Εγκληματική και με τη βούλα η αδιαφορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις ΜΕΘ

Εγκληματική και με τη βούλα η αδιαφορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για τις ΜΕΘ
Φωτογραφία αρχείου

Το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιβεβαιώνει την τραγική κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας

Διαχρονικό έγκλημα και κυβερνητική αδιαφορία εν μέσω πανδημίας. Αυτό προκύπτει από το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου –παραδόθηκε στον υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη και στην αναπληρώτρια υπουργό Υγείας Ασημίνα Γκάγκα στις 24 Ιανουαρίου 2022– αναφορικά με την ετοιμότητα των δημόσιων νοσοκομείων για την αυξημένη ζήτηση κλινών εντατικής θεραπείας το 2020 εξαιτίας της Covid-19. Ενα πόρισμα-κόλαφος για την κυβέρνηση, αφού αυτή η ετοιμότητα στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.

Ο έλεγχος επικεντρώθηκε σε δέκα νοσοκομεία σε μεγάλα αστικά κέντρα και σε περιοχές που επλήγησαν βαριά από την πανδημία. Οπως προκύπτει, τα επιχειρησιακά πρωτόκολλα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, οι κλίνες ΜΕΘ πριν από την αρχή της πανδημίας ήταν ελάχιστες, στα περισσότερα νοσοκομεία ποτέ δεν έφτασαν τον αριθμό που προβλεπόταν, ενώ ο αριθμός ειδικά του εξειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού ήταν πολύ μικρός, με αποτέλεσμα τη μη εύρυθμη λειτουργία των ΜΕΘ. Το χειρότερο όμως είναι ότι βάσει των ευρημάτων του ελέγχου, ένα τεράστιο ποσοστό όσων πέθαναν την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2020 –ειδικά στα νοσοκομεία εκτός Αττικής– κατέληξε εκτός ΜΕΘ. Σε απλές νοσοκομειακές κλίνες. Γεγονός που σύμφωνα με το πόρισμα δεν μπορεί να μην οφείλεται και στη μη επαρκή αύξηση των κλινών ΜΕΘ.

Ποιος όμως να αύξανε όσο θα έπρεπε τις κλίνες ΜΕΘ; Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Αυτού που δήλωνε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021 ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπάρχει μεγαλύτερη θνησιμότητα σε όσους διασωληνώνονται εκτός ΜΕΘ και προκαλούσε μάλιστα την αξιωματική αντιπολίτευση εάν έχει σχετική μελέτη να την παρουσιάσει; Αυτού που όταν τα έλεγε αυτά είχε στο συρτάρι του τη μελέτη των καθηγητών Σωτήρη Τσιόδρα και Θοδωρή Λύτρα που αναδείκνυε την τεράστια θνησιμότητα εκτός ΜΕΘ και ότι ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων πέθανε αβοήθητος ενώ θα μπορούσε να είχε σωθεί; Αυτού που έλεγε τόσο ανερυθρίαστα τέτοια ψέματα; Αυτού που δεν έδωσε ούτε μία απάντηση στο έγγραφο της 3ης Μαρτίου του 2022 του ΕΟΔΥ προς το υπουργείο Υγείας, το οποίο ανέφερε πως έως τότε 16.519 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους από Covid-19 εκτός ΜΕΘ αβοήθητοι;

Τίποτε από όλα αυτά δεν συγκινεί τον πρωθυπουργό, που εν γνώσει του άφησε το ΕΣΥ αθωράκιστο στην πανδημία και πλέον το δίνει βορά στα ιδιωτικά συμφέροντα. Το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αποκαλύπτει σήμερα το Documento έρχεται να επιβεβαιώσει ξανά την εγκληματική κυβερνητική διαχείριση εν μέσω πανδημίας. Μια διαχείριση η οποία οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους στον θάνατο, κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Θα περίμενε κανείς ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης, που πλέον έχει όχι μία αλλά δύο μελέτες που αποδεικνύουν ότι υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που πέθαναν εκτός ΜΕΘ, θα ζητούσε έστω μια συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων. Αλλά ποιος να ζητήσει συγγνώμη; Αυτός που εν γνώσει του έλεγε ψέματα τόσα χρόνια και είχε πάρει την πολιτική απόφαση να μην ενισχύσει το ΕΣΥ;

«Τα επιχειρησιακά σχέδια δεν επικαιροποιήθηκαν»

Οπως σημειώνεται στο πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο επίμαχος έλεγχος εντάχτηκε στο ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων για το 2021, εγκρίθηκε από την ολομέλεια του δικαστηρίου και παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 17 Δεκεμβρίου 2020. Σκοπός της έρευνας ήταν να διαπιστωθούν ο βαθμός ετοιμότητας και η απόκριση των νοσοκομείων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξημένη ζήτηση κλινών εντατικής θεραπείας για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19.

Τα νοσοκομεία που εξετάστηκαν βρίσκονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα και πληγείσες περιοχές από την πανδημία και ήταν τα εξής: το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», το Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Σωτηρία», το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, το Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγιά η Βοήθεια», το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, το Γενικό Νοσοκομείο Πτολεμαΐδας «Μποδοσάκειο», το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας.

Το πρώτο που αξίζει να σημειωθεί από τα ευρήματα του ελέγχου είναι πως έγκριση των επιχειρησιακών σχεδίων από τις διοικητικές υγειονομικές περιφέρειες (ΔΥΠΕ) «δεν διαπιστώθηκε για κανένα από τα νοσοκομεία που ελέγχθηκαν». Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι «περιφερειακά, για την περιοχή αρμοδιότητας κάθε ΥΠΕ, επιχειρησιακά σχέδια δεν προέκυψε από τον έλεγχο ότι είχαν εκπονηθεί». Στο πόρισμα επισημαίνεται πως παρ’ όλα αυτά η αρμόδια για το εκάστοτε νοσοκομείο ΔΥΠΕ επέβλεπε την απόκριση στην πανδημία, ενώ υπήρχε και επικοινωνία, φυσική, τηλεφωνική και μέσω τηλεδιασκέψεων, με τις διοικήσεις των νοσοκομείων. Αυτό που επίσης αναφέρεται όμως είναι πως «παρά τη σχετική οδηγία του ΕΟΔΥ, τα επιχειρησιακά σχέδια των νοσοκομείων δεν επανεξετάσθηκαν, προς τον σκοπό της επικαιροποίησής τους, με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα». Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες.

«Μη πλήρης επιχειρησιακός σχεδιασμός»

Πρόκειται για κάτι ιδιαιτέρως σοβαρό, αφού τα επίμαχα επιχειρησιακά σχέδια αφορούσαν «οργανωτικού και υγειονομικού χαρακτήρα θέματα, όπως η διαχείριση των ύποπτων κρουσμάτων της νόσου που θα προσέφευγαν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, η συγκρότηση ομάδων συντονισμού και εργασίας ή οι οδηγίες χρήσης των μέσων ατομικής προστασίας». Αντιθέτως, δεν γινόταν καμία αναφορά στα επιχειρησιακά σχέδια σχετικά με τη «στοχοθεσία για την ανάπτυξη συγκεκριμένου αριθμού κλινών εντατικής θεραπείας για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19. Κατά μείζονα δε λόγο, ούτε καταγραφή των προϋφιστάμενων ελλείψεων και αναλυτική προεκτίμηση των αναγκών σε ανθρώπινους και υλικούς πόρους που θα απαιτούντο, προκειμένου να καταστούν λειτουργικές οι κλίνες αυτές, ούτε χρονοδιαγράμματα για την κάλυψή τους περιλαμβάνονταν στα επιχειρησιακά σχέδια».

Εξαίρεση αποτέλεσε το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας, όπου στο δεύτερο σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο προβλεπόταν η αύξηση των κλινών ΜΕΘ από επτά σε δώδεκα. Αντίστοιχα, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου εκπονήθηκε αναθεωρημένο επιχειρησιακό σχέδιο τον Απρίλιο του 2020 που προέβλεπε την αύξηση των δώδεκα κλινών ΜΕΘ «σε “πρώτη διάθεση” (σαράντα ασθενείς), κατά οχτώ (8) επιπλέον κλίνες εντατικής θεραπείας, και, σε “δεύτερη διάθεση” (από σαράντα ένας έως εβδομήντα ασθενείς), κατά ακόμη εννέα κλίνες εντατικής θεραπείας». Στο επίμαχο επιχειρησιακό σχέδιο αναγραφόταν ότι οι στόχοι της πρώτης διάθεσης θα μπορούσαν να επιτευχθούν «αν υπήρχε το απαραίτητο προσωπικό» και της δεύτερης διάθεσης εάν «εκτός του πρόσθετου προσωπικού, διασφαλιζόταν και ο αναγκαίος εξοπλισμός, που εξαρχής έθετε εν αμφιβόλω το εφικτό της ανάπτυξης… των πρόσθετων κλινών εντατικής θεραπείας».

Ως αποτέλεσμα, το Ελεγκτικό Συνέδριο συμπεραίνει πως «ενώ εξαρχής επιδιώχθηκε τα νοσοκομεία να έχουν καταλλήλως προπαρασκευασθεί, ούτως ώστε να ανταποκριθούν με αποτελεσματικό τρόπο στην πανδημία, ο σχετικός επιχειρησιακός σχεδιασμός δεν ήταν πλήρης». Και μπορεί να μην εκτιμηθεί με ακρίβεια «κατά πόσο αυτό επέδρασε στη διαθεσιμότητα των κλινών εντατικής θεραπείας», εντούτοις το παράδειγμα του Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου έδειξε ότι τελικά στην «πρώτη διάθεση» αναπτύχθηκαν μόλις «τέσσερις από τις οκτώ προβλεπόμενες στο επιχειρησιακό του σχέδιο κλίνες εντατικής θεραπείας και στη “δεύτερη διάθεση” οκτώ από τις προβλεπόμενες εννέα κλίνες εντατικής θεραπείας».

Μη επαρκής αύξηση κλινών ΜΕΘ

Κι όλα αυτά ενώ σύμφωνα με την από 24 Ιουνίου 2016 απόφαση της ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) του υπουργείου Υγείας, «ο συνολικός αριθμός των κρεβατιών της ΜΕΘ πρέπει να είναι τουλάχιστον 5% του συνολικού αριθμού κρεβατιών του νοσοκομείου για νοσοκομεία με περισσότερες από διακόσιες κλίνες». Ομως «κατά την έναρξη της πανδημίας η ανωτέρω απόφαση δεν είχε εκτελεσθεί, η δε διαχρονική έλλειψη επαρκούς αριθμού κλινών εντατικής θεραπείας μόνον εν μέρει κατέστη δυνατό να καλυφθεί στη συνέχεια, χάρη και στις δωρεές που έγιναν προς τα νοσοκομεία, κατά την πρώτη περίοδο μετά την εκδήλωση της πανδημίας».

Είναι χαρακτηριστικό ότι στα επίμαχα νοσοκομεία που ερευνήθηκαν ο αριθμός των κλινών εντατικής θεραπείας «υπολειπόταν κατά πολύ του ελάχιστου ορίου επί της συνολικής τους δυναμικότητας». Οπως στο νοσοκομείο «Αττικόν» που οι κλίνες ΜΕΘ τον Μάρτιο του 2020, αντί να ανέρχονται σε 36-37, ήταν μόλις 19. Αντίστοιχα, στο νοσοκομείο «Σωτηρία» οι κλίνες ΜΕΘ αντί για 35-36 ήταν μόλις 20, στο Ιπποκράτειο αντί οι κλίνες ΜΕΘ να ήταν 39-40 ήταν μόλις 18 και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας οι κλίνες ΜΕΘ αντί να είναι 32-33 ήταν μόλις δώδεκα.

Ως αποτέλεσμα, στο πόρισμα σημειώνεται πως η πανδημία «ανέδειξε ένα μονιμότερο πρόβλημα του ΕΣΥ, τα αίτια του οποίου αν συνεκτιμηθεί το πολυδάπανο της ανάπτυξης και λειτουργίας νέων κλινών εντατικής θεραπείας, δεν μπορεί να μη σχετίζονται με την υστέρηση δημοσίων πόρων που διατίθενται για τον σκοπό αυτόν». Επομένως, «η εκκίνηση από τη μειονεκτική αυτή θέση του δημοσίου συστήματος υγείας μόνον εν μέρει θα μπορούσε να καλυφθεί εντός των πρώτων μηνών από την εμφάνιση της Covid-19».

Η κατάσταση βελτιώθηκε τους επόμενους μήνες, αλλά και πάλι στη συντριπτική πλειονότητα των επίμαχων νοσοκομείων που ερευνήθηκαν οι κλίνες ΜΕΘ δεν αντιπροσώπευαν το σύνολο των κρεβατιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Δεκέμβριο του 2020 το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων αντί για 42 κλίνες ΜΕΘ είχε 30, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας αντί για 32-33 κλίνες ΜΕΘ είχε 24 και το «Αττικόν» αντί για 36-37 κλίνες ΜΕΘ είχε 28.

Ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο, σύμφωνα με το πόρισμα, στην αύξηση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ διαδραμάτισαν οι δωρεές, παρότι όπως διαπιστώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις «υπήρχε περιθώριο ταχύτερης αξιοποίησης των δωρεών». Το σίγουρο είναι ότι «η ιδιωτική γενναιοδωρία, όσο κρίσιμη και αν αποβαίνει για την κάλυψη άμεσων και επιτακτικών αναγκών, δεν μπορεί να αναπληρώσει χρόνιες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας».

«Ελλειψη νοσηλευτικού προσωπικού»

Η λειτουργία των ΜΕΘ απαιτεί παράλληλα τη συνέργεια εξελιγμένου τεχνολογικού εξοπλισμού, αλλά και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό καθώς και υλικά προστασίας για την προστασία του υγειονομικού προσωπικού από τη μόλυνση. Σύμφωνα με τα ευρήματα του ελέγχου, δεν διαπιστώθηκε «ανεπάρκεια στην ποσότητα ή δυσλειτουργία του τεχνολογικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε».

Διαπιστώθηκε όμως έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Σύμφωνα λοιπόν με τον έλεγχο διαπιστώθηκε «εν γένει επάρκεια του ιατρικού προσωπικού που είχε διατεθεί για τις κλίνες εντατικής θεραπείας που αναπτύχθηκαν». Αντιθέτως, «ελλείψεις προέκυψαν από τον έλεγχο όσον αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό». Οπως σχολιάζει το Ελεγκτικό Συμβούλιο, αυτό «ήταν δε μάλλον αναμενόμενο, αν συνεκτιμηθούν η σοβαρή, ήδη από την προηγούμενη περίοδο και ως διαχρονικότερο φαινόμενο, υποστελέχωση των νοσοκομείων σε νοσηλευτικό προσωπικό…».

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «προκειμένου ένας νοσηλευτής να εξειδικευθεί στη ΜΕΘ, απαιτείται εκπαίδευσή του διάρκειας ενός έτους. Πράγμα που σημαίνει ότι, για την άμεση, όπως επέβαλλε η πανδημία, κάλυψη των αναγκών των κλινών εντατικής θεραπείας σε νοσηλευτικό προσωπικό, προϋποτίθετο η ύπαρξη εκ των προτέρων μίας “δεξαμενής” ειδικών εκπαιδευμένων νοσηλευτών, από όπου τα νοσοκομεία θα μπορούσαν να αντλήσουν το προσωπικό αυτό και η οποία, ως φαίνεται, δεν υφίστατο».

Είναι ενδεικτικό ότι στο νοσοκομείο «Σωτηρία» αντί «των τριακοσίων τριάντα έξι νοσηλευτών που αντιστοιχούσαν στις ογδόντα τέσσερις κλίνες εντατικής θεραπείας, όλες για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19, που είχε αναπτύξει, υπηρετούσαν στις 31 Δεκεμβρίου 2020 διακόσιοι σαράντα έξι νοσηλευτές». Μεγάλες ελλείψεις –αναλογικά– σε νοσηλευτικό προσωπικό για τις ΜΕΘ διαπιστώθηκαν και σε Λάρισα, Ιωάννινα και Δράμα. Είναι αυτονόητο ότι οι μεγάλες αυτές ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό «περιόριζαν κατά πολύ την πραγματική διαθεσιμότητα των κλινών εντατικής θεραπείας που αναπτύχθηκαν για τους ασθενείς με Covid-19. Και μολονότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί σε ποιον ακριβώς βαθμό, βέβαιο είναι ότι και τους νοσηλευτές εξέθεταν στον κίνδυνο επαγγελματικής εξουθένωσης και την ποιότητα της παρεχόμενης στους ασθενείς νοσηλείας αρνητικά επηρέαζαν».

Τεράστιο το ποσοστό θανάτων εκτός ΜΕΘ

Και έπειτα τον Νοέμβριο του 2020 ήρθε το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Και όπως προέκυψε από τον έλεγχο, κατά τη «δεύτερη περίοδο», που αφορούσε το διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου του 2020, στην πλειονότητα των νοσοκομείων που ελέγχθηκαν το ποσοστό κάλυψης των κλινών ΜΕΘ ανήλθε σε δυσθεώρητα ποσοστά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έφτασε και το 100%.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ποσοστό των ανθρώπων που πέθαναν από Covid-19 εκτός ΜΕΘ πολλαπλασιάστηκε. Για παράδειγμα στο ΑΧΕΠΑ «η αναλογία των θανάτων από τη νόσο εκτός ΜΕΘ, σε απλές κλίνες, δηλαδή, ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των θανόντων από την Covid-19, μεταβλήθηκε από (1:17) 6% την πρώτη περίοδο, σε (97:181) 54% τη δεύτερη». Αντίστοιχα, στο νοσοκομείο Ιωαννίνων οι 14 θάνατοι από Covid-19 «ήτοι ποσοστό 67%, αφορούσαν ασθενείς που δεν νοσηλεύονταν σε κλίνη εντατικής θεραπείας». Στο νοσοκομείο Δράμας την επίμαχη περίοδο, από τους 161 θανάτους συνολικά από Covid-19, οι 133 αφορούσαν ασθενείς που νοσηλεύονταν σε απλές κλίνες.

Στο Μποδοσάκειο την ίδια περίοδο «η πλειονότητα των συνολικώς είκοσι επτά θανάτων από την Covid-19 που σημειώθηκαν στο νοσοκομείο –εξ αυτών οι δεκαεννέα ή ποσοστό 70%– επήλθαν εκτός της ΜΕΘ του νοσοκομείου». Αντίστοιχα, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «η μεταβολή της αναλογίας των θανάτων από τη νόσο εκτός ΜΕΘ, δηλαδή σε απλές κλίνες, ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των θανόντων από την Covid-19, από (1:6) 17% την πρώτη περίοδο, σε (13:20) 65% τη δεύτερη». Καλύτερη ήταν η κατάσταση στα νοσοκομεία «Σωτηρία» και «Αττικόν». Κι αυτό γιατί στο μεν πρώτο το ποσοστό θανάτων εκτός ΜΕΘ ανήλθε από 38% την πρώτη περίοδο σε 34,25% τη δεύτερη περίοδο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το «Αττικόν» ανήλθε από 46% που ήταν την πρώτη περίοδο σε 30%.

«Αιτία της θνησιμότητας η ανεπάρκεια των ΜΕΘ»

Προκειμένου να αποδώσει την αιτία της αυξημένης θνησιμότητας των νοσηλευθέντων σε απλές κλίνες ΜΕΘ το πόρισμα αναφέρει ότι δόθηκαν διάφορες εξηγήσεις. Μια από αυτές ήταν και όσα ανέφερε σε έγγραφο διευθυντής ΜΕΘ ενός εκ των επίμαχων νοσοκομείων, όπου αναγράφεται πως «δεν εισάγονται σε ΜΕΘ όλοι οι ασθενείς που η υγεία τους δεν μπορεί να αποκατασταθεί…».

Και μπορεί τέτοιου είδους εξηγήσεις να έχουν «λογική βάση» σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, εντούτοις «δεν μπορεί, ωστόσο, ο έλεγχος να αγνοήσει το γεγονός ότι η αύξηση της θνησιμότητας των ασθενών που νοσηλεύονταν σε απλές κλίνες, όπου συνέβη, συνέπεσε χρονικά με την εξάντληση της διαθεσιμότητας κλινών εντατικής θεραπείας Covid-19 και να μην εντοπίσει στη χρονική αυτή σύμπτωση μια ισχυρή ένδειξη ότι, λόγω της ανεπάρκειας του αριθμού των κλινών εντατικής θεραπείας Covid-19 που διέθεταν τα νοσοκομεία, ασθενείς που έχρηζαν εντατικής θεραπείας παρέμειναν νοσηλευόμενοι σε απλές κλίνες, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για την ασφάλεια της νοσηλείας τους, ασχέτως του ότι, βεβαίως, ουδόλως θα μπορούσε να προδιαγραφεί και η διαφορετική έκβαση των συγκεκριμένων περιστατικών».

Αλλωστε τη συσχέτιση αυτών των δύο παραμέτρων «επιβεβαιώνει το ότι όχι μόνο αντίστοιχη αύξηση της θνησιμότητας των νοσηλευθέντων σε απλές κλίνες περιστατικών δεν παρατηρήθηκε, αλλά και η ποσοστιαία αναλογία προς τον συνολικό αριθμό των επισυμβάντων θανάτων βελτιώθηκε στα εδρεύοντα στην Αττική νοσοκομεία που ελέγχθηκαν, μολονότι και για αυτά θα μπορούσαν εξίσου να ισχύουν οι παράγοντες της εν γένει επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας ή της καθυστερημένης διακομιδής των ασθενών…».

Το τελευταίο αυτό γεγονός, ειδικά εφόσον συνυπολογιστεί «η ανισόμετρη εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα και η βαρύτητα με την οποία επλήγη η βόρεια Ελλάδα, ενδέχεται, ωστόσο, να υποδηλώνει και μια άνιση κατανομή των δυνάμεων του δημόσιου συστήματος υγείας ανάμεσα στην πρωτεύουσα και την περιφέρεια. Την άνιση δε αυτή κατανομή δεν ήραν οι δωρεές που εισέρευσαν στα νοσοκομεία…».

Στο πόρισμα αναφέρεται επίσης ότι «δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι εθνικό πρωτόκολλο προτεραιοποίησης ειδικώς για τη νοσηλεία των ασθενών με Covid-19 σε κλίνες εντατικής θεραπείας δεν είχε τεθεί σε ισχύ κατά την ελεγχθείσα περίοδο». Σημειώνεται επίσης πως «η συνεπής εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που, έστω οι ίδιοι οι ιατροί, θεωρούσαν ως περισσότερο ενδεδειγμένες για τις περιστάσεις της πανδημίας δεν κατέστη εφικτό να επιβεβαιωθεί».

Το Documento προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον υπουργό Υγείας Θ. Πλεύρη αλλά δεν κατέστη δυνατό. Ισως διάβαζε ακόμη το πόρισμα…

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter