Η blueswoman Αργυρώ Καπαρού μιλάει για τη ζωή και την καλλιτεχνική διαδρομή της λίγο προτού ανέβει στη σκηνή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.
Μια σπάνια συναυλία θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το αθηναϊκό κοινό το Σάββατο 3 Μαΐου στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός. Βασική ερμηνεύτρια η Αργυρώ Καπαρού και δίπλα της οι νεότεροι Θανάσης Βούτσας και Ελένη Καρτελιά αλλά και ο Μανώλης Μητσιάς σε φιλική συμμετοχή, όπως και η κιθαρίστρια – συνθέτρια Αρετή Κοκκίνου. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης συναυλίας είναι το ίδιο το περιεχόμενό της που επιμελήθηκε η Μαρία Φαραντούρη, αλλά και οι ενορχηστρώσεις της που επωμίστηκε ο Τάκης Φαραζής.
Μια καλή αφορμή για να συνομιλήσουμε με την Αρ. Καπαρού, ξεκινώντας από τον τίτλο της συναυλίας, «Των τραγουδιών τα μυστικά». Τη ρωτώ πόσα μυστικά μπορούν να κρύβουν τραγούδια καθιερωμένα και δημοφιλή επί σειρά δεκαετιών. «Αυτά που ψάχνει ο ερμηνευτής σε κάθε λέξη του στιχουργού – ποιητή, στα νοήματα και σε κάθε πτυχή της μελωδίας ώστε να βρει το δικό του ερμηνευτικό μονοπάτι» εξηγεί και αμέσως αναφέρει ορισμένα από τα τραγούδια που τη σημάδεψαν και που θα ακουστούν στο πρόγραμμα, από το «Ασμα Ασμάτων» των Μ. Θεοδωράκη – Ι. Καμπανέλλη και το «Να με θυμάσαι» των Στ. Ξαρχάκου – Β. Γκούφα μέχρι το «Alfonsina y el mar» των Α. Ραμίρεζ – Φ. Λούνα και τη «Μικρή πατρίδα» των Γ. Ανδρέου – Π. Καρασούλου.
Σε δύο μητροπόλεις
Της λέω πως εδώ και αρκετά χρόνια δίνει το δικό της αγώνα με αξιοπρέπεια. «Μπορεί να έχω και μια 30ετία στο τραγούδι» με πληροφορεί, αν σκεφτεί κανείς πως μπήκε στο Ωδείο και άρχισε να δουλεύει από πολύ νεαρή ηλικία. Η Αρ. Καπαρού δεν προέρχεται από μεγαλοαστική οικογένεια, οι γονείς της όμως την ώθησαν προς το τραγούδι, επειδή κι οι ίδιοι είχαν «μπλεχτεί» με τη Χορωδία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. «Ο πατέρας μου ήταν μερακλής και τραγουδούσε στις παρέες του. Κρατάω τη γλύκα τους, γιατί ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν κι έμαθαν εμένα και τον αδερφό μου να αγαπάμε επίσης». Η πρώτη της δημόσια εμφάνιση έγινε στο κινηματοθέατρο Ορφέας, την περίοδο που έπαιζαν εκεί ο Κώστας Χατζής και ο Γιώργος Νταλάρας. Είχαν διαλέξει πέντε φωνές από το Ωδείο που θα τραγουδούσαν με τη Μαντολινάτα των Κεφαλονιτών.
Το 1996 παρουσιάζεται στη δισκογραφία με το «Λουλουδάκι του χειμώνα» του συνθέτη Τάσου Γκρους. Το 2001 έγινε η πρώτη της ολοκληρωμένη δουλειά και ακολούθησε ένα διάστημα απουσίας από την Ελλάδα. Πρώτα στο Παρίσι, όπου έζησε για ενάμιση χρόνο. Η Καπαρού κλήθηκε να αντικαταστήσει τη Στέλλα Χροναίου, την τραγουδίστρια ενός σχήματος που έπαιζε ελληνικά και γαλλικά τραγούδια. «Μου άρεσε πολύ το Παρίσι. Δεν θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα, γιατί λατρεύω τη θάλασσα. Εκεί έζησα μες στη συννεφιά, αλλά γνώρισα και πολύ κόσμο» λέει.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς επέστρεψε στην Ελλάδα και αμέσως την κάλεσε η Λένα Αλκαίου για να την αντικαταστήσει σε περιοδεία στη Νέα Υόρκη. «Ελεγα “πού να πάω τώρα μόλις γυρίσω από το Παρίσι;”. Αλλη μία μητρόπολη ήθελα να γνωρίσω, τη Νέα Υόρκη». Εκεί έμεινε για άλλον έναν ενάμιση χρόνο και δούλεψε με διακεκριμένους μουσικούς της ομογένειας. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να ηχογραφήσει demo για τη Sony Αμερικής με παραγωγό τον περίφημο Τζιμ Κάρας. Ο Κάρας πέθανε ξαφνικά από ανακοπή κατά τη διάρκεια περιοδείας, ήταν αυτός όμως που θέλησε να της δώσει ένα ντουέτο με έναν Αμερικανό τραγουδιστή που τον προόριζαν για νέο Φρανκ Σινάτρα. Από τις ΗΠΑ η Καπαρού γύρισε στην Ελλάδα για να συμπαρασταθεί στη μητέρα της που είχε σοβαρά προβλήματα υγείας. «Θα μπορούσα να μείνω στη Νέα Υόρκη που ήταν περιτριγυρισμένη από θάλασσα, μα επέλεξα να γυρίσω και δεν το μετάνιωσα» λέει.
Καθημερινή «προπόνηση»
Για τη σύνθεση του προγράμματος της τωρινής συναυλίας με ενημερώνει ότι όλοι μαζί οι ερμηνευτές πρότειναν τα αγαπημένα τους ρεπερτόρια στη Μαρία Φαραντούρη και εκείνη τους βοήθησε. Κι όταν της λέω πως η κοντράλτο «μπλουζ» φωνή της ταιριάζει πολύ μ’ αυτήν της Φαραντούρη, το εισπράττει ως μεγάλο κομπλιμέντο: «Κι εγώ ταπεινά θα σας πω ότι, ναι, είμαι κοντράλτο και σίγουρα έχω μάθει πολλά και συνεχίζω να μαθαίνω απ’ αυτό τον μοναδικό ερμηνευτικό τρόπο της Φαραντούρη και από το πώς η ίδια μοιράζεται την πολυετή εμπειρία της με τους νεότερους».
Τη ρωτώ ακόμη αν, παρόλη τη συναυλιακή δραστηριότητά της, η δισκογραφία είναι αυτή που νικάει πάντα στη μάχη με τον χρόνο. Συμφωνεί. «Φυσικά είναι η δισκογραφία, το ερμηνευτικό αποτύπωμά σου, τα τραγούδια που διάλεξες να τραγουδήσεις, οι δημιουργοί που είχες τη χαρά να συνεργαστείς και να γράψουν τραγούδια για σένα» λέει και προσθέτει: «Ωστόσο, πιστεύω και στις μοναδικές στιγμές των ερμηνευτών στις παραστάσεις. Ας πούμε είχα τη χαρά να ακούσω τη Φλέρυ Νταντωνάκη ζωντανά, αυτό έχει μείνει και ακόμη συγκινούμαι όταν το θυμάμαι».
Καθώς η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της θυμάται τα χρόνια της στο Ωδείο δίπλα στην Αννα Διαμαντοπούλου, που της μετέδωσε όλη τη γνώση ώστε να διδάσκει και η ίδια σήμερα. Το τραγούδι είναι σαν την προπόνηση, σύμφωνα με την Καπαρού, σαν έναν αθλητή που θέλει να κάνει πρωταθλητισμό και πρέπει να ασκείται καθημερινά. «Οι χορδές και το λαρύγγι μας είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Αν δεν τον γυμνάζεις, χαλαρώνει και σ’ αφήνει. Η Μαρινέλλα, λόγου χάρη, κράτησε τη φωνή της κάνοντας ασκήσεις. Είναι αξιέπαινη». Στο σημείο αυτό βέβαια της λέω ότι είναι και τυχερή ως φωνή, αφού συνήθως οι κοντράλτο φωνές αργούν να «χαλάσουν» από τον χρόνο συγκριτικά με τις πιο ευαίσθητες «ψιλές». Με διορθώνει: «Και οι “ψιλές” φωνές μια χαρά θα ’ναι αν ασκούνται και δεν αφεθούν».
INF0
Σάββατο 3 Μαΐου – πλ. Αγίου Γεωργίου Καρύτση 8, Αθήνα