Η τέχνη δεν γεννιέται πλήρης και ώριμη. Οι πρώτες δημιουργίες ενός καλλιτέχνη κουβαλούν τον σπόρο, την ενέργεια και την απορία που θα διαμορφώσουν την πλήρη εικαστική του ταυτότητα. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να φωτίσει η έκθεση «Πρωτόλεια: Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο», που διοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, και διαρκεί έως τις 11 Ιανουαρίου. Η έκθεση αναδεικνύει τα πρώιμα έργα έντεκα κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα, με στόχο να ανασυστήσει την πορεία τους από την πρώτη σπίθα δημιουργικότητας έως την ωριμότητα της τέχνης τους, φωτίζοντας παράλληλα τα στοιχεία που επανεμφανίστηκαν στις μεταγενέστερες συνθέσεις τους.
Ο όρος «πρωτόλεια», δανεισμένος από τα αρχαία ελληνικά, σημαίνει «πρώτη σοδειά που αφιερωνόταν στους θεούς». Οπως εξηγούν οι επιμελήτριες Χάρις Κανελλοπούλου, Ειρήνη Οράτη και ο επιμελητής Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, τα πρωτόλεια έργα δεν περιορίζονται στα μαθητικά ή φοιτητικά έργα, είναι το σύνολο της πρώιμης καλλιτεχνικής περιόδου κατά την οποία ο δημιουργός πειραματίζεται, αναζητά, αμφιβάλλει και διαμορφώνει την προσωπική του έκφραση. Η σύνδεση πρωτόλειων και ώριμων έργων δεν είναι απλώς χρονολογική, οι καλλιτέχνες παρουσιάζονται μέσα από θεματικές, μορφολογικές και χρωματικές συγκρίσεις, επιτρέποντας στον θεατή να δει πώς ένα μοτίβο, μια ιδέα ή ένα στοιχείο γραφής που εμφανίζεται στα πρώτα έργα επανεμφανίζεται, μετασχηματίζεται και εδραιώνεται στην ώριμη δημιουργία.
Η έκθεση αναπτύσσεται σε έντεκα χώρους, καθένας αφιερωμένος σε έναν καλλιτέχνη, με διαφορετικές αναλογίες πρώιμων και ώριμων έργων. Μέσα από αυτό το πλούσιο μωσαϊκό οι θεατές μπορούν να παρακολουθήσουν την πορεία της ελληνικής ζωγραφικής και χαρακτικής, από τον 20ό έως τις αρχές του 21ου αιώνα, και να κατανοήσουν πώς η προσωπική έκφραση των καλλιτεχνών συνδέεται με την ελληνική κοινωνία και τις διεθνείς καλλιτεχνικές εξελίξεις.
Μοτίβα και χρώματα
Στα πρώτα έργα του Σπύρου Βασιλείου η Αθήνα εμφανίζεται σαν να την αντικρίζει για πρώτη φορά: οι δρόμοι, τα σπίτια και οι σκιές των ανθρώπων ζωντανεύουν μέσα από το φως, που καθρεφτίζεται στα παράθυρα και τα σοκάκια, προσδίδοντας στις σκηνές ποιητική καθαρότητα. Η δεκαετία του ’30 δείχνει έναν Βασιλείου που αποτυπώνει την πόλη με ευαισθησία και χρώμα, ενώ η ώριμη περίοδός του στη δεκαετία του 1970 παρουσιάζει την ίδια θεματολογία με άλλη μορφολογική διάπλαση. Η πόλη γίνεται για τον ζωγράφο ψυχική κατάσταση. Η Αθήνα των πρώιμων έργων συνδυάζει την ταπεινή, μικρής κλίμακας αστικότητα με στοιχεία αγροτικού βίου και λαϊκού πολιτισμού, ενώ στα μεταγενέστερα κυριαρχούν οι πολυκατοικίες και η μαζικότητα της σύγχρονης πόλης που εκφράζεται με πιο αφαιρετικά στοιχεία.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας έδειξε πολύ νωρίς κλίση στο σχέδιο. Στα μαθητικά του χρόνια πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ αργότερα σπούδασε στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορα κινήματα τέχνης. Ενα ιδιαίτερα ποιητικό απόσπασμα περιγράφει πώς στα τέσσερά του ανακάλυψε το κόκκινο χρώμα ενός χαλιού και τα γεωμετρικά του σχέδια, τα οποία τον συγκλόνισαν – μια πρώτη σπίθα, μια παιδική εντύπωση που έγινε συνείδηση και ανάγκη να εκφραστεί. Με την πάροδο των χρόνων η χρωματική του παλέτα ωριμάζει, γίνεται πιο πλούσια και μελετημένη, οι γραμμές καθαρότερες και τα σχήματα πιο οργανωμένα. Το αστικό τοπίο και οι «μπουγάδες» του μεταμορφώνονται μέσα από την αντίληψη του χρόνου, της ανθρώπινης παρουσίας και απουσίας, του φωτός και της μνήμης – ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται από τα πρώτα έργα του μέχρι τα τελευταία.

Γιώννης Τσαρούχης: «Νεκρή φύση με κόκκινο ρουμπινί φόντο»
Ο Γιάννης Τσαρούχης εκπροσωπείται από ακατάτακτες πρώτες δοκιμές, σε ένα έργο που μεταμορφώνεται συνεχώς μεταξύ 1926 και 1940, όπου φαίνεται ότι ο ίδιος έρχεται σε ρήξη με το συντηρητικό παρελθόν του. Αντίθετα, ο Γιάννης Μόραλης ξεκινά με παραστατικά γυμνά και προσωπογραφίες, όπου οι μορφές έχουν σάρκα και βάρος. Σταδιακά το σώμα διαλύεται σε καμπύλες και γεωμετρίες, η συγκίνηση μεταφέρεται στην αφαίρεση, χωρίς όμως να χάνει κάτι από την ανθρώπινη και λιτή υπόστασή του. Στο έργο του Μόραλη διακρίνονται συνεχώς στοιχεία όπως η πλαστικότητα, η ρεαλιστική αντίληψη του χώρου και η χρωματική ακρίβεια.
Ο Αλέκος Κοντόπουλος, αρχικά εξαιρετικός ρεαλιστής, εισάγει το 1949 την αφηρημένη τέχνη στην Ελλάδα, εκπλήσσοντας με τις μορφολογικές αλλαγές και την πολυμορφία του έργου του. Τα πρώιμα έργα του παρατηρούν τον κόσμο με ρεαλισμό, ενώ τα μεταγενέστερα εισάγουν αφαιρετικές μορφές και συμβολισμούς, όπως στην τελική μελέτη της τοιχογραφίας «Η αγγειοπλαστική». Ανάλογα, ο Γιάννης Σπυρόπουλος ξεκινά με παραστατικά τοπία και σταδιακά εξελίσσεται στην αφαίρεση, όπου το φως, η ύλη και το χρώμα αποκτούν ζωή αυτόνομα.

Βάσω Κατράκη: «Γυναίνες στον ελαιώνα» περ 1941-1942, Συλλογή οικογένειας Μαριάννας Κατράκη-Δεσποτίδη
Η Βάσω Κατράκη φέρνει την τέχνη ξανά στη γη. Η χαρακτική της αποτυπώνει την ανθρώπινη μορφή και τον μόχθο με ένταση και σεβασμό. Μεταγενέστερα, όταν αρχίζει να χαράζει πάνω στην πέτρα, η ύλη γίνεται σχεδόν ιερή – οι μορφές της αποκτούν μνημειακό χαρακτήρα, σαν να είναι χαραγμένες στην ίδια την ιστορία. Από τα πρώτα έργα της μέχρι τα τελευταία η Κατράκη διατηρεί την αίσθηση ότι η τέχνη είναι πράξη επιβίωσης και μαρτυρίας. Η θεματολογία της συνδέεται με τη θέση της γυναίκας, τον μόχθο, την καθημερινότητα και την ιστορική μνήμη. Αντίστοιχα, ο Α. Τάσσος ξεχωρίζει για την πολιτική και ταξική του συνείδηση και την απεικόνιση της βιοπάλης και των λαϊκών στρωμάτων, με μοτίβα που επαναλαμβάνονται σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία και περιλαμβάνουν πλήθη, εργάτες και αγρότες, αλλά και πρόσωπα-σύμβολα.

Γιάννης Μώραλης: «Cafe» 1939, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Ο Δημήτρης Μυταράς παραμένει ανθρωποκεντρικός, με τη ζωγραφική του να είναι πάντα σωματική και εκφραστική. Οι μορφές του πάλλονται, ενώ η ψυχολογική ένταση συνοδεύει κάθε έργο. Ο Γιάννης Γαΐτης, από την άλλη, στο πέρασμα του χρόνου μετατρέπει την ανθρώπινη φιγούρα σε σύμβολο. Τα περίφημα «ανθρωπάκια» του εξελίσσονται από την αφηρημένη χειρονομιακή γραφή των πρώιμων έργων μέχρι την κοινωνική αφαίρεση της ώριμης περιόδου. Τέλος, η Χρύσα Ρωμανού μεταβαίνει από την αφηρημένη ζωγραφική στον βιωματικό ρεαλισμό, το κολάζ και τις μονοτυπίες, συνδυάζοντας κοινωνικό σχόλιο με ποιητική διάσταση, ενώ θίγει ζητήματα όπως ο ρόλος της γυναίκας και η επιρροή του καταναλωτισμού.

Α.Τάσσος: Κάθε πρωί» 1932, Συλλογή έργων τέχνης Alpha Bank
Η έκθεση, με προσεκτική επιλογή έργων και σύγκριση πρώιμων και ώριμων σταδίων, αναδεικνύει τη μετάβαση και την εξέλιξη κάθε καλλιτέχνη, αλλά και τα σταθερά στοιχεία που συνδέουν τη δημιουργική τους πορεία – τον τρόπο που το φως, η μορφή, η ύλη και η ανθρώπινη παρουσία αναδύονται μέσα από τις προσωπικές τους αναζητήσεις και την ιστορική εποχή που έζησαν.
Σύνδεση με την ωριμότητα
Όπως επισημαίνουν οι επιμελητές της έκθεσης, η «πρωτόλεια» περίοδος δεν είναι απλώς η αρχή μιας καλλιτεχνικής πορείας, αλλά ο χώρος στον οποίο η τέχνη γεννιέται μέσα από την αμφιβολία, τον πειραματισμό και την περιέργεια. «Η αρχική ιδέα, το πρώτο σχέδιο, η πρώτη πινελιά δεν είναι απλώς ένα βήμα προς το ώριμο έργο» λέει ο Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, «είναι τα πρώτα ίχνη ενός τρόπου σκέψης, μιας αντίληψης για τον κόσμο που θα εξελιχθεί και θα στεριώσει στη συνέχεια». Υπό αυτή την έννοια, τα πρώιμα έργα φέρουν μια μοναδική σπουδαιότητα που δεν δύναται να επαναληφθεί: την αμεσότητα της ανακάλυψης, την αθωότητα της πρώτης σπίθας.
Η Χάρις Κανελλοπούλου τονίζει ότι «το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται μόνο στο να δούμε το ώριμο έργο ως αποτέλεσμα, αλλά στο να ανακαλύψουμε τι υπήρχε ήδη μέσα στις πρώτες προσπάθειες». Κάθε γραμμή, κάθε χρώμα, κάθε αστοχία ή υπερβολή στα πρωτόλεια έργα είναι ένα σημάδι προσωπικής και θεματικής αναζήτησης, ένα κομμάτι της μελλοντικής ταυτότητας του καλλιτέχνη. Η σύνδεση πρώιμων και ώριμων έργων επιτρέπει στον θεατή να παρακολουθήσει αυτήν τη διαδικασία σαν μια εξελισσόμενη αφήγηση.
Η Ειρήνη Οράτη υπογραμμίζει: «Η ιδέα ήταν να δείξουμε την αντιστοιχία των πρώιμων έργων με τα ώριμα – πώς ένα στοιχείο που απασχόλησε τον καλλιτέχνη στην ηλικία των 30 ξαναεμφανίζεται στα 50 του». Αυτό δεν αφορά μόνο τις μορφές ή τα μοτίβα, αλλά και την αντίληψη του χώρου, τη σχέση με το φως, τη χρωματική παλέτα και την ένταση της ψυχολογικής φόρτισης. Ουσιαστικά, ο θεατής βλέπει πώς η προσωπική και αισθητική αναζήτηση εξελίσσεται χωρίς να χάνει την αρχική σπίθα. Επιπλέον, η έκθεση μας προσκαλεί να δούμε πώς η αθωότητα, ο πειραματισμός και η ένταση της πρώτης σπίθας διαμορφώνουν τον δρόμο προς το ώριμο έργο. «Εμείς θέλουμε να προτείνουμε μια διαφορετική ανάγνωση του καλλιτεχνικού έργου» προσθέτει ο Κ. Παπαχρήστου. «Πολλές φορές μιλάμε για έναν καλλιτέχνη και μας έρχεται αυτομάτως στο μυαλό ένα συγκεκριμένο έργο. Ενα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη. Εμείς προτείνουμε έναν τρόπο ανάγνωσης που να μας δείχνει πώς προέκυψαν οι γνωστές μορφές και τα αναγνωρίσιμα ιδιώματα του κάθε καλλιτέχνη».
Με άλλα λόγια, η πρωτόλεια περίοδος είναι η στιγμή που η τέχνη δεν είναι ακόμη καριέρα ούτε ύφος, αλλά πειραματισμός, ένστικτο και έμπνευση. Η έκθεση «Πρωτόλεια» δεν προσκαλεί μόνο σε μια χρονολογική περιήγηση, αλλά σε ένα ταξίδι που φωτίζει τη μαγεία της αρχής, τη σύνδεση του πρώτου βλέμματος με την πλήρη δημιουργική έκφραση. Ο θεατής παρακολουθεί πώς η πρώτη σπίθα δεν σβήνει ποτέ, αλλά επανέρχεται, μεταμορφώνεται και εδραιώνεται στην ώριμη τέχνη, καθιστώντας την ορατή στο συνεχές της δημιουργίας.

















