποι σαν τον Λαμπαδάριο και τον Κουτσουμάρη υποστήριζαν ότι ο κινηματογράφος οδηγούσε στην ψυχασθένεια, υπήρξαν άλλοι σαν τον Φώτο Πολίτη που χαρακτήρισαν όλους όσοι θέλγονται από τον κινηματογράφο και τον θεωρούν τέχνη ως ψυχασθενείς!

Και μια που ο Ροκαμβόλ έχει μετατραπεί σε έμμονη ιδέα των υπερασπιστών του νόμου, δεν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό για μια μικρή παρέκβαση. Πρόκειται για ένα μικρό άρθρο που αλιεύσαμε από την εφημερίδα «Καιροί» του 1911: «Από Σμυρναιικήν συνάδελφον παραλαμβάνομεν το κάτωθι αμίμητον: “Η Αυτοκρατορική λογοκρισία απηγόρευσε την κυκλοφορίαν της Ελληνικής μεταφράσεως του Ροκαμβόλ, καθόσον αύτη, κατά τους λογοκριτάς, οξύνει το πνεύμα των Ελλήνων και τους καθιστά πολυμηχάνους εις τα κακουργήματά των”. Τι επεριμένατε;»

Έτσι, για να μην υπάρχει αμφιβολία για τη συνέχεια και τη συνέπεια των αστυνομικών αντιλήψεων εις τους αιώνας των αιώνων, ανεξαρτήτως εθνικότητας.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter