Απόφαση-σταθμός από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την ελευθερία της δημοσιογραφικής έκφρασης

Πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έρχεται να θωρακίσει ακόμα περισσότερο την ελευθερία της δημοσιογραφικής έκφρασης, θέτοντας ακόμα στενότερα όρια στην εφαρμογή του αδικήματος της δυσφήμισης.

Την “δαμόκλεια σπάθη” -όπως την χαρακτηρίζει ψήφισμα Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης – “που κρέμεται πάνω από τους δημοσιογράφους” και πολλές φορές ” χρησιμοποιείται λανθασμένα κατά τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσπάθεια από τις αρχές να σιωπήσουν την κριτική των μέσων ενημέρωσης”.

Μάλιστα το ΕΔΔΑ επικαλείται εν προκειμένω και το εν λόγω ψήφισμα με το οποίο ζητούνταν τότε η κατάργηση του αδικήματος της δυσφήμισης καθώς “το σύνολο της κοινωνίας υποφέρει από τις συνέπειες όταν οι δημοσιογράφοι φιμώνονται μέσω πίεσης τέτοιου είδους” .

Τώρα, με την επίμαχη απόφαση –σταθμό, το ΕΔΔΑ έρχεται να επισημάνει ότι :

” Η επιβολή φυλάκισης σε περιπτώσεις δυσφήμησης θα είναι συμβατή με την ελευθερία της έκφρασης όπως εγγυάται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης (περί ελευθερίας έκφρασης) μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όπου άλλα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση ομιλίας μίσους ή πρόκλησης σε βία ‘.

Η απόφαση με το σπουδαίο σκεπτικό εκδόθηκε με αφορμή την προσφυγή ενός πολίτη, που έγινε δεκτή από το ΕΔΔΑ το οποίο δέχτηκε ότι η τελεσίδικη καταδίκη του από τα ελληνικά δικαστήρια για άρθρο που αφορούσε “στα έργα και τις ημέρες” τοπικού παράγοντα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος του στην ελευθερία της έκφρασης.

Το άρθρο για το οποίο ο προσφεύγων ταλαιπωρούνταν επί χρόνια στις δικαστικές αίθουσες της χώρας μας είχε γραφτεί το 2007 σε τοπική εφημερίδα και είχε τίτλο «Η φαιδρότητα της εξουσίας» .Σε αυτό, χωρίς να την κατονομάζει, ασκούσε κριτική σε τοπική σύμβουλο, γιατί είχε παρανόμως φυτέψει δέντρα και κατασκευάσει πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της. Τα ελληνικά δικαστήρια αν και δέχτηκαν ότι τα γεγονότα που ανέφερε ο συντάκτης του άρθρου ήταν αληθή εντούτοις τον καταδίκασαν τελεσίδικα σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών με αναστολή για εξύβριση της μηνύτριας του κρίνοντας ότι κάποιες από τις φράσεις που είχε χρησιμοποιήσει δεν ήταν απαραίτητες για την επίτευξη του σκοπού του. Μάλιστα η τοπική παράγοντας που είχε αναγνωρίσει στο δημοσίευμα τον εαυτό της και ζητούσε την καταδίκη του για συκοφαντική δυσφήμιση δια του Τύπου προσέφυγε και στα αστικά δικαστήρια, όπου και κέρδισε και αποζημίωση ύψους περίπου 4.500 ευρώ.

Σε όλα τα δικαστήρια ο προσφεύγων υποστήριζε ότι η πράξη του δεν ήταν άδικη, καθώς ότι είχε γράψει ήταν αληθές και το είχε γράψει με έννομο συμφέρον για την υπόθεση.

Μετά την καταδίκη του από την χώρα μας, ο ενεργός πολίτης προσέφυγε στο ΕΔΔΑ από το οποίο και δικαιώθηκε καθώς η Ελλάδα καταδικάστηκε να τον αποζημιώσει με περίπου 12.500 ευρώ, για παραβίαση στην περίπτωση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Ελευθερία έκφρασης

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Αναπτύσσοντας το σκεπτικό του το ΕΔΔΑ επικαλείται :

*Το ψήφισμα (1577) που υιοθέτησε στις 4 Οκτωβρίου 2007 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης «Περί αποποινικοποίησης της δυσφήμισης».

Τα σχετικά αποσπάσματα έχουν ως εξής:

* «.. Νόμοι κατά της δυσφήμισης επιδιώκουν τον έννομο στόχο προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων. Η Συνέλευση παρόλα αυτά ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τους νόμους αυτούς με την μέγιστη αυτοσυγκράτηση καθώς μπορούν να παραβιάσουν σοβαρά την ελευθερία της έκφρασης. Για το λόγο αυτό, η Συνέλευση επιμένει να υπάρξουν διαδικαστικά μέτρα προστασίας που να παρέχουν την δυνατότητα σε κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για δυσφήμιση να τεκμηριώνει τις δηλώσεις του προκειμένου να απαλλαχθεί από πιθανή ποινική ευθύνη.

* Επιπρόσθετα, δηλώσεις ή ισχυρισμοί που γίνονται προς δημόσιο συμφέρον, ακόμα και εάν αποδειχθούν ανακριβείς, δεν πρέπει να τιμωρούνται υπό την προϋπόθεση ότι έγιναν χωρίς να γνωρίζει κανείς για την ανακρίβειά τους, χωρίς πρόθεση να προκληθεί βλάβη και η ειλικρίνεια τους είχε ελεγχθεί με την δέουσα επιμέλεια.

*Η Συνέλευση αποδοκιμάζει το γεγονός ότι σε έναν αριθμό κρατών μελών η δίωξη για δυσφήμιση χρησιμοποιείται λανθασμένα κατά τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσπάθεια από τις αρχές να σιωπήσουν την κριτική των μέσων ενημέρωσης. Η κατάχρηση αυτή – που οδηγεί σε μια γνήσια αυτό-λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης και προκαλεί προοδευτική συρρίκνωση του δημοκρατικού διαλόγου και της κυκλοφορίας της γενικής πληροφορίας – έχει καταγγελθεί από την κοινωνία των πολιτών, ιδιαίτερα στην Αλβανία, το Αζερμπαϊτζάν και την Ρωσική Ομοσπονδία.

* Κάθε περίπτωση φυλάκισης επαγγελματία των μέσων ενημέρωσης είναι απαράδεκτο εμπόδιο στην ελευθερία της έκφρασης και συνεπάγεται ότι, παρά το γεγονός ότι το έργο τους είναι προς το δημόσιο συμφέρον, οι δημοσιογράφοι έχουν μία Δαμόκλειο σπάθη να κρέμεται από πάνω τους. Το σύνολο της κοινωνίας υποφέρει από τις συνέπειες όταν οι δημοσιογράφοι φιμώνονται μέσω πίεσης τέτοιου είδους.

* Η Συνέλευση επομένως έχει την άποψη ότι οι ποινές φυλάκισης για δυσφήμηση πρέπει να καταργηθούν χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

Συγκεκριμένα, προτρέπει κράτη οι νόμοι των οποίων ακόμα προβλέπουν ποινές φυλάκισης – παρόλο που οι ποινές φυλάκισης δεν επιβάλλονται στην πραγματικότητα – να τις καταργήσουν χωρίς καθυστέρηση ώστε να μην δίνεται καμία δικαιολογία, όσο αδικαιολόγητη και να είναι, στις χώρες εκείνες που συνεχίζουν να τις επιβάλλουν, προκαλώντας κατά τον τρόπο αυτό μία φθορά των θεμελιωδών ελευθεριών.

* Η Συνέλευση ομοίως – αναφέρεται στο εν λόγω ψήφισμα- καταδικάζει την καταχρηστική προσφυγή σε παράλογα μεγάλες αποζημιώσεις για βλάβες και συμφέρον σε υποθέσεις δυσφήμησης και επισημαίνει ότι μία αποζημίωση δυσανάλογου ποσού μπορεί επίσης να αντικρούσει το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου…

* Η Συνέλευση αναλόγως καλεί τα κράτη μέλη να: καταργήσουν τις ποινές φυλάκισης για δυσφήμησης χωρίς καθυστέρηση·

* Να εγγυηθούν ότι δεν υφίσταται κατάχρηση των ποινικών διώξεων για δυσφήμηση και να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία των εισαγγελέων σε ανάλογες περιπτώσεις·

*Να προσδιορίσουν την έννοια της δυσφήμησης με περισσότερο ακρίβεια στην νομοθεσία τους ώστε να αποφύγουν αυθαίρετη εφαρμογή του νόμου και να διασφαλίσουν ότι το αστικό δίκαιο παρέχει αποτελεσματική προστασία της αξιοπρέπειας των ατόμων που επηρεάζονται από την δυσφήμηση·

* Να καταστήσουν μόνο την βία, τον λόγο μίσους και την προώθηση του αρνητισμού αξιόποινα και να τιμωρούνται με φυλάκιση·

* Να αφαιρέσουν από τη νομοθεσία τους περί δυσφήμησης, κάθε αυξημένη προστασία των δημοσίων προσώπων σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα καλεί:

* Να εξασφαλίσουν ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία τους, άτομα που καταδιώκονται για δυσφήμηση έχουν κατάλληλα μέσα για την υπεράσπισή τους, ιδιαίτερα μέσα που βασίζονται στην απόδειξη της αλήθειας των ισχυρισμών τους και στο γενικό συμφέρον, και καλεί ιδιαίτερα την Γαλλία να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει το Άρθρο 35 του νόμου της με ημερομηνία 29 Ιουλίου 1881 που προβλέπει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις που αποτρέπουν τον κατηγορούμενο να αποδείξει την αλήθεια της φερόμενης δυσφήμησης ·

*Να καθορίσουν εύλογες και ανάλογες μέγιστες αποζημιώσεις για βλάβες και συμφέρον σε υποθέσεις δυσφήμησης ώστε η βιωσιμότητα ενός οργάνου μέσου ενημέρωσης που είναι εναγόμενο να μην τίθεται σε κίνδυνο·

* Να. παρέχουν κατάλληλες νομικές εγγυήσεις έναντι αποζημιώσεων για βλάβες και συμφέρον που είναι δυσανάλογα προς την πραγματική βλάβη·»

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

Στο σκεπτικό του το ΕΔΔΑ αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι :

* Ο τρόπος με τον οποίο ένας τοπικός αξιωματούχος φέρνει εις πέρας τα επίσημα καθήκοντα και θέματά του ή της που θίγουν την προσωπική ακεραιότητά του ή της, είναι ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος για την κοινότητα .

* Πρέπει περαιτέρω να παρατηρηθεί ότι η Ε.Π. ( η τοπική παράγων) ήταν εκλεγμένη τοπική αξιωματούχος η οποία αναπόφευκτα και εν γνώσει της υπέβαλε τον εαυτό της σε στενό εξονυχιστικό έλεγχο κάθε της λέξης και πράξης τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από το ευρύ κοινό και έπρεπε συνεπώς να επιδείξει έναν μεγαλύτερο βαθμό ανεκτικότητας

* Ένας πολιτικός σίγουρα δικαιούται να προστατεύει την υπόληψή του ή της, ακόμα και όταν εκείνος ή εκείνη δεν ενεργεί ιδιωτικά, αλλά σε ανάλογες περιπτώσεις οι προϋποθέσεις της προστασίας αυτής πρέπει να σταθμίζονται απέναντι στα συμφέροντα της ανοικτής συζήτησης πολιτικών θεμάτων

* Το Δικαστήριο αποδέχεται πως η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τον προσφεύγοντα θα μπορούσε να θεωρηθεί προκλητική· ωστόσο, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης και τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων, δεν βλέπει καμία προφανώς υβριστική γλώσσα στα σχόλια. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, ενώ κάθε άτομο που συμμετέχει σε δημόσιο διάλογο γενικού ενδιαφέροντος – δεν πρέπει να υπερβαίνει ορισμένα όρια, ιδιαίτερα αναφορικά με τον σεβασμό για την υπόληψη και τα δικαιώματα των άλλων, επιτρέπεται ένας βαθμός υπερβολής, ή ακόμα και πρόκλησης· με άλλα λόγια, ένας βαθμός υπερβολής επιτρέπεται

*Το Δικαστήριο κρίνει ότι ούτε η αμφισβητούμενη δήλωση ούτε το άρθρο αν το δει κανείς ως σύνολο, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ότι είναι μία ανώφελη προσωπική επίθεση, ή προσβολή στην Ε.Π., λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι, ο προσφεύγων υποστήριξε τις δηλώσεις του με σαφές πραγματικό υπόβαθρο.

* Οι στροφές της φράσης που χρησιμοποιήθηκαν μπορεί να φαίνονται σαρκαστικές, ωστόσο παραμένουν εντός του αποδεκτού βαθμού στιλιστικής υπερβολής που χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την υποκειμενική κρίση του προσφεύγοντα αναφορικά με τις δημόσιες δραστηριότητες της Ε.Π. και ως εκ τούτου δεν επιδέχονται αποδείξεων.

* Τέλος, η φύση και η σοβαρότητα της ποινής που επιβλήθηκε είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας της παρέμβασης

* Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι ενώ η χρήση των κυρώσεων ποινικού δικαίου σε υποθέσεις δυσφήμησης δεν είναι από μόνη της δυσανάλογη μία ποινική καταδίκη είναι σοβαρή κύρωση, αναφορικά με την ύπαρξη άλλων μέσω παρέμβασης και αντίκρουσης, ιδιαιτέρως μέσω αστικών ενδίκων μέσων

* Το Δικαστήριο έχει τονίσει σε αρκετές περιπτώσεις ότι η επιβολή μιας ποινής φυλάκισης σε περιπτώσεις δυσφήμησης θα είναι συμβατή με την ελευθερία της έκφρασης όπως εγγυάται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όπου άλλα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση ομιλίας μίσους ή πρόκλησης σε βία (δείτε, mutatis mutandis, Cumpana και Mazare εναντίον Ρουμανίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 33348/96, § 115, ΕΔΔΑ 2004- ΧΙ, και Μίκα, αναφέρθηκε ανωτέρω, § 33). *

*Θεωρεί ότι οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης – ένα κλασικό παράδειγμα κριτικής τοπικά εκλεγμένου πολιτικού στο πλαίσιο διαλόγου γύρω από ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος στην κοινότητα – δεν παρουσίασαν καμία αιτιολόγηση για την επιβολή ποινής φυλάκισης. Μια ανάλογη κύρωση, από την ίδια την φύση της, αναπόφευκτα θα είχε ένα τρομακτικό αποτέλεσμα στη δημόσια συζήτηση και η εντύπωση ότι η ποινή του προσφεύγοντα όντως ανεστάλη δεν αλλάζει το συμπέρασμα αυτό ιδιαίτερα καθώς η ίδια η καταδίκη δεν διαγράφηκε (δείτε Marchenko εναντίον Ουκρανίας, αρ. 4063/04, § 52, 19 Φεβρουαρίου 2009 και Malisiewicz-Gasior εναντίον Πολωνίας, αρ. 43797/97, § 67, 6 Απριλίου 2006).

(γ) Συμπέρασμα

*Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα πρότυπα που εφαρμόστηκαν από τα Ελληνικά δικαστήρια δεν ήταν πλήρως συμβατά με τις αρχές που περιλαμβάνονται στο Άρθρο 10 και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν παρέθεσαν «σχετικούς και επαρκείς» λόγους για να παρουσιάσουν ότι η παρέμβαση για την οποία έγινε η καταγγελία ήταν απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων. Έχοντας στο μυαλό ότι υπάρχει μικρό πεδίο σύμφωνα με το Άρθρο 10 § 2 της Σύμβασης για περιορισμούς σε διαλόγους γύρω από ερωτήματα δημοσίου συμφέροντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση ήταν δυσανάλογη του στόχου που επιδιώχθηκε και δεν ήταν επομένως «απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία Υπήρξε συνεπώς παράβαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης”.