Βασίλης Νιτσιάκος: Οι ετερότητες δεν απειλούν την εθνική συνοχή

Ένας ανθρωπολόγος μιλάει για τη μελοποιημένη ποίηση στη βλάχικη γλώσσα και για τα βιώματά του ως Βλάχου

Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι ανθρωπολόγος και καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας. Πάνω από τριάντα χρόνια ερευνά τις κοινότητες των ορεινών περιοχών των Βαλκανίων και συλλέγει πολύτιμο εθνογεωγραφικό υλικό το οποίο μελετά με τους φοιτητές του στο πλαίσιο του μαθήματος για τις ταυτότητες των εθνοτικών ομάδων και τη μετάβαση από την πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία στα έθνη-κράτη το οποίο διδάσκει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Πρόκειται για έναν ακαδημαϊκό με διεθνώς αναγνωρισμένο επιστημονικό και συγγραφικό έργο και με ενεργή δράση κατά των διακρίσεων και του ρατσισμού. Πριν από έναν χρόνο δέχτηκε απειλές από μέλη εξτρεμιστικών οργανώσεων με ακροδεξιό πρόσημο στην περιοχή της Κόνιτσας, από την οποία κατάγεται και όπου λειτουργεί με δική του πρωτοβουλία εδώ και 14 χρόνια το θερινό σχολείο για την ανθρωπολογία, την εθνογραφία και τη λαογραφία των Βαλκανίων.

Είναι πρόεδρος της νεοσυσταθείσας Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων καθώς και του ΔΣ του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης, όπου συναντηθήκαμε μετά την παρουσίαση της νέας εργασίας του στη Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο-cd με τίτλο «Ο lele / Ω λέλε» που υπογράφει είναι το πρώτο παγκοσμίως εγχείρημα καταγραφής μελοποιημένης ποίησης στη βλάχικη γλώσσα. Πρόκειται για μια συλλογή ποιημάτων που γράφτηκαν εξαρχής στα βλάχικα, τα οποία μαζί με τα ελληνικά είναι οι μητρικές γλώσσες του δημιουργού, με σκοπό να μελοποιηθούν. Η παρούσα έκδοση, όπως σημειώνει ο ίδιος, αποτελεί «κατάθεση ψυχής και ταυτότητας συνάμα».

Στο προοίμιο της έκδοσης αναφέρετε ότι «στα όνειρά σας μπερδεύονταν δύο κόσμοι».

Γεννήθηκα στην Αετομηλίτσα, Ντένισκο παλιότερα, στον Γράμμο. Σε ένα χωριό κατεστραμμένο οικιστικά και δημογραφικά από τον Εμφύλιο. Περίπου τετρακόσιοι άνθρωποι βρέθηκαν στις πρώην ανατολικές χώρες και εβδομήντα οικογένειες στην Αλβανία ως πρόσφυγες. Τριάντα οικογένειες μείναμε στην Ελλάδα. Κτηνοτρόφοι ήμασταν, μετακινούμενοι. Ζούσαμε πέντε μήνες στον Γράμμο και τον υπόλοιπο χρόνο στη Θεσσαλία. Στη Ροδιά ήταν το χειμαδιό μας. Σχολείο πήγαινα στον Τύρναβο. Και τα καλοκαίρια στο θερινό σχολείο του χωριού μου. Σε όλα τα βλαχοχώρια υπήρχαν θερινά σχολεία διότι μετακινούμασταν προτού τελειώσουν τα μαθήματα. Το απολυτήριο το παίρναμε από τα θερινά. Η μητρική γλώσσα των γονιών μου είναι τα βλάχικα, έμαθαν τα ελληνικά εκ των υστέρων. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, και η δική μου μητρική γλώσσα θα ήταν τα βλάχικα. Μα οι γλώσσες έγιναν δύο. Μία για τους μεγάλους και μία για τους μικρούς.

Τι εννοείτε;

Εγώ είμαι κατεξοχήν δίγλωσσος. Συνέβη το εξής: όταν ήμουν στο δημοτικό ο δάσκαλος στο ορεινό χωριό έπιασε τους γονείς μου και τους είπε: «Το παιδί σας είναι πολύ καλός μαθητής, μπορεί να γίνει και επιστήμονας, προσέξτε όμως να του μιλάτε μόνο ελληνικά για να μην έχει πρόβλημα». Άκουσαν τον δάσκαλο και εφάρμοσαν τη συμβουλή του κατά γράμμα. Μεταξύ τους μιλούσαν βλάχικα και σ’ εμένα απευθύνονταν στην ελληνική γλώσσα. Δεν μιλάω ποτέ με τη μάνα μου βλάχικα. Ακόμη και όταν μου δίνει τον λόγο στα βλάχικα έχω συνηθίσει να της απαντάω στα ελληνικά.

Αντιλαμβανόσασταν τη χρήση της βλάχικης γλώσσας ως κάτι απαγορευμένο;

Όχι, δεν υπήρξε σ’ εμάς άμεση απαγόρευση. Οι γονείς μας θέλανε να σπουδάσουμε για να φύγουμε από τη δύσκολη ζωή και αποδέχτηκαν ότι έπρεπε να μάθουμε την επίσημη γλώσσα του κράτους που ήταν η γλώσσα των γραμμάτων. Ήταν και εθνικόφρονες Ελληνες. Ο πατέρας μου ήταν περήφανος που πολέμησε στην Κορέα. Ήταν επιλογή των Βλάχων να είναι Έλληνες. Είχαν ελληνική συνείδηση. Πίστευαν στην ελληνικότητα, ιδιαίτερα αυτοί των κυρίαρχων τάξεων, της ελίτ, τους οποίους ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Η ελληνικότητα ήταν ένας μηχανισμός κοινωνικής ανόδου.

Πώς αντιμετώπιζαν οι δάσκαλοι στο σχολείο τους δίγλωσσους μαθητές;

Θυμάμαι κάποιους συμμαθητές μου, παιδιά που ήρθανε από την Αλβανία, που μπερδεύονταν πολύ. Αλλά όλοι κάναμε λάθη και τα γραπτά μας γέμιζαν κοκκινιές από τον δάσκαλο. Κάποιες φορές έδερνε και με τη βέργα. Μπερδεύονταν οι δύο γλώσσες, οι δύο κόσμοι. Ηταν όμως φυσικό, αυτό λέγεται γλωσσική προσαρμογή. Δεν ήταν μόνο το λεξιλόγιο αλλά και η δομή της γλώσσας στην οποία έπρεπε να μεταβούμε. Και αυτό ήταν επιταγή. Ανήκω στη γενιά που έζησε τη μετάβαση, όταν στα χωριά μας άρχισε η γλώσσα να περιθωριοποιείται. Πολλοί από μας τη γνωρίζουμε αλλά δεν τη μιλάμε. Στο χωριό μου δεν μιλάω βλάχικα. Για μένα είναι συνυφασμένο με την ελληνική γλώσσα από όταν άρχισα να σκέφτομαι στη γλώσσα του σχολείου. Μιλάω βλάχικα για να συνεννοηθώ στην Αλβανία όταν πηγαίνω για έρευνα, στη Βόρεια Μακεδονία, τη Ρουμανία. Εκεί καλλιέργησα τη γλώσσα. Σπούδασα ελληνική φιλολογία προτού γίνω ανθρωπολόγος, γράφω ποίηση στα ελληνικά, η γλώσσα μου είναι η ελληνική. Η άλλη απωθήθηκε. Μου βγήκε η ανάγκη να εκφραστώ στα βλάχικα μόλις πριν από πέντε χρόνια.

Τι σας κινητοποίησε;

Άρχισα να γράφω ποίηση στη βλάχικη γλώσσα αυθόρμητα μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Συνειδητοποίησα ότι η γλώσσα δεν μιλιέται πια στο σπίτι –οι γονείς μου μόνο μιλούσαν βλάχικα μεταξύ τους– και πως αν συμβαίνει το ίδιο σε όλα τα σπίτια, η γλώσσα θα χαθεί. Αισθάνθηκα το βάρος του χρέους και της ευθύνης να κάνω κάτι γι’ αυτό. Δεν είμαι γλωσσολόγος· ως ερευνητής ασχολούμαι με το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο της βλάχικης γλώσσας και επέλεξα να μιλήσω γι’ αυτή μέσω της ποίησης. Αρχισα αυθόρμητα να γράφω ποίηση και μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό γι’ αυτό που ήθελα να κάνω να μετατρέψω τα ποιήματα σε τραγούδια.

Ο στόχος σας είναι η διάδοση της βλάχικης γλώσσας μέσω της μουσικής;

Είναι ένα πείραμα. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα είχε τέτοια υποδοχή, που έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες μας. Με έχουν ήδη καλέσει για να τα παρουσιάσω στο Βελιγράδι, το Βουκουρέστι, στην Κορυτσά αλλά και στο Σικάγο. Η βλάχικη γλώσσα δεν μιλιέται μόνο στα Βαλκάνια. Είναι πολλοί που κουβαλούν αυτή την κληρονομιά στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Τα μηνύματα που δέχομαι είναι συγκινητικά και πολύ ενθαρρυντικά. Δεν είναι δημοτικά τραγούδια, είναι μοντέρνα. Αλλά θα ήμουν πολύ χαρούμενος να γίνουν δημοτικά τραγούδια και να ξεχαστεί το όνομά μου, με την έννοια ότι θα τα υιοθετήσει ο κόσμος, θα τα τραγουδάει στους δρόμους, θα διαδοθούν προφορικά.

Υπάρχει βλάχικο ζήτημα, κύριε Νιτσιάκο;

Το μόνο θέμα που υπάρχει αφορά τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Βλάχων που χρήζουν μελέτης και προστασίας. Από τη μια η γλώσσα κινδυνεύει να εξαφανιστεί καθώς μειώνεται ο αριθμός των φυσικών ομιλητών και από την άλλη είναι καιρός να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την όποια πολιτισμική ετερότητα ως κίνδυνο για την εθνική συνοχή και να τη δούμε ως πολιτισμικό πλούτο που ανήκει στην παγκόσμια κληρονομιά μας.

INFO

«O lele» θα πει «Οϊμένα», ένα επιφώνημα με αμφίσημη έννοια που αναφέρεται τόσο στον πόνο όσο και στην ανακούφιση από τον πόνο. Επίσης είναι επωδή στα βλάχικα μοιρολόγια.

Ετικέτες