Βρεθήκαμε στο φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά»

Φωτογραφία: ORFEAS KALAFATIS

Βρεθήκαμε για τρεις μέρες στην Κόνιτσα και παρακολουθήσαμε το φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» που διοργάνωσε για τρίτη χρονιά η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

Το τριήμερο φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» διεξήχθη για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στην Κόνιτσα, αποτελώντας πλέον μια κραταιά διοργάνωση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Ενα φεστιβάλ που με την πολύτιμη στήριξη του Αμερικανού μουσικού παραγωγού και ερευνητή Κρίστοφερ Κινγκ φέρνει σε επαφή τον κόσμο με ξεχασμένες ή, σωστότερα, με χαμένες μέσα στα βάθη του χρόνου κουλτούρες από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Και μιλάμε για πολύ κόσμο, όχι μόνο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και γειτονικών χωρών. Εκατοντάδες άνθρωποι έρχονται κάθε τέλη Ιουνίου στην Κόνιτσα για να παρακολουθήσουν αυτήν τη γιορτή μουσικής και λαϊκού πολιτισμού.

Ετσι, εκτός από τις συναυλίες των ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών που παρακολουθήσαμε στο Κτήμα της Χάμκως, αυτό το μνημείο πολιτιστικής ιστορίας, είχαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε και στα workshops τραγουδιού και παραδοσιακών χορών στη μικρή πλατεία του χωριού. Χάρμα οφθαλμών δηλαδή να παρακολουθείς ανθρώπους όλων των ηλικιών να μαθαίνουν τους στίχους δημοτικών τραγουδιών της Ουγγαρίας ή της Βουλγαρίας και έπειτα να σέρνουν τον χορό όπως τους τον δίδασκαν οι εκπρόσωποι των ξένων συγκροτημάτων.

Η έναρξη έγινε την περασμένη Παρασκευή 27 Ιουνίου με τον Κρίστοφερ Κινγκ, όπως πάντα, σε ρόλο ντισκ τζόκεϊ να παίζει «αρχαίες» ηχογραφήσεις από την προσωπική συλλογή του. Αυτός είναι και ο πλέον κατάλληλος τρόπος για να εξοικειώνεται το κοινό κάθε φορά με τις μουσικές που ακολουθούν. Τα σκρατς των παμπάλαιων δίσκων 78 στροφών, που κάποιοι χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες από τον ίδιο τον Κινγκ, επιβεβαιώνουν ότι το συγκεκριμένο «intro» στο φεστιβάλ δεν είναι μια απλή ακρόαση μουσικής, αλλά ένα κανονικό σεμινάριο ιστορίας της μουσικής.

Φωτογραφία: ANDREAS SIMOPOULOS

Με λαούτα και φλογέρες

Το συναυλιακό πρόγραμμα της πρώτης μέρας ήταν κατά τη γνώμη μου και το πιο ενδιαφέρον στο σύνολό του. Πρώτοι βγήκαν ο Βασίλης Κώστας στο λαούτο, ο Παναγιώτης Αϊβαζίδης στο κανονάκι και η Τουρκάλα Ζελισά στο ντουντούκ και το τραγούδι. Πρόκειται για ένα σύνολο μικρασιατικής μουσικής που γεφυρώνει το χάσμα (όχι και πολύ μεγάλο, είναι η αλήθεια) μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής παραδοσιακής μουσικής με τρόπο πρωτότυπο και ευφάνταστο. Χωρίς να καταφεύγουν σε ακροβασίες αυτοσχεδιαστικού τύπου, οι τρεις μουσικοί παρουσίασαν αυθεντικές συνθέσεις εξερευνώντας παράλληλα ενώπιον του κοινού τα κοινά στοιχεία των παραδόσεων.

Ακολούθησε το ποντιακό σχήμα Χωρέτ’ αποτελούμενο από τον Θανάση Στυλίδη στη λύρα και στο τραγούδι, τον Νικηφόρο Φουλιρά στο αγγείο, στη λύρα και τη φλογέρα και τον Σταύρο Καρυπίδη στο νταούλι. Ως κι εμένα, που η ποντιακή μουσική δεν είναι και το φόρτε μου, το συγκεκριμένο μουσικό σύνολο κατάφερε να με παρασύρει σ’ ένα ξεχωριστό σύμπαν – απομεινάρι, θα έλεγε κανείς, των αρχαίων χρόνων. Σίγουρα ρόλο σ’ αυτό έπαιξε ο σεβασμός στις διάφορες μουσικές παραδόσεις, μέσα απ’ τις οποίες αναδύθηκαν οι ιδιαιτερότητες αυτής της καθ’ όλα διονυσιακής αρχέγονης μουσικής.

Αμέσως μετά το τέλος της συναυλίας τους οι τρεις Πόντιοι μουσικοί κατέβηκαν από τη σκηνή και με τα όργανά τους έστησαν ένα απίστευτο γλέντι με τη συμμετοχή σύσσωμου του κοινού. Ομολογώ ότι μετά μου ήταν δύσκολο να καθίσω και να παρακολουθήσω το ντοκιμαντέρ «Fly, bird, fly» για την αναβίωση της ουγγρικής μουσικής με βιολιά. Δεν είναι εύκολο μετά το ξεσάλωμα του χορού να περιμένεις απ’ τον κόσμο να παρακολουθήσει υπαίθριο σινεμά. Κατά τα άλλα, οι κινηματογραφικές προβολές είναι ένα άλλο κομμάτι του φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά», σίγουρα ενδιαφέρον, μόνο που θα πρέπει να διεξάγεται άλλη ώρα και σε άλλο χώρο, ενδεχομένως κλειστό.

Φωτογραφία: ANDREAS SIMOPOULOS

Γλέντι τρικούβερτο

Το Σάββατο 28 Ιουνίου, δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις που ακούσαμε από τον Κινγκ, στη σκηνή ανέβηκαν οι Ρουμάνοι Subcarpați. Αν το φεστιβάλ είχε διαγωνιστικό χαρακτήρα, θα κέρδιζαν ομόφωνα το βραβείο καλύτερου συγκροτήματος. Με αρχηγό τους τον Μάριους Αλέξε, γνωστό ως Bean MC στη μουσική σκηνή της χώρας του, παρουσίασαν μια μουσική η οποία δεν έχει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Εν προκειμένω μια πετυχημένη μείξη πολλών διαφορετικών ειδών, από το κλασικό ροκ και το χιπ χοπ μέχρι το black metal και τους ήχους της ραπ, φιλτραρισμένα όλα αυτά μέσα από την παράδοση, η οποία πρωτοστατεί με τα ανάλογα όργανα και δεν αποτελεί απλά μια «πρόφαση» ή ένα απλό ηχητικό background.

Ο κόσμος –και ιδιαίτερα η νεολαία– εκτίμησε πολύ το συναυλιακό μέρος των Subcarpați, εξού και γέμισαν τον χώρο μπροστά απ’ το stage χορεύοντας. Τι πιο ωραίο να είσαι ξένος, να παρουσιάζεις τη μουσική σου σ’ έναν άγνωστο τόπο και να σηκώνεις τους ανθρώπους απ’ τις θέσεις τους για να χορέψουν;

Ακολούθησαν οι Βούλγαροι Kaynak Pipers Band, ένα σύνολο αυλών που έφεραν στην Κόνιτσα την κάμπα γκάιντα, ένα όργανο γνωστό και ως παραδοσιακός αυλός της οροσειράς της Ροδόπης. Εχω την αίσθηση ότι η μουσική του εν λόγω συγκροτήματος, έτσι όπως παρουσιάστηκε, μαζί και με τα άλλα παραδοσιακά όργανα, φανέρωσε τις εθνοτικές συνδέσεις των δύο όμορων χωρών. Φυσικά το μουσικό μέρος έλαβε τέλος με ακόμη ένα γλέντι τρικούβερτο μέσα στο Κτήμα της Χάμκως, καθώς οι Βούλγαροι λαϊκοί καλλιτέχνες πήραν τα όργανά τους και άρχισαν να κινούνται και να παίζουν μέσα στον κόσμο. Δυστυχώς, για τον λόγο που ανέφερα πριν, δεν κατέστη δυνατό να παρακολουθήσω τις ταινίες των αδελφών Μανάκια, των πρώτων κινηματογραφιστών των Βαλκανίων, τις προβολές των οποίων προλόγισε ο Ιγκόρ Σταρντέλοφ, επικεφαλής της Ταινιοθήκης της Βόρειας Μακεδονίας, συνοδεία μάλιστα ζωντανής μουσικής.

Φωτογραφία: ORFEAS KALAFATIS

Με χορούς κυκλωτικούς

Την τελευταία μέρα του φεστιβάλ, Κυριακή 29 Ιουνίου, μετατοπιστήκαμε από το Κτήμα της Χάμκως στην κεντρική πλατεία του χωριού. Μια υπέροχη πρωτοβουλία της Στέγης, σε συνεργασία με τον δήμαρχο της Κόνιτσας, αφού το φεστιβάλ απέκτησε έναν ολότελα λαϊκό χαρακτήρα με τη μουσική των Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών να ξεφεύγει για λίγο από τον διερευνητικό – μουσικολογικό σχεδιασμό της φετινής διοργάνωσης, καταλήγοντας σ’ ένα θέαμα «για όλη την οικογένεια». Πλαστικές καρέκλες, τσίκνα από σουβλάκια που προσφέρονταν στον κόσμο αλλά και οι μοναδικές γιαννιώτικες πίτες που έφτιαξε ο Σύλλογος Γυναικών Κόνιτσας συνδυάστηκαν με ένα γλέντι ουγγρικής, κρητικής και ηπειρώτικης προέλευσης. Πρώτοι βγήκαν οι Szászcsávás Band από το χωριό Σάστσαβας της Τρανσιλβανίας (μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας), ένα σχήμα εγχόρδων με κοντραμπάσο που παίζει χορευτική τσιγγάνικη μουσική και που για μένα ήταν η πιο αδύναμη συμμετοχή του φεστιβάλ συγκριτικά με ό,τι είδαμε και με ό,τι θα ακολουθούσε.

Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος και πάλι σχημάτισε έναν τεράστιο κυκλωτικό χορό στο κέντρο της πλατείας, μέχρι βέβαια που βγήκε ο Κωστής Νοδαράκης με την κρητική μπάντα του κι εκεί το πράγμα έφτασε στο τσακίρ κέφι με ένα ρεπερτόριο που θα ζήλευε και ο… Γιάννης Πάριος. Το φεστιβάλ έκλεισε με τους Χαλκιάδες, τη θρυλική οικογένεια των Ηπειρωτών μουσικών, μέλη της οποίας έδωσαν μια χορταστική δίωρη παράσταση παραδοσιακής μουσικής και τραγουδιών με ακορντεόν, βιολί, ντέφι και βέβαια το κλαρίνο σε πρώτο πλάνο. Στα highlights της φετινής διοργάνωσης η απονομή τιμητικής πλακέτας από τον δήμαρχο της Κόνιτσας στην καλλιτεχνική διευθύντρια της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου, η οποία πάντα χορεύει μαζί με το κοινό των εκδηλώσεων, η δυνατότητα σίτισης σε ταβέρνες στα ορεινά χωριά της Κόνιτσας (έτσι βοηθιούνται και οι ντόπιες επιχειρήσεις) καθώς και ένα σπάνιο διπλό βινύλιο, που χαρίστηκε σε όλους τους ανταποκριτές δημοσιογράφους, με ηχογραφήσεις της περιόδου 1907-1960 πάντα από το αρχείο του Κρίστοφερ Κινγκ.

Φωτογραφία: ANDREAS SIMOPOULOS