Ο Καραβάτζο έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιουλίου 1610. Κι όμως έξι αιώνες μετά εξακολουθούμε να μιλάμε για εκείνον και για τον τρόπο που απέδωσε στον καμβά την ένταση της εποχής του.
Ο Καραβάτζο βρισκόταν συχνά μπλεγμένος σε καυγάδες – το 1606 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη έπειτα από ξιφομαχία που κατέληξε στον θάνατο του αντιπάλου του, Ρανούτσο Τομασόνι. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έντονη δραματικότητα την οποία επιτύγχανε κυρίως μέσω του κιαροσκούρο – υπήρξε ο ιδανικός εκφραστής του. Ωστόσο το έργο του συχνά αντιμετωπίστηκε αρνητικά, κυρίως για την τόλμη με την οποία αποτύπωνε τα θέματά του.
Σε νεανική ηλικία εγκατέλειψε το Μιλάνο όπου γεννήθηκε και ταξίδεψε στη Ρώμη όπου θήτευσε για τέσσερα χρόνια στο εργαστήρι του Σιμόνε Πετερτσάνο. Στα πρώτα βήματά του προσελήφθη στο στούντιο του ζωγράφου και εμπόρου τέχνης Καβαλιέρ ντ’ Αρπίνο, όπου ζωγράφιζε κυρίως έργα νεκρής φύσης αν και αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να ασχοληθεί με τις προσωπογραφίες.
Η ιστορία λέει ότι ο δάσκαλός του κάποια στιγμή έφερε στο εργαστήριο έναν πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, ο οποίος γοήτευσε πολύ τον Καραβάτζο και θέλησε να τον αντιγράψει. Στον πίνακα αυτό όμως υπήρχε ένα μυστικό που θα του άλλαζε τη ζωή και θα τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος, στην πραγματικότητα μάλλον θα επέσπευδε το τέλος του.
Την εκδοχή αυτή υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο Λουίτζι ντε Πασκάλις στο ιστορικό μυθιστόρημα «Η σφραγίδα του Καραβάτζο» (εκδ. Αίολος, μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη). Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει μελετήσει ο Ιταλός συγγραφέας στις τελευταίες μέρες του ζωγράφου έπαιξαν σημαντικό ρόλο η Καθολική Εκκλησία και το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας. Έτσι δεν πρόλαβε ποτέ να φτάσει στη Ρώμη προκειμένου να λάβει τη χάρη που θα του απένειμε ο πάπας για τη δολοφονία του Τομασόνι.