«Blonde» ή τα θραύσματα ενός κατακερματισμένου icon

Η Ανα ντε Αρμας υποδύεται τη Μέριλιν Μονρό στο biopic «Blonde» του Netflix (Cr. Netflix © 2022)

Η ταινία «Blonde» στο Netflix έχει χωρίσει τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε αντιμαχόμενες παρατάξεις που επιτίθενται με σφοδρότητα η μία εναντίον της άλλης (η ιστορία της διαδικτυακής μας ζωής).

O Μπόμπι Καναβάλε και η Ανα ντε Αρμας (Cr. Netflix © 2022)

Μια πορνογραφία του τραύματος

Της

Εμυς Ντούρου

Ξεκίνησα να βλέπω το «Blonde» κάπως υποψιασµένη. Ωστόσο χρειάστηκε να το σταµατήσω γύρω στις πέντε φορές για να πάρω βαθιά ανάσα. Αναρωτήθηκα αν ήθελα πραγµατικά να το συνεχίσω. Η ταινία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Αντριου Ντόµινικ που προβάλλεται στο Netflix βασίζεται στο βιβλίο «Η ξανθιά» της Τζόις Κάρολ Οουτς. Από την πρώτη αράδα του προλόγου της ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για «διυλισµένη “βιογραφία” σε µορφή µυθιστορήµατος». Τι σηµαίνει αυτό; Οτι έχοντας διαβάσει βιογραφίες και έχοντας κάνει έρευνα σε αρχεία στέκεται σε καταστάσεις τις οποίες η ίδια θεωρεί πιο επιδραστικές στη ζωή της Μέριλιν Μονρό. Σηµαίνει όµως και κάτι άλλο. Οτι µε την ελευθερία που προσφέρει η µυθοπλασία πρόσθεσε φανταστικά πρόσωπα και καταστάσεις τα οποία κι αν υπήρξαν στην πραγµατικότητα δεν είχαν τον ρόλο που τους αποδίδεται. Ετσι, για παράδειγµα, χωρίς να υπάρχουν ντοκουµέντα τοποθετεί την ηρωίδα στο κέντρο ενός ερωτικού τρίο που αποτελείται από τον Κας Τσάπλιν και τον Εντι Ρόµπινσον, ενώ µεταθέτει τον θάνατο του πρώτου το 1962, παρά το γεγονός ότι πέθανε έξι χρόνια µετά.

Στην ταινία η σχέση της σταρ µε τους δύο άντρες αποτυπώνεται στη µοναδική σεκάνς στην οποία τη βλέπουµε να απολαµβάνει τον έρωτα. Πριν και µετά η Νόρµα Τζιν, την οποία οι στουντιάρχες ανάγκασαν να αλλάξει το όνοµά της σε Μέριλιν Μονρό για να ακούγεται πιο εύηχο και γλυκό στον µέσο καταναλωτή κινηµατογραφικών εικόνων, έζησε µια σειρά από µαρτυρικές εµπειρίες. Την πρώτη φορά που συνάντησε σε επαγγελµατικό ραντεβού µεγαλοπαραγωγό του Χόλιγουντ βρέθηκε να κακοποιείται σεξουαλικά. Κάπου στο µέσο της ταινίας ανακαλεί την τραυµατική εµπειρία και ο σκηνοθέτης µας ξαναδείχνει τα πλάνα, αυτήν τη φορά αφήνοντας να φανεί και το πέος πριν από τη διείσδυση – σε περίπτωση που δεν καταλάβαµε τι είδαµε πριν.

Σε γενικές γραµµές η ταινία εστιάζει στην έλλειψη του πατέρα που δεν γνώρισε, στις εκτρώσεις, τις αποβολές και στη σχέση της µε τους άντρες. Εχουν γραφτεί πολλά για τους οµηρικούς καβγάδες της µε τον Τζο ντι Μάτζιο, έναν βαθιά συντηρητικό άνθρωπο που την πίεζε να εγκαταλείψει το σινεµά για να µαγειρεύει µε την Ιταλίδα µάµα σάλτσες µε σκόρδο. Κοινό µυστικό είναι ο ξυλοδαρµός που υπέστη από εκείνον επειδή τόλµησε να κάνει αυτό που απαιτούσε ο ρόλος της στο «Επτά χρόνια φαγούρα», να σταθεί δηλαδή πάνω από τον εξαερισµό του µετρό της Νέας Υόρκης και να αφήσει το φόρεµά της να χορέψει µε τη φορά του αέρα.

Η Μέριλιν Μονρό στη θρυλική σκηνή της σχάρας του μετρό στα «Επτά χρόνια φαγούρα» (Garry Winogrand from the portfolio «Big Shots», 1955, MoMA)

Γνωστά είναι και τα σοβαρά ψυχικά θέµατα που είχε κληρονοµήσει από τη µητέρα της – δεν ήταν απλώς µια γυναίκα µε daddy issues και πειραγµένα νεύρα, όπως εν ολίγοις πλανάται στην ταινία. Παρότι για δεκαετίες παραµένει στη σφαίρα της θεωρίας συνωµοσίας, στην ταινία δηλώνεται ανοιχτά ότι οι Κένεντι είχαν καλωδιώσει το σπίτι της, ενώ τονίζεται και η άθλια συµπεριφορά του Τζον Κένεντι απέναντί της. Κι εκεί που αρχίζεις να πιστεύεις ότι κάτι θα ειπωθεί ή θα υπονοηθεί για τα απόρρητα µυστικά του προέδρου των ΗΠΑ, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης περνάει γρήγορα στην επόµενη φάση και δείχνει την ηρωίδα να κάνει στον Κένεντι σχεδόν ρεαλιστικά πεολειχία και λίγο µετά να καταλήγει µες στα αίµατα – στο βιβλίο περιγράφεται βιασµός της από άντρα ή άντρες της φρουράς, αλλά η παραγωγή το προσπέρασε.

Σε γενικές γραµµές το φιλµ είναι καλογυρισµένο, η παραγωγή πλούσια (µεταξύ των παραγωγών ο Μπραντ Πιτ), το καστ σωστά επιλεγµένο – τα µεγάλα µάτια και το στρογγυλό στόµα της Ανα ντε Αρµας παραπέµπουν στην παιδικότητα και την αθωότητα που τόσο βάναυσα πληγώνονται. Οµως η ταινία παρουσιάζει εµµονικά τη βία και τον πόνο –σχεδόν χωρίς παύσεις–, µε την ηρωίδα σε ατέρµονο µαρτύριο, πάντα θύµα των καταστάσεων. Στις δύο ώρες και σαράντα έξι λεπτά που διαρκεί η ταινία ελάχιστες φορές δεν κλαίει, δεν κακοποιείται, δεν χάνεται και δεν καταναλώνει αλκοόλ και βαρβιτουρικά, ενώ οι όποιες µικρές χαρές της αφορούν µόνο τη συναναστροφή της µε τους άντρες – κατά τη διάρκεια του σεξ µε τους Κας Τσάπλιν και Εντι Ρόµπινσον ή την ηµέρα που παντρεύεται τον Αρθουρ Μίλερ.

Παρεµπιπτόντως, στην ταινία δεν υπάρχουν γυναίκες. Υπάρχει η µάνα (εξαιρετική η Τζούλιαν Νίκολσον) από την οποία ξεκινά το τραύµα – οι υπόλοιπες έχουν διακοσµητικό ρόλο, κάτι που δεν συµβαίνει στο βιβλίο της Οουτς. Βασικά ούτε η Μέριλιν Μονρό ως ηθοποιός υπάρχει, παρά µόνο σε σκηνές που η εικόνα της προβάλλεται σε πρεµιέρες ταινιών ή την ώρα που αστράφτουν τα φλας. Αντιθέτως, διαρκώς παρούσα είναι η Νόρµα Τζιν, η οποία δεν ξέρει πώς να αντιµετωπίσει την απήχηση που έχει η δηµόσια εικόνα της Μέριλιν. Μεγάλη παράβλεψη είναι η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στον Κλαρκ Γκέιµπλ µε τον οποίο συναντιέται στα γυρίσµατα των «Αταίριαστων» και στο βιβλίο σχετίζεται µε την εικόνα που έχει για τον πατέρα της – στην ταινία του Χιούστον που είναι η τελευταία και για τους δύο πρωταγωνιστές η Μονρό έδωσε την καλύτερη ερµηνεία της, πείθοντας ακόµη κι εκείνους που δεν πίστευαν στο ταλέντο της.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του «Blonde» επέλεξε τις πιο σκληρές προσωπικές ιστορίες της µυθιστορηµατικής βιογραφίας και τις παρουσίασε µε τρόπο σχεδόν σαδιστικό. Θέλησε να µιλήσει για το τραύµα και τελικά έφτιαξε µια πορνογραφία του τραύµατος. Θα µπορούσε να είναι µια προσέγγιση για γερά στοµάχια, αν τολµούσε να κλείσει την ταινία µε το τελευταίο κεφάλαιο της Οουτς. Αντιθέτως, έσπρωξε κάτω από το χαλί το επώδυνο κοµµάτι που αφορά την εκδοχή της δολοφονίας και κράτησε το ποιητικό. Κάπως έτσι η Μέριλιν Μονρό µια µέρα απλώς δεν ξύπνησε. Πώς όµως θα ανοίξει ο δρόµος για τα Οσκαρ αν ειπωθεί τόσο ανοιχτά από το Χόλιγουντ ότι ίσως να µην πέθανε έτσι απλά;

O Ζέιβιερ Σάμιουελ, η Ανα ντε Αρμας και ο Εβαν Ουίλιαμς (© Ματ Κένεντι/Netflix)

Ασυνάρτητο wannabe biopic

Του

Γιάννη Τσιούλη

Δημοσιογράφου – αρχισυντάκτη του περιοδικού «DownTown»

Το όνοµα Μέριλιν Μονρό είναι συνώνυµο της φαντασίωσης. Για την ακρίβεια είναι η προσωποποίηση της έννοιας. Το όνοµα µιας γυναίκας που έχει χαραχτεί στην ποπ ιστορία όσο καµιάς άλλης και όλοι τη θυµούνται λιγότερο µάλλον για το ταλέντο της –το οποίο κάποτε αµφισβητήθηκε, αλλά η ιστορία δικαίωσε την ίδια και όχι τους επικριτές της– και περισσότερο για την οµορφιά της και τη χάρη της. Η απόλυτη bombshell, η γυναίκα που όρισε για δεκαετίες τη θηλυκότητα και έθεσε τον πήχη της οµορφιάς. Η Νόρµα Τζιν Μπέικερ· η Μέριλιν Μονρό. Η ζωή αυτή της γυναίκας είναι το αντικείµενο της νέας ταινίας του σκηνοθέτη Αντριου Ντόµινικ για λογαριασµό του Netflix µε πρωταγωνίστρια την Ανα ντε Αρµας, η οποία πήρε τον ρόλο-εισιτήριο για τη µεγάλη λίγκα του Χόλιγουντ µε την ελπίδα να αποσπάσει και το πρώτο της χρυσό αγαλµατίδιο. Καταφέρνει όµως η ταινία αυτή να δικαιώσει µια γυναίκα που έζησε ένα ιλουστρασιόν όνειρο κι έναν σκοτεινό εφιάλτη ταυτόχρονα και να γράψει την κινηµατογραφική ιστορία που πέτυχε η ηθοποιός, της οποίας η ζωή ζωντανεύει µέσα από το φιλµ; Για µένα όχι.

Αρχικά να πούµε ότι η ταινία δεν είναι βιογραφικό φιλµ (biopic), αλλά βασίζεται στο µυθιστόρηµα της Τζόις Κάρολ Οουτς που αναφέρεται στα πραγµατικά γεγονότα της ζωής της ηθοποιού µε αρκετά χαλαρό τρόπο, το οποίο σηµαίνει ότι υπάρχει ένα µεγάλο κοµµάτι fiction που καλύπτει τις ανάγκες της ιστορίας που αφηγείται η συγγραφέας. Στο ίδιο πνεύµα βρίσκεται και η ταινία, η οποία αποτελεί συρραφή τροµακτικών και τραυµατικών σκηνών από τη ζωή της Μέριλιν. Η κακοποιητική µητέρα της που πάλευε µε την ψυχική ασθένεια, η απουσία του πατέρα της που τη στιγµάτισε για µια ζωή, οι τοξικοί γάµοι, η εκµετάλλευση από τους ιθύνοντες της βιοµηχανίας του θεάµατος και τα πιο σκοτεινά σηµεία της ζωής της µπαίνουν σε µια γραµµική αφήγηση που οριακά µοιάζει να ροµαντικοποιεί το τραύµα της Μονρό. Η ταινία είναι αισθητικά στιλιζαρισµένη σε υπερβολικό βαθµό, µε δραµατικές παύσεις, εναλλαγές σε ασπρόµαυρο και έγχρωµο και µε αρκετά σηµεία αποτυχηµένου overacting των πρωταγωνιστών που αγγίζει τα όρια του κλισέ. Οµως δεν είναι αυτά που την κάνουν προβληµατική αλλά η ουσία της, δηλαδή ο τρόπος που ο σκηνοθέτης αντιµετωπίζει µια κατακερµατισµένη γυναίκα που πάλευε ενάντια σε µια βιοµηχανία που δεν αγαπούσε πραγµατικά τις γυναίκες. ∆εν ξέρω αν έχει ακουστεί κάτι πιο ανατριχιαστικό από την Ανα ντε Αρµας να φωνάζει κάθε σύζυγό της στην οθόνη «daddy», κάτι πιο άβολο από τον διαχωρισµό της Νόρµα Τζιν από τη Μέριλιν, ο οποίος δείχνει µια γυναίκα να αναφέρεται µε µίσος ακόµη και στην επιτυχία της. Η Μέριλιν ήταν θύµα της πατριαρχίας πολλές δεκαετίες πριν και µε το «Blonde» µοιάζει να είναι θύµα της ξανά, καθώς η αντρική θεώρηση της ζωής της δεν δικαιώνει τη γυναίκα µε την προσωπικότητα που έµεινε στην ιστορία. Αλλά και η δικαίωση να µην είναι το ζήτηµα για τον θεατή, το θέµα είναι ότι δεν αντιµετωπίζεται καν µε τιµιότητα και ότι οι ανακρίβειες για τη ζωή της µάλλον προκαλούν αµηχανία σε όποιον το βλέπει. Το φιλµ αντί να ασχοληθεί µε το ταλέντο της, που ακόµη και σήµερα συγκινεί το κοινό, εστιάζει εµµονικά στο σώµα, τη βάζει να µιλά µε αγέννητα µωρά σε ένα κρεσέντο µισογυνισµού και δεν ρίχνει φως στην πραγµατική ιστορία της, που ήταν πολύ διαφορετική από τις σινεµασκόπ επιγραφές, τα αστραφτερά διαµάντια και τα καλοφωτισµένα κόκκινα χαλιά της καριέρας της. Στο αιώνιο κινηµατογραφικό debate ουσία ή στιλ ο σκηνοθέτης διαλέγει στιλ και εικονοκλαστική οµορφιά στις σεκάνς του, χάνοντας την ιστορική ευκαιρία να µιλήσει για τη ζωή µιας γυναίκας που ήταν θύµα ενός κόσµου που δεν είχε ποτέ πρόθεση να τη στηρίξει και να την αποθεώσει όπως της άξιζε, αλλά την εκµεταλλευόταν µέχρι την τελευταία της πνοή.

INF0

Η ταινία «Blonde» προβάλλεται στο Netflix

Ετικέτες