Αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου: «Θα τον σκοτώσεις; Πάτε καλά, είσαστε ζώα;»

«Το παιδί προσπαθεί να βγει κι εκεί πέρα αρχίζει η κλωτσοπατινάδα, που εγώ σοκαρίστηκα τελείως, και τα ‘χασα για λίγο. Και με το που βλέπω ότι συνεχίζεται η κλωτσοπατινάδα, πήγα μπροστά και όρμηξα, “ρε παιδιά τι έγινε, τον έπιασες, τον γάμ…”. Πετάγεται ο ιδιοκτήτης, μου λέει “κι εμένα με γάμ….”. Του λέω “ποιος είσαι εσύ;” Κι εκεί πέρα μου λέει, “ο ιδιοκτήτης”».

Τα παραπάνω, σημείωσε σε συνέντευξή του στο newpost.gr, ο άνδρας που παρενέβη και σταμάτησε τους δύο καταστηματάρχες της Κάνιγγος, που κλοτσούσαν με μανία τον Ζάκ Κωστόπουλο. 

Ο Φ.Κ., εξιστορεί τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, υπογραμμίζοντας πως ήταν τρομακτικό ότι ο κόσμος απλά καθόταν και κοιτούσε, ενώ εξέφρασε την άποψη πως τα χτυπήματα ήταν δολοφονικά. 

«Πέρναγα με τη μηχανή λόγω δουλειάς από την Πατησίων και σταμάτησα στο Βενέτη μπροστά, γιατί έκανε κάτι γκούχου γκούχου η μηχανή, σταμάτησα για να γυρίσω ρεζέρβα και είδα βαβούρα και πήγα. Εγώ πήγα γελώντας εκεί πέρα, γιατί βλέπω δύο τρεις και σπάγανε το μαγαζί. Και κοιτάω και κόσμο μαζεμένο και εγώ νόμιζα ότι έχει κάνει κάποια κουταμάρα ο μαγαζάτορας σε κάποιον κι έχουνε πάει μέρα μεσημέρι και του σπάνε το μαγαζί.

Αυτή ήταν η εικόνα που είχα πηγαίνοντας, μετά αντιμετώπισα ό,τι είδα εκεί πέρα μπροστά. Ο ένας απ’ αυτούς που σπάγανε το μαγαζί, ήταν ο μαγαζάτορας, που νόμιζα ότι ήταν περαστικός.

Βλέπω ένα παιδί μέσα… φου να του έκανες θα έπεφτε κάτω, δεν ξέρω τώρα αν είχε πάρει ντραγκς, αν είχε πάρει ψυχοφάρμακα, αλλά ο άνθρωπος παραπατούσε. Μ’ έναν πυροσβεστήρα προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα, αλλά δεν είχε τον πυροσβεστήρα με τσαγανό, πέρα δώθε τον πήγαινε, δεν μπορούσε να τον σηκώσει. Δεν είχε δύναμη, με τα πόδια λυγισμένα και μέσα κλεισμένος.

Από έξω πρέπει να έσπασε κάποιος ένα κομμάτι της τζαμαρίας, πετάει μία πέτρα, δεν ξέρω τι πέταξε, πετάει κάτι μικρό, δεν ήτανε καρεκλοτράπεζο, μάλλον πέτρα, δεν ξέρω αν τον πέτυχε το παλικάρι τον Ζακ μέσα ή όχι και το παιδί σκύβει από εκεί που είναι σπασμένα τα τζάμια, κάτω απ’ την προθήκη που έχει τα κοσμήματα, ήτανε ένα κενό, κι έχει πέσει στα τέσσερα και προσπαθεί το παιδί μπουσουλώντας να βγει έξω.

Με το που πλησιάζει στη βιτρίνα, μου φαίνεται πρώτος ο άλλος, όχι ο ιδιοκτήτης, ο άλλος με το άσπρο πουκάμισο, χώνει μία κλωτσιά και του σπάει το εναπομείναν τζάμι πάνω στο κεφάλι. Το παιδί προσπαθεί να βγει κι εκεί πέρα αρχίζει η κλωτσοπατινάδα, που εγώ σοκαρίστηκα τελείως, και τα ‘χασα για λίγο. Και με το που βλέπω ότι συνεχίζεται η κλωτσοπατινάδα, πήγα μπροστά και όρμηξα, “ρε παιδιά τι έγινε, τον έπιασες, τον γάμ…”. Πετάγεται ο ιδιοκτήτης, μου λέει “κι εμένα με γάμ….”. Του λέω “ποιος είσαι εσύ;” Κι εκεί πέρα μου λέει, “ο ιδιοκτήτης”.

Tου λέω: «Ωραία, τόνε γ@@@σες κι εσύ, μέσα στο αίμα είναι… κάτω. Πεσμένος. Θα τόνε σκοτώσεις; Πάτε καλά, είσαστε ζώα; Φύγετε από δω!»

«Ήτανε τρομακτικό, ο κόσμος απλά παρακολουθούσε»

«Σταματάνε εκεί πέρα την κλωτσοπατινάδα. Ήδη υπάρχουνε δύο τραυματιοφορείς του ΕΚΑΒ, αλλά όχι με ασθενοφόρο, με μηχανές. Ήδη υπάρχουνε στο χώρο, αλλά δεν επεμβαίνουμε πάνω στο λιντσάρισμα που γινότανε. Εκείνο που εμένα μου χτύπησε και με στενοχώρησε πολύ ρε παιδιά ήτανε ότι πες αυτοί οι δύο ήτανε ζώα και τον χτυπάγανε. Ο κόσμος ο μαζεμένος δέχομαι ότι φοβότανε να χωθεί, γιατί κι εγώ φοβήθηκα να μπω μέσα σε ανθρώπους οι οποίοι είναι σε κατάσταση παροξυσμού, δεν καταλαβαίνουνε Χριστό και τον λιώνουνε τον άλλο. Ούτε καν φώναζε ρε παιδιά ο κόσμος, απλά παρακολουθούσε, δηλαδή ήτανε τρομακτικό. Ήταν τριάντα, σαράντα, πενήντα νοματαίοι, πόσοι ήτανε, απλά παρακολουθούσανε τα τεκταινόμενα. Στημένοι αμφιθεατρικά, χωρίς να υπάρξει μία φωνή, τι είναι αυτά που κάνετε, σταματήστε. Κι ας μην πάει ο άλλος να μπει μπροστά, από μακριά, κάτι, κάτι να ειπωθεί. Όταν μπήκα εγώ, ακούστηκε μία κυρία από πίσω να φωνάζει “έχει δίκιο το παιδί, σταματήστε, έλεος, τι είναι αυτά που κάνετε”. Mία γυναίκα μόνο…

Με το πού έρχονται οι πρώτοι Ζητάδες, πως τους λένε, Δελτάδες δεν ξέρω, μία δύο μηχανές, που ήρθανε οι πρώτοι, γιατί μετά ήρθανε κι άλλοι, δεν τον ακουμπήσανε, ήταν πεσμένος κάτω, μέσα στο αίμα, ούτε τον χτυπήσανε, ούτε χειροπέδες, ούτε τίποτα, διώχνουνε τον κόσμο “ανοίξτε, ανοίξτε τελείως”, ανοίγει ο κόσμος, κι εκεί πέρα μπαίνει ο ένας τραυματιοφορέας του ΕΚΑΒ και του δένει το κεφάλι μ’ έναν επίδεσμο.»

Κοιτάμε τον Φ.Κ., μας κοιτάει. Δεν είναι κανένα πιτσιρίκι, τα έχει κάνει τα χιλιόμετρά του στη ζωή. Κι όμως μοιάζει παντοτινά σοκαρισμένος από την αγριότητα που έζησε. Η διήγηση συνεχίζεται:

«Έρχεται λοιπόν ο ένας του ΕΚΑΒ και του δένει το κεφάλι με τον επίδεσμο. Σ’ εκείνη τη φάση έχει έρθει και η αστυνομία, σκάνε και άλλοι με μηχανές και τέτοια, θεωρώ ότι έχει τελειώσει το θέμα, έχω σιχτιρίσει, έχω και νεύρα, έχω σπαστεί πάρα πολύ, έχω στενοχωρηθεί και απ’ την εικόνα του κόσμου, και γι’ αυτό που γινότανε στο παλικάρι, αλλά και για την απάθεια των γύρω γύρω που απλά κοιτάζανε το γεγονός και σηκώνομαι να πάω στη μηχανή, να την πάρω να φύγω… άι σιχτίρ.

Πηγαίνοντας στη μηχανή ακούω φωνές, βλέπω κόσμο να τρέχει ότι κάτι γίνεται πάλι και ξαναγυρίζω πίσω. Προφανώς είναι η φάση αυτή που έχω δει στο βίντεο, που έχει πάρει ένα γυαλί, που σηκώνεται και πάει να φύγει και τρώει μια κλωτσιά από πίσω. Αυτά τα έχω δει στο βίντεο, δεν τα έχω δει live, γιατί είχα απομακρυνθεί. Γυρίζοντας πλέον εγώ βλέπω ότι το παιδί το έχουν βάλει κάτω οι αστυνομικοί, η κλασική φάση, ξέρεις, με το γόνατο τον έχει κάτω, και προσπαθούνε να του βγάλουνε τα χέρια που όπως ήταν μπρούμυτα τα είχε μπροστά του.

Και του τραβάνε τα χέρια, για να του τα βάλουνε πίσω, να του τα δέσουνε με wrap, γραβάτα, πως τα λένε αυτά τα πλαστικά, όχι με χειροπέδες τα σιδερένια. Τη φάση τώρα ότι είχε γυαλί στο χέρι, ότι πήγε να μαχαιρώσει κάποιον δεν τα είδα, αλλά και δεν τα πιστεύω γιατί ό,τι και να σήκωσε θα το σήκωσε σε άμυνα, ότι “αφήστε με μη με πλησιάζετε”. Αποκλείεται στην κατάσταση που ήτανε να είχε τη δυνατότητα να επιτεθεί στον οποιονδήποτε. Σε εκείνη τη φάση εγώ είδα έναν αστυνομικό, ο οποίος είχε το γκλομπ το πτυσσόμενο ανοιχτό, αλλά δεν τον είδα να χτυπάει. Τώρα τον χτύπησε πιο πριν, δεν τον χτύπησε, εγώ δεν το έχω δει. Άλλοι λένε τον χτύπησε, εγώ δεν το έχω δει.»

«Τα χτυπήματα ήτανε δολοφονικά»

«Η φάση που είναι το παλικάρι πεσμένο κάτω και τρώει τα σουτ, τα σουτ ήτανε απίστευτα. Δηλαδή οι κλωτσιές που έτρωγε στο κεφάλι, δεν ξέρω, και να μην πέθανε από αυτό, να πέθανε από κάτι άλλο, τα χτυπήματα ήτανε δολοφονικά ρε παιδί μου. Κάλλιστα θα μπορούσε να έχει πεθάνει από μια κλωτσιά και μόνο. Το κεφάλι του έφευγε με τέτοια ένταση από τις κλωτσιές, που εγώ δεν μπορώ να το πετάξω, έτσι όπως έφευγε. Το οποίο χτύπαγε ρε φίλε, επάνω όπως είχε σπάσει το τζάμι, δεν μένουνε διάφορα κομμάτια τζαμιού πιασμένα απ’ το στόκο;. Το κεφάλι του κοπάναγε επάνω σε ό,τι είχε απομείνει από το σπασμένο το τζάμι. Και η φάση που φαίνεται στο βίντεο, που βάζει την κλωτσιά ο ιδιοκτήτης και του χώνει μία και του καρφώνει το κεφάλι κάτω, το κεφάλι δεν του το κάρφωσε πάνω στο πεζοδρόμιο. Του το κάρφωσε πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Όπως έφαγε την κλωτσιά, από τη μία ήταν το πόδι του ιδιοκτήτη και από την άλλη τον έχει καρφώσει πάνω στα γυαλιά. Μιλάμε για αίμα πολύ, πάρα πολύ αίμα, από τα κοψίματα. Δεν ξέρω αν ήταν θανατηφόρα, αλλά όπου ακουμπούσε, ακουμπούσε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και κοβότανε κι έτρεχε αίμα. Κι όταν ήρθε ο τραυματιοφορέας και του ‘δενε το κεφάλι, ματωμένα τώρα, ματωμένα τα χέρια του, το πρόσωπο μπλε μαρέν και τέτοια, μαύρος, κράταγε το λαιμό και με τα δύο χέρια, αλλά δεν ξέρω τώρα το αίμα που είδα στο λαιμό αν ήταν από πληγή στο λαιμό ή όχι. Και όσον αφορά ένα μαχαίρι που λένε, το μαχαίρι το είδα, όντως το είχε. Δεν το είδα καθόλου όσο ήτανε μέσα, δεν το είδα καθόλου όταν μπουσούλαγε να βγαίνει έξω. Όταν έξω τον είχανε που είχε φάει το ξύλο του θανάτου, λίγο πριν έρθει ο τραυματιοφόρεας, λίγο πριν έρθουνε οι μπάτσοι, δεν ξέρω, το ‘βγαλε από την τσέπη του, το βρήκε και το έπιασε κάτω, όπως έπιασε το γυαλί, αντί το γυαλί πιο μετά, βρήκε εκείνη την ώρα ένα μαχαίρι κι έπιασε; Αλλά ένα κουζινομάχαιρο της λαϊκής, έτσι, που κόβουνε κρεμμύδια. Δεν ήτανε μαχαίρι για ληστεία, κάποιος σουγιάς, κάτι απειλητικό. Δεν είδα πώς βρέθηκε στο χέρι του. Απλά είδα έναν τύπο, όχι απ’ αυτούς του δύο που τον χτυπάγανε, ένας άλλος με μαύρα, του πήρε το μαχαίρι και τον είχε ρε παιδιά, πολίτης τώρα κι αυτός, με το γόνατο καθισμένο κάτω και του είχε κολλήσει το μαχαίρι στην καρωτίδα. Και του λέω:

“Θα τόνε σφάξεις; Πάμε καλά; Δηλαδή τι γίνεται ρε π@@@@ εδώ πέρα;”»

Πηγή: newpost.gr