«Μα γιατί δεν χρησιμοποιείς το ChatGPT;». Είναι η συνήθης ερώτηση στην οποία καλούμαστε τελευταία να απαντήσουμε όσοι γράφουμε. Σαν να χάνουμε κάτι αυτονόητο. Κάποιοι πιστεύουν ότι έτσι θα διευκολυνθεί η ζωή μας, θα μπορούμε να ξεπετάμε κείμενα μέσα σε λίγα λεπτά – κείμενα που θα χρειάζονταν ώρες για να γραφτούν. Ασε που μέσα σε μία μέρα μπορούμε να παράγουμε (διότι περί παραγωγής μιλάμε) όσα κείμενα θέλουμε – τόσα που στο τέλος δεν θα βρίσκουν μάτια να τα διαβάσουν. Κι αφού τα παραδώσουμε τι θα κάνουμε; Θα καθόοομαστε… Θα τρέχουμε στις παραλίες με ξέπλεκες πλεξούδες και θα χαιρόμαστε τη ζωή μας.
Τι κι αν προσπαθούμε να εξηγήσουμε ότι δεν είναι πολύ απλά τα πράγματα. Οτι εκπαιδεύοντας τον εγκέφαλο στην ευκολία θα σταματήσει να κάνει τις συνάψεις που έχει συνηθίσει, διότι δεν θα έχει πλέον λόγο να το κάνει. Και αυτό κάτι θα σημαίνει και για τη σκέψη και για τις πηγές που την κατευθύνουν. Σε ό,τι αφορά τη δημοσιογραφία, πώς θα είμαστε σίγουροι για τα κείμενα που θα γράφονται μόνα τους όταν δεν ξέρουμε από ποια δεξαμενή έχουν αντληθεί οι πληροφορίες; Και αφού έχουμε χάσει την κρίση μας, πώς θα καταλαβαίνουμε πότε έχουμε να κάνουμε με προπαγάνδα; Πρόσφατα δημοσιεύτηκε σχετική μελέτη από το ΜΙΤ. Συμμετέχοντες σε έρευνα που έκαναν χρήση του ChatGPT στη συγγραφή δοκιμίων εμφάνισαν χαμηλότερη γνωσιακή εμπλοκή και υστερούσαν σταθερά σε νευρωνικό, γλωσσικό και συμπεριφορικό επίπεδο από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες που είτε χρησιμοποίησαν την Google για να αντλήσουν πληροφορίες είτε έγραψαν χωρίς καμία βοήθεια. Με την πάροδο του χρόνου όσοι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν ChatGPT έγιναν πιο παθητικοί και κατέληξαν στο copy-paste. Σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας Νατάλια Κοσμίνα, αν σε έξι οκτώ μήνες υπάρξει σχετικός νόμος να μπει το ChatGPT στα νηπιαγωγεία, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά για τους αναπτυσσόμενους –άρα και πιο ευάλωτους– εγκεφάλους.