Εδώ και λίγο καιρό κυκλοφόρησε διαδικτυακά ο τρίτος προσωπικός δίσκος του ερμηνευτή και τραγουδοποιού Δώρου Δημοσθένους εξ ολοκλήρου σε στίχους της Ελένης Φωτάκη. Λέγεται «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» και αποτελείται από τραγούδια κινούμενα σ’ ένα μελαγχολικό ποιητικό κλίμα που παραπέμπει κυρίως στον αείμνηστο Δημήτρη Λάγιο. Ο Λάγιος, άλλωστε, ήταν ο άνθρωπος που είχε ξεχωρίσει τον νεαρό Δημοσθένους σε συναυλίες στην Κύπρο, απ’ όπου και τον έφερε στην Ελλάδα. Ήταν το 1985 συγκεκριμένα που ο Λάγιος πρότεινε του έφηβου τραγουδιστή να έρθει στην Αθήνα ώστε να αναλάμβανε ο ίδιος τη μουσική του εκπαίδευση. Λίγο πριν ο Δημοσθένους έρθει τελικά στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1991 κι ενώ ο Λάγιος είχε ήδη φύγει από τη ζωή νεότατος τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, έμαθε πως τον είχε ζητήσει η Άννα Βίσση για συμμετοχή στους «Δαίμονες»: «Η Βίσση είχε έρθει σε μια συναυλία που κάναμε και, μάλιστα, όπως μου είπαν εκ των υστέρων, με είχε ακούσει και με ήθελε για τους ‘’Δαίμονες’’ με τον Καρβέλα» θυμάται ο Δημοσθένους. Και συνεχίζει: « Όμως τότε με συμβούλεψαν να μείνω πιστός στο “ποιοτικό” μου μονοπάτι — στα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, σ’ εκείνον τον πιο εσωτερικό τόπο της μουσικής. Κι εγώ, νέος ακόμη, επέλεξα τη σιωπή αντί για τα φώτα. Ίσως από φόβο, ίσως από πίστη πως το φως που καίει πιο αργά, διαρκεί περισσότερο».
Το 1993 δουλεύοντας σε μια παράσταση στο Ηρώδειο με τραγούδια για την Κύπρο του Μάριου Τόκα, γνώρισε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, που ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη. Αυτός του έδωσε μία κασέτα με τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, λέγοντας του πώς ήθελε να τα πει εκείνος σε κάτι που ετοίμαζε με την Ομάδα Εδάφους του. Αρχικά τον Δημοσθένους τον είχε ξενίσει το ομοερωτικό στοιχείο των τραγουδιών: «Όταν γνώρισα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και μπήκα στον κόσμο του, όλα αυτά ξεθώριασαν. Μου μίλησε με ευθύτητα, με αξιοπρέπεια, χωρίς να κρύβεται πίσω από τίποτα. Μπήκα στις πρόβες με καθαρό βλέμμα, χωρίς πια φόβο — μόνο με περιέργεια για το άγνωστο. Ήταν μια μύηση, όχι μόνο στη μουσική του Χατζιδάκι, αλλά και στην αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, του ίδιου του ανθρώπου. Ίσως τότε να ξεκίνησα πραγματικά να καταλαβαίνω τι σημαίνει Τέχνη».
Έκτοτε ο Δώρος Δημοσθένους καθιερώθηκε ως ένας νέος λόγιος ερμηνευτής, τραγουδώντας σε δισκογραφημένα έργα συνθετών σαν τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη, τον Χρήστο Λεοντή, τον Νίκο Κυπουργό, τον Μιχάλη Γρηγορίου και, φυσικά, τον Μάνο Χατζιδάκι, αφού η φωνή του ηχογραφήθηκε σε τραγούδια από την θρυλική «Αμοργό» σε ποίηση Νίκου Γκάτσου (κυκλοφόρησε το 2005 από τον εν ενεργεία «Σείριο» εν τη απουσία πια του συνθέτη).
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης αποτελεί μάλλον ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην πορεία του Δημοσθένους, αφού συνδέθηκαν με στενή φιλία και δούλεψαν πολύ μαζί συναυλιακά: «Όταν κάποια στιγμή με είδε σε εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, μου τηλεφώνησε η Βαγενά, η γυναίκα του, για να μου πει πως ήθελε να συνεργαστούμε. Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία που οδήγησε σε συναυλιακές και σε δισκογραφικές συνεργασίες».
Στο περιθώριο όλων αυτών ο Δημοσθένους συμμετείχε σε συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό δίπλα στη Μαρία Φαραντούρη, τη Σαβίνα Γιαννάτου, τον Γιώργο Νταλάρα, τη Μελίνα Κανά κ.α., ενώ ποτέ δεν ήταν αρνητικός στο να πει και τραγούδια νέων δημιουργών (Γιώργος Καγιαλίκος, Τατιάνα Ζωγράφου, Κώστας Βόμβολος, Κωνσταντίνος Στεφανής).
Τις δύο τελευταίες Παρασκευές του Οκτώβρη (24 & 31/10), ο Δώρος Δημοσθένους θα παρουσιάσει στον «Σταυρό του Νότου» ολόκληρο το δίσκο «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» μαζί και με άλλα τραγούδια που τον καθόρισαν από τον Δημήτρη Λάγιο, τη Λένα Πλάτωνος και τον Μάνο Χατζιδάκι. Τα τραγούδια του δίσκου – τον ακούω να μου λέει – τα είχε ακούσει πρώτος ο φίλος του, Μανώλης Φάμελλος, ο οποίος μίλησε του Δημήτρη Καρρά στο «ogdoo» κι έτσι είχαμε την ψηφιακή κυκλοφορία τους. Όσο για τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη, δεν θα την κατάτασσε στους «νέους» στιχουργούς: «Καλύτερα θα τη συμπεριλάμβανα μέσα στους τρεις – τέσσερις κορυφαίους στιχουργούς. Θα το πω, η Ελένη για μένα είναι η καλύτερη στιχουργός σήμερα. Ματώνει για να γράψει κάτι, έχει κόστος ψυχικό και χωρίς να θέλει να μπει στα κανάλια της εμπορικότητας».


















