CNN: Γιατί ο Τραμπ δεν έχει παρέμβει στη νέα κρίση Ινδίας – Πακιστάν στο Κασμίρ;

Στις «χλιαρές» αντιδράσεις του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλτ Τραμπ στην ένταση μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων Ινδία και Πακιστάν, εστιάζει σε εκτενές δημοσίευμά του το CNN, αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους δεν έχει -μέχρι στιγμής- επέμβει αποφασιστικά.

«Η βίαιη κρίση που έχει ξεσπάσει μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι ακριβώς το είδος της διεθνούς έκτακτης ανάγκης που θα κάποτε θα προκαλούσε μια πλήρη διπλωματική εκστρατεία κατευνασμού των ΗΠΑ και αποτροπής της γενίκευσης», αναφέρει χαρακτηριστικά το CNN, ωστόσο, όπως τονίζει, η τελευταία αυτή σύγκρουση για το Κασμίρ ίσως αποδειχτεί μια δοκιμασία για τις προθέσεις ή και τις ικανότητες παγκόσμιας σύγκλισης από τη διοίκηση διοίκηση Τραμπ, αλλά και για τη διεθνή κοινότητα που ίσως κληθεί να ανταποκριθεί σε μία κρίση χωρίς αμερικανική εμπλοκή.

Διαβάστε επίσης: Ανάλυση CNN: Η «απάντηση» του Πακιστάν θα κρίνει την πορεία της έντασης με την Ινδία – Τα τρία σενάρια

«Είναι κρίμα. Ελπίζω απλώς να τερματιστεί σύντομα», αρκέστηκε να πει ο Ντόναλντ Τραμπ την Τρίτη, μετά τις πρώτες επιθέσεις της Ινδίας ως αντίποινα στην τρομοκρατική επίθεση της 22ας Απριλίου κατά Ινδών τουριστών.

«Τα πάω καλά και με τους δύο, γνωρίζω και τους δύο πολύ καλά και θέλω να τους δω να τα βρίσκουν», δήλωσε ο Τραμπ κάνοντας ένα περαιτέρω βήμα «καλής θέλησης», χωρίς να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να εμπλακεί. «Εχουν κινηθεί εκδικητικά. Ελπίζω λοιπόν ότι μπορούν να σταματήσουν τώρα. Αν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω, θα είμαι εκεί», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τις τελευταίες εβδομάδες και φυσικά μετά τα πυραυλικά πλήγματα της Ινδίας σε πακιστανικό έδαφος, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο βρίσκεται σε επαφή με κορυφαίους αξιωματούχους της Ινδίας και του Πακιστάν. Ωστόσο, μέχρι στιγμής «δεν υπάρχουν ενδείξεις για μια διευρυμένη προσπάθεια των ΗΠΑ να συντονίσουν τη διεθνή διαμεσολάβηση ή τη διαχείριση της κρίσης», σημειώνει το CNN.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, αυτό ίσως οφείλεται εν μέρει στο ότι η χρονική συγκυρία δεν είναι ακόμη ώριμη για διπλωματία, καθώς όλοι αναμένουν ενέργειες κλιμάκωσης εκατέρωθεν.

«Η απάντηση των ΗΠΑ θα παρακολουθείται στενά τις επόμενες ημέρες, διότι η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ έχει πετάξει στα σκουπίδια το εγχειρίδιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, δημιουργώντας ένα κενό εκεί όπου κάποτε λειτουργούσε μια πολυεθνική ηγεσία υπό τις ΗΠΑ», σχολιάζει το CNN.

«Ο Τραμπ έχει περιορισμένο ενδιαφέρον στην οικοδόμηση διεθνών συνασπισμών και στην ενεργοποίηση αμερικανικών συμμαχιών προς επίτευξη κοινών στόχων. Είναι πιο πρόθυμος να κάνει επίδειξη της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ προκειμένου να χειραγωγήσει μικρότερα έθνη προς όφελος της Αμερικής και βλέπει μικρή διαφορά μεταξύ συμμάχων και αντιπάλων στην κοσμοθεωρία του. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν μάλλον ανακόλουθο να δούμε έναν πρόεδρο που έχει επεκτατικά σχέδια για τη Γροιλανδία, τον Καναδά και τον Παναμά να μεσολαβεί σε μία από τις πιο ενοχλητικές εδαφικές αντιπαραθέσεις στον κόσμο», αναφέρει ακόμη.

Ενώ ο Τραμπ έχει αναγάγει την ειρήνευση σε ακρογωνιαίο λίθο της νέας του θητείας, οι προσπάθειές του για την αποκλιμάκωση των παγκόσμιων συγκρούσεων, εν μέσω εξελισσόμενων πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα, καταγράφουν μικρή πρόοδο. Εν τω μεταξύ, ο ισχυρισμός του ότι οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη δεσμεύθηκαν να σταματήσουν τις επιθέσεις στη διεθνή ναυτιλία μετά τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ δεν έχει ακόμη επαληθευτεί.

Οι διπλωματικές πιέσεις του Τραμπ στην Ουκρανία και τη Γάζα δεν πραγματοποιούνται χωρίς τίμημα, αντιθέτως εμπεριέχουν συναλλακτικούς στόχους για οικονομικά ή άλλα οφέλη υπέρ των ΗΠΑ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος άσκησε πιέσεις στο Κίεβο για μία συμφωνία εκμετάλλευσης του ουκρανικού ορυκτού πλούτου και των σπάνιων γαιών. Στην περίπτωση της Γάζας, οραματίστηκε την εκδίωξη των Παλαιστινίων –μια ενέργεια που θα ισοδυναμούσε με μια νεοαποικιακή πράξη εθνοκάθαρσης, σύμφωνα με το CNN–, ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να μπορέσουν να οικοδομήσουν «τη Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής». Αντιθέτως, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, «δεν υπάρχουν προφανή οικονομικά ή άλλα πλεονεκτήματα για τις ΗΠΑ στο Κασμίρ που θα μπορούσαν να προσελκύσουν την προσοχή του Τραμπ».

Το CNN επικαλείται επίσης τις κινήσεις των ΗΠΑ στο παρελθόν –μεταξύ των οποίων τη διαμεσολάβηση του Τζίμι Κάρτερ στις ειρηνευτικές συμφωνίες μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου και τον τερματισμό του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία από τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον–, πρωτοβουλίες που χρειάστηκαν χρόνια οικοδόμησης εμπιστοσύνης και έντονης προπαρασκευαστικής διπλωματίας σε επίπεδο χαμηλότερης ιεραρχίας.

Οπως τονίζεται στο δημοσίευμα, «κατά τους τρεις μήνες της θητείας Τραμπ δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο Αμερικανός πρόεδρος έχει κίνητρο να οργανώσει μια παρόμοια στρατηγική μακροπρόθεσμα, για οποιαδήποτε υφιστάμενη σύγκρουση, πόσω μάλλον σε μια νέα στη Νότια Ασία»

«Τώρα έχουμε έναν πρόεδρο στον Λευκό Οίκο που λέει ότι δεν θέλει να είναι ο αστυνόμος του κόσμου. Και επίσης δείχνει πιθανώς μεγαλύτερη συμπάθεια προς τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι παρά προς τους Πακιστανούς», σημειώνει ο Τιμ Γουίλσι πρώην Βρετανός διπλωμάτης.

Η σύγκρουση στο Καργκίλ το 1999

Η πιο ανησυχητική περίπτωση των τελευταίων χρόνων στο Κασμίρ ήταν η σύγκρουση του Καργκίλ, το 1999, όταν ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον παρενέβη εν μέσω αυξημένων ανησυχιών μεταξύ των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να γενικευθεί, εξελισσόμενος σε μια ολέθρια σύγκρουση μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων.

Στην τελευταία ινδοπακιστανική σύγκρουση του 2019, όταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν και πάλι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο κινητοποιήθηκε με πολύ γρήγορο και δυναμικό τρόπο προκειμένου να αποτραπούν τα χειρότερα.

Οι έως τώρα κινήσεις του Τραμπ δεν κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.

Νέα κρίση σε έναν διαφορετικό κόσμο

Πέρα από την απροθυμία της κυβέρνησης Τραμπ να παίξει τον παραδοσιακό ρόλο της παγκόσμιας «κηδεμονίας» των ΗΠΑ, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που εξηγούν το γιατί οι διπλωματικές τακτικές του παρελθόντος μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικές σε μια περισσότερο διασπαμένη και ασταθή διεθνή τάξη.

Μια από τις συνέπειες της κρίσης του 1999 ήταν να φέρει τις ΗΠΑ πιο κοντά την Ινδία, που αποτελεί ένα ολοένα και πιο ισχυρό, δυναμικό και πλούσιο κράτος. Ολες οι κυβερνήσεις στην Ουάσιγκτον ακολούθησαν το παράδειγμα του Κλίντον, και ο ίδιος ο Τραμπ είναι σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο κοντά στον Μόντι.

Η σοκαριστική φύση των επιθέσεων κατά άοπλων περιηγητών στο Κασμίρ έφερε επίσης θερμά συναισθήματα υπέρ της Ινδίας (και όχι μόνο στην Ουάσιγκτον) και την αίσθηση ότι το Νέο Δελχί τηρεί το δικαίωμα της αυτοάμυνας, ακόμη και αν υπάρχουν ανησυχίες σε μεγάλο τμήμα της υφηλίου σχετικά με την καταπίεση των μουσουλμάνων από τον Μόντι τα τελευταία χρόνια στο ινδοκρατούμενο Κασμίρ, υποστηρίζει το CNN. Το Πακιστάν έχει αρνηθεί ότι φιλοξενεί στρατόπεδα τρομοκρατών από όπου σχεδιάστηκαν οι επιθέσεις.

Εν τω μεταξύ, η ικανότητα των ΗΠΑ να πιέσουν το Πακιστάν έχει ελαττωθεί από το τέλος της δύσκολης συμμαχίας των δύο χωρών στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και με την έξοδο των Αμερικανών από το Αφγανιστάν.

Πλέον, το Πακιστάν έχει επιστρέψει πλήρως στο μακροχρόνιο πολιτικό του δόγμα υπέρ της Κίνας, πράγμα που σημαίνει ότι καθένας από τους δύο αντιπάλους στην περιοχή έχει κι από έναν σύμμαχο-υπερδύναμη.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει υπάρξει αλλαγή στη θέση των ΗΠΑ τα τελευταία έτη», λέει ο Μίλαν Βάισναβ, διευθυντής του προγράμματος Νότιας Ασίας στο Κληροδότημα Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη, μιλώντας στο CNN.

«Η Ινδία αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς στρατηγικούς εταίρους των HΠA, ενώ η σημασία του Πακιστάν έχει πραγματικά μικρύνει. Θεωρώ πως οι Αμερικανοί αναμένουν ότι το Πακιστάν θα απαντήσει και τότε ελπίζουν ότι στο σημείο εκείνο και οι δύο πλευρές θα προσπαθήσουν να δείξουν ότι έχουν επιτύχει και να βρουν μια τακτική εξόδου από την κρίση», προσθέτει.

Εν απουσία της Ουάσιγκτον, μπορεί η διαμεσολάβηση να ξεκινήσει στη Μέση Ανατολή: Το Κατάρ, για παράδειγμα, έχει διαδραματίσει ρόλο-κλειδί στις προσπάθειες για εκεχειρία και απελευθέρωση ομήρων μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Ωστόσο η κυβέρνηση του Κατάρ, χώρας που όπως και το Πακιστάν είναι σουνιτική στην πλειονότητά της, εξέφρασε συλλυπητήρια και καταδίκασε την επίθεση κατά του ινδικού Κασμίρ. Ο Τύπος στην Ινδία, ο οποίος σε τέτοιες στιγμές μπορεί να παίξει εμπρηστικό ρόλο, αποκάλυψε τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Μόντι και του εμίρη του Κατάρ, Σεΐχη Ταμίμ αλ-Θάνι, την οποία αντιμετώπισε ως μελετημένη απομάκρυνση από την πακιστανική κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός του Κατάρ, Μοχάμεν μπιν Αμπντουλραχμάν αλ-Θάνι, είχε στο μεταξύ ξεχωριστές τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Ινδό υπουργό Εξωτερικών και τον πρωθυπουργό του Πακιστάν Σαρίφ. Το υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε σε δήλωσή του πως η χώρα απολαύει «πλήρους στήριξης» για όλες τις περιφερειακές και διεθνείς προσπάθειες επίλυσης των ζητημάτων ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν.

Ο κ. Γουίλσι ισχυρίζεται ότι οι πιστωτές του Πακιστάν, ανάμεσά τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ για να επιβάλουν στο Ισλαμαμπάντ να συγκρατηθεί, δεδομένου ότι το Πακιστάν βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση.

Ωστόσο, αν δεν υπάρξει μια πραγματικά μεγάλη κλιμάκωση, θεωρείται απίθανο να ηγηθούν οι ΗΠΑ των διεθνών προσπαθειών για τερματισμό της κρίσης, εκτιμά τέλος το CNN.

Διαβάστε επίσης: 

Η σπουδή του Χρυσοχοΐδη να ξεπλύνει την ακροδεξιά

Θρίλερ στο Παγκράτι: Η στιγμή που το τζιπ τυλίγεται στις φλόγες – Εξετάζεται το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας (Video)

Κονκλάβιο: Σε εξέλιξη η δεύτερη συνεδρίαση των Καρδινάλιων – Αυξάνονται οι πιθανότητες για λευκό καπνό (LIVE)

Θεσσαλονίκη: Μαχαίρια, σιδηρογροθιές και ρούχα της Χρυσής Αυγής – Έτσι δρούσε η ακροδεξιά οργάνωση

Κύρτσος: «Ο Μητσοτάκης στήνει και την εκλογή μητροπολίτη στην Κρήτη»