Εγκληματικά μοιραίοι: Ναι, ήταν πατριώτες! Μιας «άλλης» πατρίδας…

Τόσα (αντ)εθνικά «λάθη» δεν εξηγούνται μόνο με την εγνωσμένη ανοησία τους – χρειαζόταν και η… συμμαχική αντικομμουνιστική ιδιοτέλεια.

Η βλακεία –διαπιστωμένη– των χουνταίων είναι μια βολικά επικίνδυνη ερμηνεία για τις εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για γκάφες αδικαιολόγητες ακόμη και για πρωτοετή ευέλπιδα. Πόσο μάλλον για αξιωματικούς των βαθύτερων παρασκηνίων του ΝΑΤΟ, των σχολών πολέμου, τροφίμους μυστικών υπηρεσιών, παθολογικούς και ιδιοτελείς αντικομμουνιστές που υπέτασσαν τα πάντα στον «σκοπό». Ακόμη και μια κολοβωμένη πατρίδα. «Better dead than red».

Στους κύκλους με τους οποίους συμφύρονταν κυριαρχούσε το δόγμα πως εν σχέσει με μια Κύπρο αδέσμευτη και ευεπίφορη στις σοβιετικές θωπείες, ήταν προτιμότερη μια μεγαλόνησος ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, έστω και τεμαχισμένη μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας. Η αντίληψη αυτή κέρδιζε σιωπηλά έδαφος μεταξύ και πολιτικών του συντηρητικού κόσμου· πριν και μετά την Αποστασία. Το στρατιωτικό καθεστώς με λυμένα τα χέρια έβαλε στην ημερήσια διάταξη σχέδια που υπήρχαν στα συρτάρια.

Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα από το… τέλος.

Ακολουθώντας τον μίτο του εξωμότη Μπονάνου

Πιο επαίσχυντη περίπτωση –πέραν του «μουγγού» Ιωαννίδη– αποτελεί, παραδειγματικά, ο Γρηγόριος Μπονάνος, αρχηγός ΓΕΕΘΑ (τότε ΑΕΔ) την περίοδο της ανατροπής του Μακαρίου και της πρώτης αλλά και δεύτερης εισβολής.

Το timeline του εξωμότη λέει περισσότερα απ’ όσα θέλει να κρύψει:

• Γεννημένος στην Κεφαλονιά το 1918. Εύελπις το 1937, συμμαθητής/φίλος του Γεώργιου Παπαδόπουλου.

• Το 1940 πολέμησε ως ανθυπολοχαγός πεζικού στην Αλβανία.

• Κατοχή: Χίτης, επιτελάρχης του Γρίβα. «…Υπηρέτησα στη Χ, αυτό είναι φανερό, δεν είναι ντροπή…».

• 12 Ιουλίου 1949 ο λοχαγός του Εμφυλίου Μπονάνος προάγεται σε ταγματάρχη.

• 1952 στον πόλεμο της Κορέας (προσεγγιστική χρονολόγηση) «έβαφε τους “κίτρινους” στο αίμα».

• Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και Εθνικής Αμύνης.

• 22 Αυγούστου 1973 τοποθετείται από τον Παπαδόπουλο επικεφαλής του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου έτους συμμετέχει στη συνωμοσία του Δημ. Ιωαννίδη για ανατροπή του δικτάτορα. Μπαίνουμε στη φάση προετοιμασίας για ανατροπή του Μακαρίου.

«Καμιά ενέργεια κατά Τούρκων αν δεν τη διατάξω εγώ»

• Την 1η Ιουνίου 1974 –προφητικά, λες– ο Μπονάνος με απόρρητο έγγραφο διατάσσει τους αρχηγούς των επιτελείων να αποφεύγουν προκλήσεις κατά της Τουρκίας. Κάθε ενέργεια κατά της Τουρκίας θα εκδηλωνόταν μόνο έπειτα από διαταγή του ιδίου.

• Στις 2 Ιουλίου συσκέπτεται στο Πεντάγωνο με τους αρχηγούς των όπλων. Εκτός πάσης θεσμικής ιεραρχίας πήραν μέρος οι Ανδρ. Γαλατσάνος (αρχηγός Στρατού), Πέτρος Αραπάκης (αρχηγός Ναυτικού), συνταγματάρχης καταδρομών Κων. Καμπόκης και ταξίαρχος της ΕΣΑ Δ. Ιωαννίδης. Εκεί αποφασίστηκε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.

• Τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974 στις 08.00 κάλεσε τους αρχηγούς των επιτελείων των τριών κλάδων και τους ανακοίνωσε ότι «…η Εθνοφρουρά ανέτρεψεν τον Μακάριον όστις μάλλον έχει φονευθεί».

Τις ίδιες ώρες οι κυπριακές υπηρεσίες καταφέρνουν να παγιδεύσουν τις συνομιλίες μεταξύ του κυπριακού ΓΕΕΦ και του ελληνικού ΓΕΣ. Εκεί βρίσκεται ο ίδιος ο Ιωαννίδης. Η συνομιλία με τον ψευδοπρόεδρο Ν. Σαμψών είναι αποκαλυπτική:

Ιωαννίδης: Γεια σου, κύριε πρόεδρε. Τι κάνεις; Τώρα είμαστε εντάξει, ε;

Σαμψών: Εντάξει, εντάξει.

Ιωαννίδης: Είσαι εντάξει τώρα, Νικολάκη, ε; Η κατάσταση πώς είναι, βλέπω σας ξέφυγε αυτός… (υβριστική λέξη για τον Μακάριο, έχει διαγραφεί)… Πού βρίσκεται τώρα άραγε αυτός ο Μούσκος;

Σαμψών: Είναι στα βουνά τώρα και κατευθύνεται προς τον Κύκκο. Ελπίζουμε σε δυο τρεις ώρες να τον συλλάβουμε.

Ιωαννίδης: Νικολάκη, θέλω το κεφάλι του Μούσκου, ε! Εσύ ο ίδιος να μου το φέρεις. Ετσι, Νικολάκη;

Σαμψών: Εντάξει, εντάξει. Ψάχνουμε να τον βρούμε. Σε μια δυο ώρες το πολύ θα τον έχουμε στα χέρια μας.

• Στις 18 Ιουλίου στις 11.00 οι Αμερικανοί υπουργοί Σίσκο και Ελσγουορθ πληροφορούν τον Μπονάνο για το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

• Στις 18.00 ο Μπονάνος μεταφέρει σε επιτελείς διαστρεβλωμένες τις πληροφορίες ότι οι αντιδράσεις από τουρκικής πλευράς κρίθηκαν… ενθαρρυντικές.

«Ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσε ότι οι Τούρκοι δεν θα αναμειχθούν»

• Στις 19.00 μεταφέρει την εκτίμηση: «…Πολλάκις ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσε ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικάνοι είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας, εις πάσαν περίπτωσιν».

Πράγματι, όπως προκύπτει από την κατάθεση που έδωσε στις 29 Ιουνίου 1975 στην υποεπιτροπή του Κογκρέσου ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα, ο Ιωαννίδης διατηρούσε άμεση επαφή με τον σταθμάρχη της CIA. Μάλιστα διαβεβαίωνε τους άλλους χουντικούς πως «είχε εγγυήσεις από όλους τους ενδιαφερόμενους και δη από τας ΗΠΑ ότι σε περίπτωση πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου η Τουρκία δεν θα επενέβαινε» (καταθέσεις Γεωργίτση, Κομπόκη, Παλαΐνη, Πηλιχού κ.λπ.).

• Παρασκευή 19 Ιουλίου στις 03.00 ο σταθμός της Κερύνειας υπέκλεψε σήμα με οδηγίες προς τους Τουρκοκύπριους. Στις 21.00 η Λευκωσία ειδοποιεί την Αθήνα πως «φάνηκαν τουρκικά αποβατικά». Το επιτελείο απαντά: «Πρόκειται για άσκηση». Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Γρ. Μπονάνος αποφαίνεται «δεν έπρεπε να δοθούν αφορμές στους Τούρκους». Προτίμησε να διανυκτερεύσει στις στρατιωτικές κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα.

• 20ή Ιουλίου 1974 στις 08.40 το ΓΕΕΘΑ αρνείται να δώσει έγκριση στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς. Καθησυχάζει πως πρόκειται για άσκηση του τουρκικού στρατού και συνιστά αυτοσυγκράτηση.

«Μας καίνε οι Τούρκοι!» – «Βλέπετε φαντάσματα;»

Τον τεχνητό εφησυχασμό που καλλιεργούσαν ο Μπονάνος και οι συν αυτώ επιβεβαιώνει και ο υποστράτηγος Πούλος, μεταφέροντας συνδιάλεξή του με τον ταξίαρχο Σπ. Πολίτη.

Και τι θα κάνουμε; του λέω, θα περιμένουμε έτσι να μας κάψουνε;

Να πάτε να κοιμηθείτε, δεν γίνεται τίποτα.

Εκείνη την ώρα έφτασε κι ένα σήμα πλέον με τέλεξ, που έλεγε «Κινήσεις τουρκικών ναυτικών δυνάμεων βορείως Κύπρου. Εγκεκριμένη άσκησις υπό του ΝΑΤΟ. Αυτοσυγκράτησις».

– Εκείνη τη στιγμή ο Γεωργίτσης μου λέει: «Ελα στο τηλέφωνο». Κι ακούω τον Μπονάνο:

Τι κάνετε; Γιατί ρίχνετε; Γιατί βαράνε τα αντιαεροπορικά;

Μας καίνε.

Δεν σας είπα να μη χτυπήσετε; Βλέπετε φαντάσματα; Ονειρα;

• Από τις 06.10, όμως, γνώριζε για την έναρξη της τουρκικής απόβασης.

• Μέχρι τις 20.00 που συγκλήθηκε το Πολεμικό Συμβούλιο ο Μπονάνος επιτελούσε… άλλα καθήκοντα.

• Στις 22.00 δόθηκαν διαταγές εφαρμογής σχεδίων απόκρουσης.

• Χρόνια αργότερα (Ιούλιος 1986) ενώπιον της επιτροπής της Βουλής θρασύτατα παραδέχτηκε ότι όλη μέρα δεν επικοινώνησε με το ΓΕΕΦ: «Πηγαίνοντας στο ΑΕΔ το πρωί της εισβολής δεν επικοινώνησα με την Κύπρο. Δεν ήταν έργο δικό μου να επικοινωνήσω με το ΓΕΕΦ. Είχα άλλα ιεραρχήσει να κάμω. Δεν πήρα όλη τη μέρα της 20ής Ιουλίου 1974 το ΓΕΕΦ. Με πήραν όμως αυτοί…».

Οι Τούρκοι προέλαυναν – ο Μπονάνος φοβόταν τους Βούλγαρους!

• 21 Ιουλίου πρωί ο Μπονάνος ανακοινώνει πομπωδώς στους αρχηγούς των τριών κλάδων ότι αποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας. Φυσικά δεν έγινε.

• Κηρύσσουν γενική επιστράτευση και αποστολή μοίρας καταδρομών, τριών υποβρυχίων, του 573 εθελοντικού τάγματος πεζικού και 30 Fantom. Πραγματοποιήθηκε μόνο το πρώτο σε κωμικοτραγικές συνθήκες.

Στην ίδια επιτροπή ο «αποσκιρτήσας χουντικός» αρχηγός Ναυτικού Π. Αραπάκης τον αδειάζει: «Στις 13.00 εξέδωσε διαταγή ανακλήσεως δύο υποβρυχίων (“Γλαύκος” και “Νηρεύς”) “για την άμυνα του Αιγαίου από τυχόν επίθεση από… βορρά”. Για να μη δώσει την αφορμή για πολεμική σύρραξη». Ισως και για να ελαφρώσει τη θέση του, ο Αραπάκης υποστήριξε ότι «μια συνδυασμένη επίθεση την 22α Ιουλίου θα σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή της τουρκικής εισβολής».

«Να τους αφήσουμε να ακουμπήσουν λίγο Κερύνεια»

Ετερος χουνταίος και πραξικοπηματίας της Κύπρου, ο ταξίαρχος Μιχ. Γεωργίτσης δήλωσε πως πληροφορήθηκε από επιτελείς ότι ο Μπονάνος έλεγε:

«Να τους αφήσουμε τους Τούρκους για λόγους τιμής– γοήτρου να ακουμπήσουν κάπου στην περιοχή της Κερύνειας».

• 22 Ιουλίου βράδυ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ δηλώνει: «Ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα».

• 23 Ιουλίου στις 14.00 συγκαλείται η σύσκεψη των πολιτικών υπό τον χουνταίο Γκιζίκη.

• Ο Μπονάνος χειρίστηκε και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής («Αττίλας 2»).

• Μέχρι τις 19 Αυγούστου 1974, οπότε αποστρατεύτηκε, ζητούσε από τον Καραμανλή να μην προβάλει άμυνα, όπερ και εγένετο.

• Την ίδια χρονιά αναγνωρίστηκε ως «αγωνιστής της εθνικής αντιστάσεως» των Χιτών.

• Στις 27 Ιουλίου 1986 κατέθεσε ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής: «Και τι θα πει έδωσα στους Τούρκους τη μισή Κύπρο; Οι δυνάμεις που είχαμε εκεί επολέμησαν».

Η CIA και η εκδίκηση του απατημένου

Ο ιωαννιδικός πρωθυπουργός Αδαμ. Ανδρουτσόπουλος δεν κατόρθωσε να συγκαλέσει το τελευταίο του υπουργικό συμβούλιο, καθώς προσήλθε μόνον ένας υπουργός και απήλθε άπρακτος! Αναγνώρισε αργότερα –ίσως με μια διάθεση εκδίκησης για τα πρώην αφεντικά– την παρέμβαση της CIA. Αλλά μόνον όσον αφορά την απομάκρυνση των ξεζουμισμένων πλέον χουνταίων. Οι στρατηγοί «δεν εξετέλεσαν τις εντολές του πολεμικού συμβουλίου και υπάκουσαν στις υποδείξεις των Αμερικανών […] Σε επαφή με τη CIA μεθόδευσαν την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και την επιβολή ως πρωθυπουργού του Κωνσταντίνου Καραμανλή».

Πάση θυσία εντός του «συμμαχικού» πλαισίου η λύση

Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στην πολυσυζητημένη συνάντηση του Εβρου στις 9 Σεπτεμβρίου 1967 μεταξύ του πρωθυπουργού της χούντας Κωνσταντίνου Κόλλια και του Τούρκου ομολόγου του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ είχε παιχτεί το προοίμιο του δράματος που θα εκτυλισσόταν στην Κύπρο επτά χρόνια αργότερα. Παρόντες οι υπουργοί Εξωτερικών Παν. Οικονόμου-Γκούρας και Τσαγλαγιανγκίλ. Η πρωτοβουλία για τη συνάντηση ανήκε στην Ελλάδα.

Στην ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής η Αθήνα προσπάθησε να διερευνήσει τις προθέσεις της Αγκυρας σχετικά με την αποδοχή έναντι αντιπαροχών (π.χ. μια βάση έκτασης ίσης με το 5% του εδάφους της νήσου κατά παλαιότερες πρόνοιες του θνησιγενούς αμερικανικού σχεδίου Ατσεσον) της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Οι ηγέτες των δύο νατοϊκών χωρών προέτασσαν τη συνοχή της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και την κατά το δυνατόν καλύτερη συμπεριφορά έναντί της. Πολύ περισσότερο η Ελλάδα, που έκρινε ως κυρίαρχη την αντιμετώπιση του «από βορρά ερυθρού κινδύνου», βάζοντας σε δεύτερη μοίρα μια επωφελή επίλυση του κυπριακού. Προσθέστε πως ο Μακάριος με την αδέσμευτη πολιτική του αποτελούσε κάρφο στον οφθαλμό της συμμαχίας. Οι συνταγματάρχες που κυβερνούσαν είχαν περάσει από όλα τα νατοϊκά φόρουμ, στα οποία η δυσαρέσκεια για τον «Κάστρο της Μεσογείου» διατυπωνόταν χωρίς περιστροφές.

Η παρουσία του ισχυρού άνδρα της χούντας Γεώργιου Παπαδόπουλου, ενός ανθρώπου βυθισμένου στα πιο βαθιά νερά του θεσμοποιημένου αντικομμουνισμού, αποτελούσε την εγγύηση για τη «νομιμόφρονα» έκβαση της συνόδου. Η συμμετοχή των συνταγματαρχών Ιω. Λαδά και Αντ. Μέξη συμπλήρωνε την «παρδαλή» αντιπροσωπεία που είχε απέναντί της μια έμπειρη τουρκική διπλωματική ομάδα.

Η επιδίωξη διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία αποτελούσε βασικό σημείο στην κυπριακή πολιτική της δικτατορίας, όπως παρατηρεί ο νηφάλιος παρατηρητής Σωτήρης Ριζάς. Χαρακτηρίζει τη συνάντηση ως βιαστική και ελλιπώς προετοιμασμένη διπλωματική προσπάθεια από ένα καθεστώς που διέθετε μειωμένο διεθνές κύρος. Ο σχεδιασμός του στρατιωτικού καθεστώτος χαρακτηρίζεται μάλλον χαώδης και οι συνέπειες αρνητικές.

Στην πρόταση του Παπαδόπουλου για λύση διπλής ένωσης ο Ντεμιρέλ δήλωσε ότι «οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου καθιέρωσαν ομοσπονδία βασιζόμενη στους πληθυσμούς. Τώρα η Κύπρος να μεταβληθεί σε ομοσπονδία πάνω σε γεωγραφική βάση».

Ως πρώτη προτεραιότητα μελλοντικών λύσεων προς διασφάλιση των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας τόνισε πως κάθε συμφωνία θα πρέπει να παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις.

Οι ΗΠΑ έβλεπαν ευμενώς το ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής συμφωνίας για την ένωση καθώς θα εξέλιπε μια εστία έντασης (βλαπτικής για το ΝΑΤΟ) και η Κύπρος θα ετίθετο υπό τον έλεγχο ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ. Συνεπώς την ενθάρρυναν.

Μια άκρως απόρρητη αναφορά της CIA (6.9.1967) η οποία αποχαρακτηρίστηκε το 2003 έδινε το περίγραμμα της επικείμενης συνάντησης:

«Ελλάδα – Τουρκία: Η συνάντηση των πρωθυπουργών Τουρκίας και Ελλάδας Ντεμιρέλ και Κόλλια που καθορίστηκε αυτήν τη βδομάδα θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια νέα προσπάθεια επίλυσης της κυπριακής διαμάχης, αλλά δεν αναμένεται μείζων ανατροπή. Η σύνοδος έρχεται τη στιγμή που ο Κύπριος πρόεδρος Μακάριος έχει εξαπολύσει μια καμπάνια για να ηρεμήσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ενώ οι δύο πρωθυπουργοί αναμένεται να επικεντρωθούν στο κυπριακό ζήτημα, θα συζητήσουν επίσης και άλλα θέματα που επηρεάζουν την ανατολική Μεσόγειο».

Στη μεραρχία Κεσάν και σε μοτέλ της Αλεξανδρούπολης

Η εναρκτήρια συνάντηση πραγματοποιήθηκε την πρώτη μέρα σε τουρκικό έδαφος, συγκεκριμένα στην Κεσάν (έδρα της 4ης τουρκικής μεραρχίας), και η δεύτερη σε ελληνικό, στην Αλεξανδρούπολη (στο μοτέλ Αστήρ).

Η απάντηση του Ντεμιρέλ ήταν η σκληρή απόρριψη της ελληνικής πρότασης και η αντιπρόταση κάποιου είδους διχοτόμησης. Η συνάντηση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, την οποία χρεώθηκε το χουντικό καθεστώς. Το φιάσκο της Κεσάν (Καισσάνη κατά τον ελληνικό Τύπο των ημερών) δεν οδήγησε τη χούντα να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα. Αντιθέτως –βάσει των φαντασιώσεων Τούμπα– θα επιδίωκε πρώτα διευθέτηση με την Αγκυρα και εν συνεχεία θα επιχειρούσε να την επιβάλει στην Κύπρο με την ελληνική μεραρχία, ενώ θα ακολουθούσε ξεκαθάρισμα με τον Μακάριο.

Ως συνέπεια της αποτυχίας οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν σημαντικά. Ακολούθησε η σύλληψη και παρατεταμένη κράτηση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Και η επίθεση του μόνιμου αβανταδόρου της έντασης και απεσταλμένου της χούντας Γρίβα στο τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου (15 Νοεμβρίου 1967, με 24 νεκρούς), η οποία οδήγησε στα πρόθυρα ελληνοτουρκικού πολέμου και κυρίως πρόσφερε τα χρειαζούμενα επιχειρήματα στην Τουρκία για να αυξήσει την πίεση για απόσυρση της («παράνομης» κατά την ορολογία της CIA) ελληνικής μεραρχίας.

Τα δύο παρακλάδια της «Κόκκινης Προβιάς» σε Ελλάδα και Κύπρο προσπαθούσαν, μαξιμαλιστικά και έκαστο για λογαριασμό του, να αποσταθεροποιήσουν την Κύπρο και να τη σπρώξουν προς τη διχοτόμηση. Η ομάδα του μετέπειτα δικτάτορα Ιωαννίδη παίζει καθοριστικό ρόλο. Μέσα από μια αλληλουχία γεγονότων οι άνθρωποι του δικτύου, καλυμμένοι πίσω από την «εθνική δράση» και το αίτημα της ένωσης Ελλάδας – Κύπρου, κάνουν όλες τις απαραίτητες προβοκάτσιες που δίνουν την εικόνα πως δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία.

Τώρα πλέον –πολύ επιδέξια μεθοδευμένα– ετίθετο θέμα ελληνικής συγκατάθεσης στην απόσυρση. Και υποταγής στην αμερικανική «παρότρυνση» να φύγει η μεραρχία που είχε στείλει κρυφά η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου κατά το δεύτερο τετράμηνο του 1964, δύναμης 24.700 αντρών.

Η αντικατάσταση του Γκούρα στο υπουργείο Εξωτερικών από τον σκοτεινό και απολύτως «ευθυγραμμισμένο» Παν. Πιπινέλη κατέτεινε στη διευκόλυνση μιας ενδοσυμμαχικής διευθέτησης.

CIA: «Οι Ελληνες πρόθυμοι να αποσύρουν τα “παράνομα” στρατεύματα»

Αλλη έκθεση της CIA, της 3ης Δεκεμβρίου 1967, αναφέρεται στα ελληνοτουρκικά αναδεικνύοντας ανάγλυφα τις πιέσεις που ασκεί η Αθήνα στη Λευκωσία, πλέον, για λογαριασμό της Αγκυρας σχετικά με το θέμα της απόσυρσης της ελληνικής μεραρχίας και τη σύνθεση μιας μελλοντικής δύναμης ασφαλείας:

«1. Η μπάλα είναι τώρα στο γήπεδο της Τουρκίας μετά την έκκληση του Ου Θαντ [γγ του ΟΗΕ] προς τις κυβερνήσεις Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας για μια συμφωνία. 

Οι Ελληνες έδωσαν μια θετική απάντηση εκ μέρους των Αθηνών σχεδόν αμέσως και είναι προφανώς πρόθυμοι να αρχίσουν την απόσυρση των “παράνομων” στρατευμάτων τους διακριτικά και σύντομα αφότου οι Τούρκοι συμφωνήσουν, ελπίζουμε, με την έκκληση του Ου Θαντ.

Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εντούτοις τόνισε σε μια συζήτηση σήμερα με τον πρεσβευτή μας στην Αγκυρα πως η κυβέρνησή του πιθανότατα θα επιμείνει στη διατήρηση της ακριβούς διατύπωσης της επίμαχης παραγράφου 4 στην αρχική συμφωνία που αποδέχτηκαν Ελλάδα και Τουρκία αλλά απέρριψε ο Μακάριος. Η έκκληση του Ου Θαντ παραλείπει τον καθορισμό της μετακίνησης “όλων των δυνάμεων που συγκροτήθηκαν από το 1963”, καθιστώντας έτσι την τουρκική έγκριση του σχεδίου απίθανη με βάση την πρωινή συμφωνία […]»

Γραμμένη από την Τουρκία – αποδεκτή από την Ελλάδα

«1. Ο προεδρικός απεσταλμένος Βανς αναφέρει πως ο Κύπριος πρόεδρος Μακάριος έχει απορρίψει “την παράγραφο 4” της προτεινόμενης συμφωνίας. Ηταν αυτή που γράφτηκε από την τουρκική κυβέρνηση και έγινε αποδεκτή από τους Ελληνες, με την προσθήκη μιας πρότασης που θα καλωσόριζε την εντολή του γγ του ΟΗΕ. Αυτή καλεί σε “μια διευρυμένη και βελτιωμένη εντολή”, στον αφοπλισμό όλων των δυνάμεων που εγκαθιδρύθηκαν μετά το 1963 και στη δημιουργία μιας νέας φρουράς για διεθνή ασφάλεια.

2. Ο γγ απηύθηνε μιαν έκκληση προφανώς κυρίως βασισμένη στην 4η παράγραφο του τουρκικού σχεδίου προς τις τρεις κυβερνήσεις. Αυτός σχεδιάζει να αναγγείλει την έκκληση στις 12.30. Ο Βανς πρότεινε να γίνει η έκκληση πριν ο Μακάριος προλάβει να ζητήσει σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας».

Ο Κόλλιας εκφοβίζει… πατριωτικά τον Μακάριο

«3. Η έκκληση την οποία απηύθηνε ο Ελληνας πρωθυπουργός Κόλλιας στον Μακάριο τον παρότρυνε ισχυρά να αποδεχτεί η κυβέρνησή του το σχέδιο προτάσεων μην τυχόν και οι τρεις χώρες επιστρέψουν σε μια “ακραία επικίνδυνη κατάσταση”. Προσθέτει πως υποθέτει ότι οι Κύπριοι “δεν έχουν αμφιβολίες ως προς την πραγματικότητα της τουρκικής απειλής” και πως “εμείς φοβούμαστε για την περιορισμένη βοήθεια” που η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει σε έναν αγώνα που θα προκαλούσε “ανυπολόγιστη καταστροφή στον κυπριακό λαό”.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ.

1. Ο Βανς στάθηκε αδύνατον να συνεννοηθεί με τον Μακάριο σ’ αυτό το δεύτερο ταξίδι στη Λευκωσία […] Ενα επώδυνο λουστράρισμα κάθε λέξης […] Ο πρεσβευτής Γκόλντμεργκ πιστεύει πως η μόνη βερσιόν της παραγράφου 4 που έχει πιθανότητα να εγκριθεί από όλα τα μέρη είναι η αυθεντική τουρκική.

5. Ο πρεσβευτής Τάλμποτ πιστεύει ότι εάν οι παρούσες διαπραγματεύσεις αποτύχουν και εάν η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο, η Ελλάδα θα επιτεθεί σε τουρκικούς θαλάσσιους στόχους.

9. Ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης θα ζητήσει από τον βασιλιά Κωνσταντίνο να κάνει μια τελική απεύθυνση στον Μακάριο για να αποδεχτεί την αρχική εκδοχή της παραγράφου 4, υποδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα για την Κύπρο, και για να προειδοποιήσει σχετικά με τις επιπτώσεις συνολικά για τον ελληνισμό».

Παπαδόπουλος: υπό την πίεση ΗΠΑ και τον φόβο της Τουρκίας

• Για την ανάκληση της μεραρχίας ο Παπαδόπουλος προέβαλε την ύπαρξη άμεσου κινδύνου ελληνοτουρκικής σύρραξης. Σύμφωνα με την κατάθεση Πιπινέλη στην επιτροπή της Βουλής, αυτή έγινε ύστερα από πίεση των ΗΠΑ.

Σε υλοποίηση των ανωτέρω εξαπολύθηκε «εκστρατεία μίσους κατά του Μακαρίου και σημειώθηκαν μέχρι την άνοιξη του 1974 σωρεία εγκληματικών πράξεων, συνωμοσιών και σκευωριών. Απόπειρα ανθρωποκτονίας (Μάρτιος ’70) στη Λευκωσία κατά του ελικοπτέρου του. Μυστική αποστολή του στρατηγού Γρίβα στην Κύπρο (31 Αυγούστου 1971) και ανάληψη της ηγεσίας της ΕΟΚΑ Β΄. Προετοιμασία πραξικοπήματος από τους Παύλο Παπαδάκη, διοικητή ΕΛΔΥΚ και Ανδ. Κονδύλη, κουμπάρο του Ιωαννίδη».

Το πρώτο σχέδιο πραξικοπήματος («Ερμής») εκπονήθηκε τον Μάρτιο του 1970 και συμμετείχαν στελέχη της «Κόκκινης Προβιάς». Τον Φεβρουάριο του 1972, ύστερα από απόφαση στη σύνοδο του ΝΑΤΟ το 1971 στη Λισσαβώνα, η ομάδα Ιωαννίδη σχεδίαζε να ανατρέψει τον Μακάριο. Για το σχέδιο ενημέρωσε τον πρόεδρο της Κύπρου ο Σοβιετικός πρέσβης και επιβεβαιώθηκε από τηλεφωνικές παρακολουθήσεις των πρωταγωνιστών του. Τον Ιούλιο του 1973 ο Γρίβας ως αρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄, με άλλο σχέδιο υπό την κωδική ονομασία «Νίκη», προετοίμαζε την ανατροπή του Μακαρίου. Ολοι οι σχεδιασμοί υπαγορεύονταν από την ανάγκη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ να υπάρχει μια διχοτομημένη Κύπρος παρά μια Κύπρος στα χέρια του «κόκκινου παπά», όπως χαρακτήριζε τον Μακάριο ένα τμήμα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Η οριστική απόφαση λήφθηκε το δεύτερο δεκαήμερο του Ιούνη του 1974, όπως μαρτύρησε ο συνταγματάρχης Μιχ. Πηλιχός, εξ απορρήτων του Ιωαννίδη.

Ο Μακάριος στις 2 Ιουλίου 1974, λίγο πριν από το πραξικόπημα, γράφει προς τον «πρόεδρο» Γκιζίκη: «Πολλάκις διερωτήθην διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις [ΕΟΚΑ Β΄] –η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν– υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών. Και πλειστάκις επίσης διερωτήθην κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξη τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως […]. Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους».

Εκχώρηση της μισής μειονότητας στην τουρκική γλώσσα

Εντυπωσιακή περίπτωση εθνικόφρονης πατριδοκαπηλίας αποτελεί και η «περιπετειώδης» ελληνική πολιτική απέναντι στη μειονότητα της Θράκης και μέσω των σχολείων, όπως αποτυπώθηκε στη Μορφωτική Συμφωνία του 1951 και στο Μορφωτικό Πρωτόκολλο του 1968.

Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (άρθρο 40 και 45) οι δύο χώρες όφειλαν να εμπεδώσουν «τας προσηκούσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις εκπαιδεύσεως. Με αμοιβαιότητα ανάμεσα σε Θράκη και Κωνσταντινούπολη, Ιμβρο, Τένεδο».

Διαδοχικές παλινωδίες από το 1881 μέχρι σήμερα ονομάτιζαν τα σχολεία τουρκικά, οθωμανικά, μουσουλμανικά και τέλος μειονοτικά. Παρότι η Μορφωτική Συμφωνία του ’51 δεν ορίζει πουθενά ότι επίσημη γλώσσα της μειονότητας είναι η τουρκική, αυτή καθιερώθηκε στα σχολεία επειδή υπαγόρευε την ευθυγράμμισή τους με το αναλυτικό πρόγραμμα του τουρκικού υπουργείου Παιδείας. Στο ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1968, σε συνέχεια της διάσκεψης της Κεσάν, θεωρήθηκε αυτονόητη η χρήση της τουρκικής στα σχολεία. Τα μαθήματα που ως το 1968 διδάσκονταν στα ελληνικά θα εξακολουθούσαν να διδάσκονται έτσι, ενώ όλα τα υπόλοιπα συμφωνήθηκε να διδάσκονται στην τουρκική.

Επίσης, ενώ είχαν εκτυπωθεί ειδικά μεταφρασμένα βιβλία η χούντα τα απέσυρε, εισάγοντας διδακτικά βιβλία από την Τουρκία.

«1. Η Επιτροπή συνιστά όπως το υφιστάμενον καθεστώς […] εξακολούθηση εφαρμοζόμενον εν τω μέλλοντι ως και κατά το παρελθόν. Ειδικότερον:

α) Τα μέχρι σήμερον εις την επίσημον γλώσσαν διδασκόμενα μαθήματα θα διδάσκωνται και εν τω μέλλοντι εις την αυτήν γλώσσαν.

β) Η διδασκαλία πάντων των άλλων μαθημάτων θα γίνεται εις την μειονοτικήν γλώσσαν άνευ εξαιρέσεως».

Πορτρέτα του Ελληνα πρωθυπουργού και του Κεμάλ Ατατούρκ

Η μειονότητα αριθμεί περί τα 130.000 μέλη: τουρκόφωνοι (47, 37%), Πομάκοι (31,58%) και Ρομά (21,05%). Η τριχοτομημένη γλωσσικά μειονότητα σπρώχνεται σύσσωμη στην αγκαλιά της Αγκυρας επιβάλλοντάς της τη γλώσσα του ημίσεως του συνολικού πληθυσμού της.

Συμπληρωματικά, η Ελλάδα έλαβε μέτρα κατά των παλαιομουσουλμάνων (αντικεμαλιστών) που αρχικά παρουσίαζαν αντιστάσεις στη ρεβανσιστική πολιτική των κεμαλιστών.

«Εγκριθείσα υπό των Υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών κατά την εν Λονδίνω συνάντησιν αυτών τη 27 Ιουνίου 1968 και εν Αθήναις από μέχρι της 20ής Δεκεμβρίου 1968». Η επιτροπή σημειώνει ότι «τα δύο Μέρη δύνανται να προτείνωσι τροποποιήσεις εν τοις εγχειριδίοις ων τα σημερινά κείμενα δεν θεωρούνται αποδεκτά. Οφείλουσι να μη απαγορεύσωσι, μέχρι της οριστικής εγκρίσεως, την χρήσιν των ήδη εγκεκριμένων ή ανεκτών εγχειριδίων.

γ) Οπως εξαιρέσει του μορφωτικού χαρακτήρας διακοσμητικού υλικού, η μόνιμος διακόσμησις των σχολικών κτιρίων περιορίζηται εν ταις μειονοτικαίς σχολαίς της Δυτικής Θράκης εις την προσωπογραφίαν του Αρχηγού του Ελληνικού Κράτους και εν ταις μειονοτικαίς σχολαίς της Κων/πόλεως εις την προσωπογραφίαν του Ατατούρκ. (Οίκοθεν νοείται ότι επ’ ευκαιρία των εθνικών εορτών της Χώρας εν η εδρεύει η σχολή, ή επ’ ευκαιρία άλλων εκτάκτων περιστάσεων, αι μειονοτικοί σχολαί θα είναι δυνατόν να διακοσμώνται καταλλήλως, καταβαλλομένης επιμελείας όπως αποφεύγηται πάσα εν τη διακοσμήσει υπερβολή)». Αυτά βέβαια κάθε άλλο παρά παιδαγωγικό προσανατολισμό είχαν ή ένδειξη σεβασμού δικαιωμάτων αποτελούσαν. «Ερμηνεύονται σε μεγάλο βαθμό ως προσπάθεια συνοχής των δύο χωρών-μελών του ΝΑΤΟ ενώπιον του κινδύνου του βουλγαρικού κομμουνισμού».

Το σκιάχτρο των «κόκκινων Πομάκων» και τα τανκς του Ζίβκοφ

• Προς υποστήριξη των ανωτέρω εντέχνως καλλιεργείτο από τους ψυχροπολεμικούς κύκλους η απειλή της διείσδυσης της κομμουνιστικής Βουλγαρίας μέσω των Πομάκων της Θράκης. Η αλήθεια ήταν εντελώς αντίθετη. Οι σχέσεις του καθεστώτος Ζίβκοφ ήταν εξαιρετικά τεταμένες με την υπερμεγέθη εκεί μουσουλμανική μειονότητα. Οι δε αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις ισλαμιστών Βούλγαρων Πομάκων ήταν αρκετά πυκνές. Από το 1950, με κορύφωση το 1984-89, περίπου 550.000 Βούλγαροι Τούρκοι είχαν εκδιωχτεί στην Τουρκία. Κατά τη CIA το 2005 στην Τουρκία βρίσκονταν 372.000 άτομα, ενώ στη Βουλγαρία είχαν απομείνει 588.318 (απογραφή 2011).

Η «διαδικασία αναβίωσης» ενεργοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 1984 με απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του Βουλγαρικού ΚΚ. Κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν ο ακαδημαϊκός Αντζελ Μπαλέφσκι και ο αρχηγός επιτελείου Μίλκο Μπάλεφ. Διακηρυγμένος στόχος «η περαιτέρω ενοποίηση και ένταξη των Βούλγαρων Τούρκων στην υπόθεση του σοσιαλισμού, στην πολιτική του κόμματος». Η ντιρεκτίβα εξέφρασε ανησυχία για τον «συνεχιζόμενο επηρεασμό των Βούλγαρων Τούρκων από τις εκδηλώσεις του τουρκικού εθνικισμού, του θρησκευτικού φανατισμού και του καθημερινού συντηρητισμού».

Το κράτος προσπάθησε να κρατήσει μόνο εκείνους που είχαν καλή εκπαίδευση, δεν αντιτίθεντο στην αλλαγή του ονόματός τους, θεωρούσαν ότι συνδέονται με τη σοσιαλιστική κοινωνία και δεν ζούσαν σε συμπαγείς τουρκικές περιοχές.

• Αντί επιλόγου: Τις μέρες της τουρκικής εισβολής του ’74 στην Κύπρο ο προσωποποιημένος «κομμουνιστικός κίνδυνος», ο Ζίβκοφ, διέταξε να οπισθοχωρήσουν τα βουλγαρικά τανκς πολλά χιλιόμετρα πίσω από τα κοινά μας σύνορα ώστε να διευκολύνει την Ελλάδα να μετακινήσει δυνάμεις στη Θράκη και προς τα νησιά του Αιγαίου.

Ετικέτες