Αργύρης Μπακιρτζής: «Οταν άκουσα Μάρκο, άρχισα να οσφραίνομαι μια Ελλάδα που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε»

Μια μουσική συνάντηση που ξεκινά από γνωστά και άγνωστα αστικά και λαϊκά τραγούδια της περιόδου του μεσοπολέμου και ανοίγεται συνειρμικά σε διάφορα μουσικά ιδιώματα και είδη.

Λίγες μέρες πριν από τις εμφανίσεις στο Half Note ο Αργύρης Μπακιρτζής μας ταξιδεύει σε αγαπημένα ακούσματα, βιβλία και βιώματα του από την επαρχία που μεταποιήθηκαν σε δημιουργία και αφήγηση. Στην εφηβεία του άκουσε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη και αισθάνθηκε για πρώτη φορά μια Ελλάδα διαφορετική. Σήμερα αδιαφορεί για τον κόσμο των νέων μέσων και απολαμβάνει να ανεβαίνει στη σκηνή με παλιόφιλους, διατηρώντας αποστάσεις από τον κόσμο των εμπορικών επιτυχιών.

«…Θέλω να πάρω τα βουνά και τους κρημνώδεις βράχους». Γιατί επιλέξατε αυτή την αφετηρία για τις εμφανίσεις σας στο Half Note;

Πρόκειται για ένα υπέροχο σύγχρονο τανγκό του Θόδωρου Θεοδωρίδη σε παλιούς στίχους, του 1899, του Αντρίκου Βέττα, ενός Πραβινού σατιρικού ποιητή και εκδότη εφημερίδας της Καβάλας. Οι στίχοι του λίγο πολύ μας αγγίζουν και μας ωθούν όλους. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι καλύτερη αφετηρία;

Σημείο εκκίνησης θα είναι γνωστά και άγνωστα τραγούδια της περιόδου του μεσοπολέμου. Τι σας γοητεύει σε αυτή την εποχή;

Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά της εποχής που με γοητεύουν και κάποια άλλα που με απωθούν. Η δεκαετία του 1920, μουσικά τουλάχιστον, είναι πολύ ελκυστική γιατί εμπεριέχει τη συνάντηση τόσων διαφορετικών μουσικών (ανθρώπων) και μουσικών (ήχων). Πρόσφυγες, ντόπιοι, μετανάστες, ξένοι. Οταν έφηβος κατηφόριζα στα παλιατζίδικα που βρίσκονταν κοντά στο τότε σπίτι μου άκουσα το «Χαράματα, η ώρα τρεις» του Μάρκου. Τότε άρχισα να οσφραίνομαι μια Ελλάδα που δεν φανταζόμουνα ότι υπήρχε. Για παραπάνω από δέκα χρόνια όλα μου τα χρήματα έφευγαν σε δίσκους 78 στροφών.

Ποια τραγούδια σάς συντροφεύουν στις χαρές και τις λύπες;

Είναι αρκετά. Τα ρεμπέτικα τραγούδια μέχρι τον Μάρκο, τα δημοτικά της περιοχής μας, τα ιταλικά τραγούδια, αλλά και τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο: Τζόνι Κας, Πάολο Κόντε, πρώιμη τζαζ. Πρωτοτυπία και πρωτοπορία, λίγο, ανιχνευτικά. Ο Τζόρτζιο Γκάμπερ τραγουδάει: «Gli asthmatici / sono l’ avanguardia» (Οι ασθματικοί / είναι η αβανγκάρντ).

Τι είναι αυτό που σας γεμίζει δύναμη για να εμπλουτίζετε και να διατηρείτε ζωντανή τη μαγεία σε κάθε σας εμφάνιση;

Το γεγονός ότι βρίσκομαι με αγαπητούς παλιόφιλους που τυχαίνει να είναι και σπουδαίοι μουσικοί και με το καλύτερο θα έλεγα κοινό, αφού έτυχε να έχουμε αποφύγει τον σκόπελο των εμπορικών επιτυχιών. Να γίνεσαι πάνω στο πάλκο 20 χρόνων. Μερικές φορές αδειάζω απ’ τη δύναμη στο πρώτο μέρος και στο δεύτερο ζορίζομαι να επανέλθω. Ή αργώ –σπάνια– να πάρω μπρος απ’ την αρχή.

Σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί το θέαμα και η επικοινωνία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ποια είναι η δική σας ματιά;

Αυτός ο κόσμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν με απασχολεί καθόλου. Εχω βαρεθεί να διαγράφω από το μέιλ μου προσκλήσεις για τη συμμετοχή μου στο Twitter και σε διάφορα άλλα μέσα. Η αλήθεια είναι ότι ούτε στο Facebook έχω λογαριασμό.

Ποιες είναι οι μνήμες, οι εικόνες, τα βιώματά σας από την επαρχία; Μπορείτε να τα περιγράψετε με μία ιστορία;

Εχω εύκολη απάντηση. Και περιγραφή και ιστορία. Ακούστε το τραγούδι μου «Kυριακή στην επαρχία». Σας παραθέτω μερικούς στίχους: «Κυριακή στην επαρχία / με βροχή απ’ το πρωί, / φεύγει όλη η ζωή μας / στο φαΐ και τη σιωπή. / Υγιαίνουμε λιγάκι, / το ίδιο ευχόμαστε για σας / κι όταν έχουμε επισκέψεις / είμαστε πλοίο της χαράς. / Κι όταν 12 σημαίνει / ραντεβού στο Colibri, / ιδεολόγοι κι αριβίστες / σ’ ευτυχία μαζική».

Τα τραγούδια σας είναι γεμάτα προσωπικά βιώματα. Πώς δένουν όλα αυτά σε μία αφήγηση, ένα παραμύθι, ένα τραγούδι;

Υπάρχουν τραγούδια βιωματικά και μη. Του Μάρκου Βαμβακάρη είναι σχεδόν όλα βιωματικά. Ολα μπορούν να ταιριάξουν και το γλυκό δένει κυρίως με τα εσωτερικά βιώματα, φτάνει να έχεις να πεις κάτι και να είσαι πειστικός. Πρώτα στον εαυτό σου.

Σε σχέση με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, πιστεύετε ότι βρισκόμαστε σε περίοδο αμηχανίας και στασιμότητας; Μπορεί να «αναποδογυρίσει» η εικόνα;

Γιατί, ήταν καλύτερα το ’85; Επειδή μοίραζαν λεφτά; Φαίνεται ότι είμαστε σε περίοδο εξελίξεων. Δεν ξέρεις τι θα ξημερώσει. Συζητάμε, σκεφτόμαστε. Οταν ρώτησαν τον Καστοριάδη τι χρειάζονται οι φιλόσοφοι, απάντησε: «Για τις περιόδους των κρίσεων». Ο Γκουρτζίεφ απάντησε σε σχετικό ερώτημα ότι η γνώση έχει υλικότητα που στις περιόδους των κρίσεων πηγαίνει σε λίγους, ενώ στις ήσυχες περιόδους διασκορπίζεται.

Σε ποια βιβλία νιώθετε την ανάγκη να επιστρέφετε;

Θα προτιμήσω να αναφέρω ορισμένους συγγραφείς και ποιητές: Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Αλμπέρ Καμύ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Β. Γκ. Ζέμπαλντ, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Αισχύλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Σεφέρης και Κωνσταντίνος Καβάφης.

Ποια είναι η αίσθησή σας για την πόλη της Αθήνας κάθε φορά που την επισκέπτεστε;

Είναι όμορφη πόλη με αρκετές ασχήμιες επί μέρους, όπως και ο Πειραιάς. Αυτό συμβαίνει με όλες τις ελληνικές πόλεις, εκτός από λίγες εξαιρέσεις.

Info

«Θέλω να πάρω τα βουνά…». Αργύρης Μπακιρτζής (τραγούδι), Εύη Μάζη (φλάουτο, πιάνο, φωνή), Κώστας Βόμβολος (ακορντεόν, πιάνο), Μιχάλης Σιγανίδης (κοντραμπάσο), Γιάννης Βρυζάκης (διεύθυνση χορωδίας). Συμμετέχει η χορωδία Chorus Vivendi. Από την Παρασκευή 2 έως τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου, στο Half Note jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς) 

Ετικέτες