Ας κρατήσουν οι λυγμοί
Ας κρατήσουν εποµένως οι λυγµοί για την κυβέρνηση που µετέτρεψε ένα ιδιωτικό πένθος σε δηµόσια φιέστα.

Ποτέ δεν θα µπορούσε να φανταστεί ότι οι αυτοβιογραφικοί στίχοι από το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» θα επιβεβαιώνονταν µε τον θάνατό του. Η µοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ και ο ∆εκέµβρης του ’44 µε µια κρυφή, εκ γενετής αιµορραγία αναβίωσαν σε µια µίνι ιδεολογική και εµφυλιοπολεµική κλίµακα ώστε τα παρατράγουδα που ακούστηκαν να είναι περισσότερα από τα τραγούδια. Το ξόδι του Σαββόπουλου θύµισε τη Μάρω Κοντού που παραπονιέται στον Γιώργο Κωνσταντίνου ότι την έχει αστεφάνωτη και ούτε σε µια κηδεία δεν την πηγαίνει. Και όταν εκείνος επιστρέφει, τον ρωτάει µε όλη την αφέλεια του οξύµωρου: «Ηταν ωραία η κηδεία;».
Ωραία δεν ήταν, αλλά σίγουρα καλοστηµένο θέαµα µε την µπάντα του Πολεµικού Ναυτικού να παιανίζει τις ανώδυνες µελωδίες από τη «Συννεφούλα» και το «Μη µιλάς άλλο για αγάπη». Η επιλογή των τραγουδιών δεν ήταν τυχαία. Αποκλείστηκαν π.χ. το «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», ο «Πολιτευτής» και το «Σηµαία από νάιλον», ό,τι δηλαδή ασκούσε κριτική στις πληγές της µεταπολεµικής Ελλάδας. Η ίδια Ν∆ που είχε λογοκρίνει το µακρύ ζεϊµπέκικο και ευτέλισε τους θεσµούς δεν θα επέτρεπε ποτέ να ακουστούν οι στίχοι «Το δικαστήριο λειτουργούσε µέσα εκεί, µα η δικαιοσύνη ήταν απέξω». Από τη στιγµή λοιπόν που αποφασίστηκε να εκφωνήσει ο Μητσοτάκης επικήδειο και να τοποθετηθούν καρέκλες στη µητρόπολη για τους αρχηγούς των κοµµάτων της αντιπολίτευσης ήταν προφανής η προσπάθεια της κυβέρνησης να οικειοποιηθεί τον Σαββόπουλο ως οργανικό διανοούµενο, χωρίς βέβαια να ξεχνάµε ότι η πολιτική του µετατόπιση ήταν εκούσια και δεν παρέλειπε να τη διατυµπανίζει µε κάθε ευκαιρία.
Ο θόρυβος που προκάλεσε ο θάνατός του ανέσυρε όλα όσα η κοινωνία µας αρνείται να συµφιλιώσει: την πολιτική µνήµη, την πνευµατική ελευθερία και την έννοια της µεταµέλειας. Οµως οι προσωπικές διαδροµές ατόµων από τους χώρους των τεχνών και των γραµµάτων είναι γεµάτες από τέτοια παραδείγµατα. Ο Καζαντζάκης είχε πάρει συνέντευξη από τον Φράνκο και τον Μουσολίνι και παραιτήθηκε από υφυπουργός στην κυβέρνηση Θεµιστοκλή Σοφούλη το 1945 επειδή οι αριστεροί τον θεωρούσαν δεξιό και οι δεξιοί κοµµουνιστή. Και φυσικά ο Ανδρέας ∆ρυµιώτης δεν πρωτοτύπησε µε τις φαιδρές δηλώσεις του. Είχε προηγηθεί ο Στράτης Μυριβήλης που επανειληµµένως είχε υποστηρίξει ότι «όταν κανείς γίνει συνειδητός κοµµουνιστής παύει να ’ναι Ελληνας».
Αυτές τις ανθρώπινες αντιφάσεις δεν µπόρεσε να αντιληφθεί η αντιπολίτευση, πέφτοντας στην επικοινωνιακή φάκα και δίνοντας στην κυβέρνηση το δικαίωµα να την ξεπουπουλιάσει. Αντί να συνοµιλεί µε την Ιστορία και να τιµήσει το πολιτιστικό του απόθεµα, επαλήθευσε ότι το κόµµα την τραβάει από το µανίκι. Οταν ο Σαββόπουλος µιλούσε για το Κιλελέρ διαισθανόταν ότι η τρύπα που άφηνε πίσω του ο Αντύπας ήταν ο ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι ιδεολογικές µάχες δίνονται µέσα και έξω από τη Βουλή και όχι πάνω από ένα φέρετρο.
Ας κρατήσουν εποµένως οι λυγµοί για την κυβέρνηση που µετέτρεψε ένα ιδιωτικό πένθος σε δηµόσια φιέστα. Για την Αριστερά που απουσίασε από την τελετή λήξης µιας εποχής. Για την κοινή γνώµη που διχάστηκε γιατί δεν έχει διαβάσει Ναζίµ Χικµέτ:
Τα τραγούδια των ανθρώπων
είναι πιο όµορφα από τους ίδιους,
πιο βαριά από ελπίδα,
πιο λυπηµένα,
πιο διαρκή.




















