Δίκη – Μάτι: «Νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν, ήταν οι γονείς μου»

Δίκη – Μάτι: «Νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν, ήταν οι γονείς μου»

Τα όσα έζησαν το μοιραίο βράδυ του Ιουλίου που έχασαν τους γονείς τους στη φονική πυρκαγιά κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα.

«Έπαιρνα τηλέφωνο πυροσβεστική, δε το σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12. Στις 3 μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε, δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Όσες φορές και να μίλησα μαζί τους. Στη Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα, τους αφήσαν και κάηκαν ζωντανούς» κατέθεσε η Μαρίκα Μάσχα ενώ ο αδελφός της κατέθεσε εν μέσω λυγμών πως «είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά με πήρα γύρω στις 5 και μου είπαν τους βρήκα. Πήγα και είδα ότι αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα. Περιμέναμε μέχρι 12- 1 να έρθει του ΕΚΑΒ. Μετά μου λέγαμε θα έρθει η πολιτική προστασία. Ήρθαν γύρω στις 3:30 τελικά και μαζέψανε στάχτες. Κανείς δεν τους ειδοποίησε».

Υποβασταζόμενη οδηγήθηκε στο βήμα του μάρτυρα

Η Δέσποινα Ζαφειρίου ανέβηκε υποβασταζόμενη στο βήμα του μάρτυρα και κατέθεσε τη δική της δραματικη εμπειρία καθώς εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγό της στην οδό Τρίτωνος στο Μάτι. Η φωτιά τους έπιασε όσο βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητό τους προσπαθώντας να φύγουν από την περιοχή. «Ακινητοποιηθήκαμε. Ανοίγω την πόρτα όπως είμαστε σταματημένοι και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει ήταν καμένος…» είπε.

Η ίδια σημείωσε πως λίγο αργότερα βρήκε ένα λάστιχο με νερό και έριχνε στον σύζυγό της σε μια προσπάθεια να τον κρατήσει στη ζωή. «Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει ”μην κουνηθείς, έρχομαι”. Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει επανειλημμένως φωνάζαμε στο Δήμο. Μας πήγαν στον Ευαγγελισμό. Όταν εγκλωβιστήκαμε κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Όταν τις ανακτούσε φώναζε ”φύγε να σε βρουν εγώ θα πεθάνω”. ”Δε φεύγω” του έλεγα» .

Όλοι οι μάρτυρες τόνισαν την απουσία οποιασδήποτε ενημέρωσης από τις αρχές. Η Αγγελική Τζούλια- Δημητροπούλου η οποία κατέθεσε και εκείνη σήμερα έχασε τον σύζυγό το βράδυ της 23ης Ιουλίου. Η ίδια βρισκόταν στο σπίτι τους. Εκείνη μαζί με την κόρη της, το εγγονάκι της και μία φιλική οικογένεια κατάφεραν και έφυγαν εγκαίρως επειδή τους προειδοποίησαν κάποιοι πολίτες. Ο άνδρας της έμεινε πίσω. «Έπαιρνα το σύζυγο μου τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Βγήκε από το αυτοκίνητο του για να σωθεί. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα που ήταν διασωληνωμένος και καμένος. Ο γιος μου, μου περιέγραψε όλα αυτά που έζησε» είπε.

Εισαγγελέας: Μέχρι στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;

Μάρτυρας: Όχι. Απολύτως καμία.

Εισαγγελέας: Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;

Μάρτυρας: Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.

Ο γιος του θύματος, Γρηγόρης Τζούλιας, περιέγραψε όσα του είπε ο πατέρας του.

«Μου είπε ότι δεν τον ενημέρωσε κανένας. Είδε τη φωτιά και προσπάθησε να φύγει. Πήγε μέχρι λίγο πιο κάτω και τον έκαψε το θερμικό κύμα. Δεν είχε ενημέρωση, δεν είδε εναέρια μέσα. Πάντα περνούσε ένα περιπολικό μία σειρήνα κάτι και ενημέρωνε» τόνισε ο μάρτυρας.

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η Ειρήνη Τζούλια, κόρη του θυμάτος και είπε: «Δεν είδα πυροσβεστική, αστυνομία τίποτα. Ο πατέρας μου έμεινε να κλείσει το σπίτι κλπ. Όταν αποφάσισε να φύγει, η φωτιά είχε φτάσει. Είδε γείτονες να καίγονται, άνοιξε την πόρτα βγήκε έξω και κάηκε από το θερμικό κύμα. Πήγε σε μία γειτόνισσα και του έριξε νερό. Τον είδε ένας γείτονας και τον πήγε στο κέντρο υγείας».

Τον πατέρα τους έχασαν και οι μάρτυρες Ιωσήφ και η Ευαγγελία Πλυμάκη. Όπως κατέθεσαν ο πατέρας τους πέθανε επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού του στη Νέα Μάκρη και επέστρεψε στην περιοχή για να τα πάρει. «Ο πατέρας μου βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία. Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν» κατέθεσε η Ευ. Πλυμάκη, ενώ ο αδελφός της Ιωσήφ, είπε:«Οι γονείς μου είχαν πάει την ημέρα της καταστροφής στη Νέα Μάκρη. Επέστρεψαν και επειδή ξέχασε ο πατέρας μου τα κλειδιά πήγε να πάρει. Δεν είχε καμία ενημέρωση».

Ενώπιον του δικαστηρίου κατέθεσαν και οι συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη ο οποίος έχασε τη ζωή του μαζί με τη σύζυγό του, Χρύσα Σπηλιώτη.

«Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου, είδα το σπίτι του αδελφού, ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα αδελφού μου στο κτήμα φράγκου. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία. Θεώρησα πως ο αδελφός μου ως δεινός κολυμβητής θα μπορούσε να είχε διαφύγει. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον Φράγκου και την μητέρα του. Μου είπε επί λέξη η μητέρα του: «η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό.» Εκεί βρήκα και σκύλο αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο» είπε ο Κωνσταντίνος Τουρναβίτης.

Από την πλευρά της η κόρη του θύματος, Αλίκη αρκετά φορτισμένη κατέθεσε ότι «ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στη Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι. Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στη Κινέτα. Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 πια τα τηλέφωνα τους δε λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε dna και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter