Δόκτωρ Κλιντ και Μίστερ Ίστγουντ

Δόκτωρ Κλιντ και Μίστερ Ίστγουντ

Προτού ασχοληθεί με το σινεμά ο Κλιντ, γεννημένος στις 31 Μαΐου 1930 από εργάτες γονείς (στην εποχή του κραχ ο πατέρας του δούλευε σε ορυχείο και η μητέρα του σε εργοστάσιο αλλά το ότι δεν είχαν σταθερή δουλειά τούς ανάγκαζε να μετακομίζουν διαρκώς), είχε δουλέψει ως ξυλοκόπος, πυροσβέστης, ναυαγοσώστης, εργάτης σε χαλυβουργείο, ενώ κατατάχτηκε στο αμερικανικό στρατό με την προοπτική να πολεμήσει στην Κορέα, αλλά δεν πήγε ποτέ στο μέτωπο. 

Η κλίση του όμως στις τέχνες –κυρίως στη μουσική, λάτρευε την τζαζ ενώ έπαιζε πιάνο σε μαγαζιά με αμοιβή δωρεάν ποτά– και μια φιλία στον στρατό τον οδήγησαν στο Χόλιγουντ και στη Universal που «ζητούσε ψηλούς, εμφανίσιμους νεαρούς» για μικρούς ρόλους αντί αμοιβής 75 δολαρίων τη βδομάδα.

Ο 25άχρονος Κλιντ έκανε το ντεμπούτο του στο «Revenge of the creature» του Τζακ Αρνολντ και για πρώτη φορά έβλεπε τόσα λεφτά στη ζωή του που τον βοηθούσαν να ταΐσει την οικογένειά του. Ομως το μεγάλο μήλο του Αδάμ που είχε δεν άρεσε σε κάποιον παραγωγό και δύο χρόνια αργότερα απολύθηκε από το στούντιο. Βρήκε δουλειά στην τηλεόραση, όπου το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του (είναι 1,93 μ.) του εξασφάλισε ρόλους σε γουέστερν και πολεμικές σειρές για τα επόμενα επτά χρόνια, ενώ ξεχώρισε και έγινε πρωταγωνιστής τόσο στο δημοφιλές «Rawhide» όσο και στο «Μάβερικ» (σε πιο μικρό ρόλο εδώ). Το 1964 όμως είναι χρονιά-σταθμός καθώς υποδύεται για πρώτη φορά τον άντρα χωρίς όνομα στο πρώτο σπαγγέτι γουέστερν του κινηματογράφου, το «Για μια χούφτα δολάρια». Η επιστροφή του στο σινεμά επισφραγίζεται τις επόμενες δύο χρονιές με τα «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος». Στις ταινίες αυτές που γυρίζονται στην Ευρώπη (κυρίως σε Ιταλία και Ισπανία) μαθαίνει πολλά για τη σκηνοθεσία από τον Λεόνε –ο οποίος σε κάποιες κόπιες του πρώτου φιλμ κρύβει την πραγματική του ταυτότητα πίσω από το όνομα Μπομπ Ρόμπερτσον!– ενώ ο Ιστγουντ παραδέχεται πως μεγάλο μέρος της επιτυχίας των φιλμ αυτών οφείλεται στο ότι ο χαρακτήρας του «έκανε ό,τι δεν θα έκανε ποτέ ο Τζον Γουέιν. Ακόμη και να πυροβολήσει κάποιον πισώπλατα».

Το Χόλιγουντ βλέποντας την επιτυχία των φιλμ αυτών καλεί τον Ιστγουντ πίσω και το στούντιο United Artists τού προσφέρει 40.000 δολάρια και ποσοστό 25% επί των εισπράξεων για το «Κρεμάστε τους ψηλά». Το φιλμ του Τεντ Ποστ βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες τον Αύγουστο του 1968 και έκανε επιτυχία με παγκόσμιες εισπράξεις 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ την ίδια χρονιά συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Ντον Σίγκελ στο «Το δίκιο σου το παίρνεις με αίμα». Δίπλα στον Σίγκελ ολοκληρώνει τη θεωρητική εκπαίδευσή του στη σκηνοθεσία, κάτι που αναγνωρίζει έμμεσα στο τέλος των «Ασυγχώρητων» (το πρώτο του Οσκαρ σκηνοθεσίας), το οποίο κλείνει με την αφιέρωση «στους Σέρτζιο και Ντον».

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο

Στο τέλος της ίδιας χρονιάς κάνει ακόμη μια επιτυχία. Στο πολεμικό «Οπου τολμούν οι αετοί» ο συμπρωταγωνιστής του Ρίτσαρντ Μπάρτον εντυπωσιάζεται από τη «δυναμική απάθειά του» όπως λέει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι «χωρίς να κάνει τίποτα κλέβει όλα τα βλέμματα χάρη στην εσωτερική ενέργεια και δύναμη που αποπνέει». Το 1971 ο Ιστγουντ τολμά το σκηνοθετικό βήμα. Κι ενώ όλοι περιμένουν ένα γουέστερν ή έστω πολεμικό φιλμ, το «Play Μisty for me» (στα ελληνικά «Η νύχτα της εκδίκησης») είναι ένα καλοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ. Η ιστορία του αφορά έναν ραδιοφωνικό παραγωγό που καταδιώκεται από μια νευρωτική ακροατή (Τζέσικα Γουόλτερ) η οποία του ζητάει κάθε βράδυ το ίδιο τραγούδι, το «Misty», και γίνονται εραστές για σύντομο διάστημα με οδυνηρές συνέπειες που κάνουν ακόμη και την Γκλεν Κλόουζ στην «Ολέθρια σχέση» να μοιάζει με Ουρσουλίνα! Είναι ένα υπέροχο σκηνοθετικό ντεμπούτο στο οποίο εντύπωση προκαλούν η οικονομία και η μετρημένη, ψύχραιμη ματιά του Ιστγουντ. Κόστισε λιγότερο από 1 εκατ. δολάρια και είχε ιδιαίτερα θετική πορεία (10,5 εκατ. δολάρια οι εισπράξεις του) στο box office.

Τα επόμενα χρόνια η δημοτικότητά του απογειώνεται χάρη στον «Επιθεωρητή Κάλαχαν» που έγινε παγκόσμια επιτυχία και γέννησε άλλες τέσσερις συνέχειες, με τελευταία το «Στοίχημα θανάτου» που γυρίστηκε το 1988 κι έδωσε άλλο νόημα στη φράση «make my day». Στη δεκαετία 1975-1985 οι ταινίες του ηθοποιού Ιστγουντ κάνουν θραύση συγκεντρώνοντας περισσότερα από 1,4 εκατομμύριο δολάρια και μετατρέποντάς τον σε απόλυτο σταρ, αλλά εκείνος δεν ξεχνά την αγάπη του για τη σκηνοθεσία. Το δεύτερο φιλμ που σκηνοθετεί είναι ένα γουέστερν το οποίο δείχνει την πορεία που θα ακολουθήσει ο Ιστγουντ στο μέλλον. Ο «Περιπλανώμενος πιστολέρο» που υποδύεται ο ίδιος είναι ένας αρχετυπικός ήρωας της Αγριας Δύσης αλλά και ένα μυσταγωγικό σύμβολο, με μερίδα της κριτικής να τον θεωρεί… φάντασμα. Το τρίτο του φιλμ είναι ένα ξεχασμένο ρομάντζο με τίτλο «Breezy», ενώ τα επόμενα σκηνοθετικά πρότζεκτ του «Ο δολοφόνος των Αλπεων», «Εκδικητής εκτός νόμου» (ένα κατασκότεινο γουέστερν γύρω από την προσπάθεια ενός αγρότη να εκδικηθεί το ξεκλήρισμα της οικογένειάς του, το οποίο προτάθηκε για Οσκαρ μουσικής) και «Ο άνθρωπος που δεν υπέκυψε ποτέ» τον βοηθούν να τελειοποιήσει την τεχνική του και παράλληλα να βρει τα μυστικά της εμπορικής επιτυχίας.

Στις αρχές των 80ς δεν είναι σε φόρμα. Η απόπειρά του να διηγηθεί μια ιστορία αλλιώτικη από τους μύθους της Αγριας Δύσης («Μπρόνκο Μπίλι») είναι καλλιτεχνική αποτυχία και οδήγησε τη Σάντρα Λοκ, πρωταγωνίστρια του φιλμ με την οποία είχε εξωσυζυγική σχέση, στα Χρυσά Βατόμουρα, ενώ ο «Κατάσκοπος των δύο ηπείρων» είναι μια άθλια ψυχροπολεμική περιπέτεια. Στον «Δρόμο για το Νάσβιλ» επιστρέφει στην αγάπη του για τη μουσική με ασυνήθιστα συγκινητικό τρόπο αλλά παρά την αποδοχή της κριτικής η ταινία συναντά την αδιαφορία του κοινού. Χρειάζεται να σκηνοθετήσει την προτελευταία περιπέτεια του Κάλαχαν («Ο βρόμικος Χάρι») για να δει και πάλι το χρώμα της επιτυχίας και του χρήματος, προτού υπογράψει το 1985 το αριστουργηματικό «Σιωπηλός καβαλάρης» με ήρωα έναν μοναχικό και αινιγματικό «παπά» που μοιράζει τον θάνατο. Χάρη στην ταινία αυτή αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά σοβαρά από τη διεθνή κριτική και έκανε ποδαρικό στην Κρουαζέτ όπου βρέθηκε πρώτη φορά υποψήφιος για τον Χρυσό Φοίνικα.

Από τον Τσάρλι Πάρκερ στους «Ασυγχώρητους»

Στις Κάννες θα ταξιδέψει άλλες πέντε χρονιές αλλά ποτέ δεν θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση φτάνοντας πιο κοντά από ποτέ με το «Bird», τρία χρόνια αργότερα. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο πορτρέτο του τζαζίστα Τσάρλι Πάρκερ (τον υποδύθηκε ανεπανάληπτα ο Φόρεστ Γουίτακερ) που θα χαρίσει στον Ιστγουντ τη Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας, αλλά δεν θα συγκινήσει τους εκλέκτορες των Οσκαρ, οι οποίοι το πρότειναν μόνο για τον ήχο του και μάλιστα τελικά βραβεύτηκε! Η αδικία θα αποκατασταθεί από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου λίγα χρόνια αργότερα.

Η πιο δημιουργική εποχή του Ιστγουντ ξεκινά το 1992 με τους «Ασυγχώρητους» που πήραν Οσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Ενα ανεπανάληπτο αντιηρωικό και πένθιμο γουέστερν που κάνει σκόνη την ειδυλλιακή εικόνα και τους μύθους του γουέστερν με τρόπο που σοκάρει. Την επόμενη χρονιά ο Ιστγουντ αφηγείται έναν «Τέλειο κόσμο» όπου η αδικία και η ειρωνεία περισσεύουν, ενώ ο πρωταγωνιστής Κέβιν Κόστνερ στο ρόλο ενός δραπέτη που κρατά όμηρο ένα αγοράκι αποδεικνύεται κατάλληλο alter ego του σκηνοθέτη. Το 1995 με τις «Γέφυρες του Μάντισον» συνθέτει μια ωδή στον απόλυτο έρωτα που κατοικεί στα πιο απρόσμενα μέρη και δείχνει ένα κομμάτι του εαυτού του που ήταν αθέατο στο ευρύ κοινό, ενώ στις επόμενες δημιουργίες του «Αληθινά εγκλήματα», «Απόλυτη δύναμη» και «Ενοχο αίμα» επιστρέφει στον χώρο της καθαρόαιμης περιπέτειας όπου πρωτεύον σημείο είναι η ψυχαγωγία του θεατή. Ενδιάμεσα έχει προλάβει να κάνει μια ταινία που ταυτόχρονα είναι κι ένα ταξίδι στο παράδοξο της ανθρώπινης φύσης («Μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού») κι ένα ανάλαφρο φιλμ για την κατάκτηση του διαστήματος («Space cowboys») που διαβάζεται και ως ωδή στη χαρά της τρίτης ηλικία με ορισμένα θρυλικά γερόντια σε απολαυστικούς ρόλους (βλέπε Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζέιμς Γκάρνερ)!

Η χρυσή πενταετία

Η κορύφωση της σκηνοθετικής τέχνης του εντοπίζεται στην πενταετία 2003-2008. Το εξαίσιο «Σκοτεινό ποτάμι», μια ιστορία φόνου, απολύτρωσης και άλυτων ψυχολογικών τραυμάτων από την παιδική ηλικία, οι δύο αποκαλυπτικές καρτ ποστάλ από τον πόλεμο («Γράμματα από την Ιβοτζίμα» και «Οι σημαίες των προγόνων μας») που έκαναν ακόμη και τους Ιάπωνες να παραδεχτούν ότι «πρόκειται για τον πρώτο δυτικό που κατάφερε να μπει στην ψυχοσύνθεσή μας» και φυσικά τα αντικομφορμιστικά αριστουργήματα «Million dollar baby» –το δεύτερο Οσκαρ σκηνοθεσίας του μαζί με εκείνο της καλύτερης ταινίας– και «Gran Torino» είναι το απόσταγμα της ωριμότητας ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή που ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε μέχρι τα αστέρια.

Όμως στις τελευταίες ταινίες του («Ελεύθερος σκοπευτής», «J. Edgar», «Ανίκητος» και κυρίως το ανεκδιήγητο «Παρίσι 15:17») το πέρασμα του χρόνου δείχνει να βαραίνει επικίνδυνα στα κάδρα του, δεν καταφέρνουν να αφαιρέσουν τη λάμψη αυτής της μυθικής καριέρας που χτίστηκε στην καλλιτεχνική εντιμότητα, τη βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης, τη λυτρωτική σημασία της συγχώρησης και την ανόθευτη αγάπη για τον απλό άνθρωπο. Τον ήρωα της καθημερινότητας. 

Απομυθοποίηση τώρα

Όμως στις τελευταίες ταινίες του ο Κλιντ χάνει τη διαύγεια του βλέμματος και την κρίση του ουμανιστή σκηνοθέτη που τον μετέτρεψαν σε αυθεντικό δημιουργό. Αφού επέλεξε σολομώντειες λύσεις και τον ακαδημαϊσμό ως αφηγηματικό εργαλείο για τις βιογραφίες των Χούβερ (ένας αμφιλεγόμενος «J. Edgar») και Μαντέλα (υπερβολικά ρηχός και λάιτ ο «Ανίκητός» του), βρέθηκε σε πατριωτικό παραλήρημα με τον «Ελεύθερο σκοπευτή». Εδώ ο Ιστγουντ βρίσκεται σε παροξυσμό, αφηγούμενος την αληθινή ιστορία του ελεύθερου σκοπευτή στον πόλεμο του Ιράκ Κρις Κάιλ, που είναι ζωντανός θρύλος για τους Αμερικανούς επειδή σκότωσε 160 Ιρακινούς.

Ο τραγικός επίλογος πάντως για τον Ίστγουντ γράφτηκε στο ανεκδιήγητο «Παρίσι 15:17», όπου το πέρασμα του χρόνου δείχνει να βαραίνει επικίνδυνα στα κάδρα του, αφαιρώντας τη λάμψη μιας μυθικής καριέρας που χτίστηκε στην καλλιτεχνική εντιμότητα, την αίσθηση δικαιοσύνης και τη λυτρωτική σημασία της συγχώρησης μαζί με την αγάπη για τον απλό άνθρωπο.

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter