Εκτροχιάστηκε και η ΕΕ στα τρένα της Σλοβακίας
Υπενθυμίζει τις παθογένειες στο δίκτυο, που θεωρείται κρίσιμος πυλώνας για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη.

Στην Ευρώπη ο σιδηρόδρομος είχε ανέκαθεν θέση-κλειδί στις ταχείες μετακινήσεις επιβατών και εμπορευμάτων, μειώνοντας τις αποστάσεις και ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή. Η γραμμή Βρυξέλλες – Παρίσι του Eurostar αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: δύο πρωτεύουσες διαφορετικών χωρών ενώνονται σε μόλις 90 λεπτά, με δεκάδες δρομολόγια ημερησίως, επιβεβαιώνοντας ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση κυλά κυριολεκτικά πάνω σε ράγες.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ σε νέες γραμμές, συστήματα σηματοδότησης και «έξυπνες» διασυνδέσεις. Ωστόσο, παρά τη θεαματική πρόοδο, τα κενά παραμένουν και συχνά κοστίζουν ζωές. Το ατύχημα της περασμένης Δευτέρας στη Ροζνάβα της Σλοβακίας, όπου δύο συρμοί συγκρούστηκαν μετωπικά τραυματίζοντας πάνω από 90 άτομα σύμφωνα με μέσα ενημέρωσης της κεντροευρωπαϊκής χώρας, κατέδειξε την ευαλωτότητα του συστήματος σε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που θεωρείται κρίσιμος πυλώνας της φιλοδοξίας για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050.
Τα αίτια
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ένα τρένο βρισκόταν περίπου 100 μέτρα μακριά από το προβλεπόμενο σημείο στάσης, υποδηλώνοντας παραβιάσεις κανονισμών και διαδικασιών ασφαλείας. Το ατύχημα φαίνεται να προκλήθηκε από ανθρώπινο λάθος που οδήγησε το δεύτερο τρένο να αναχωρήσει από λανθασμένο σημείο. Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ σταθμαρχών και μηχανοδηγών, καθώς και πιθανές αδυναμίες στα συστήματα σηματοδότησης φαίνεται ότι συνέβαλαν επίσης.
Το περιστατικό προκάλεσε σοβαρή ανησυχία για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών στη Σλοβακία και την κεντρική Ευρώπη γενικότερα. Εκτός από τους τραυματισμούς (μερικοί εξ αυτών σοβαροί), η σύγκρουση προκάλεσε σημαντικές ζημιές στις υποδομές.
Αλλα πρόσφατα περιστατικά δείχνουν ότι, παρά τα τεχνολογικά άλματα, τα ευρωπαϊκά σιδηροδρομικά συστήματα παραμένουν ευάλωτα σε ανθρώπινα λάθη, ελλείψεις συντήρησης και καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό. Στην Τσεχία, τον Ιούνιο του 2024, δύο τρένα συγκρούστηκαν στην Παρντούμπιτσε, στοιχίζοντας τη ζωή σε τέσσερις ανθρώπους και τραυματίζοντας πάνω από 20, όταν επιβατική αμαξοστοιχία παραβίασε σήμα στοπ και συγκρούστηκε με εμπορευματικό τρένο. Στη Γερμανία, τον Ιούλιο του 2025, περιφερειακό τρένο εκτροχιάστηκε κοντά στο Ρίντλινγκεν ύστερα από κατολίσθηση, με τρεις νεκρούς και πάνω από 30 τραυματίες. Κανένα όμως δεν συγκρίνεται με το έγκλημα των Τεμπών στις 28 Φεβρουαρίου 2023 που σκότωσε 57 ανθρώπους, αφού σε κανένα άλλο δεν δημιουργήθηκε πυρόσφαιρα κατά τη σύγκρουση (ηχητικά ντοκουμέντα από το 112 που αποκάλυψε πρώτο το Documento φανερώνουν ότι επιζώντες πέθαναν από τη φωτιά ενώ αναζητούσαν βοήθεια).
Ανησυχητικό φαινόμενο
Οι μεγάλες σιδηροδρομικές επενδύσεις παρουσιάζονται ως εμβληματικά έργα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και πράσινης μετάβασης. Το πρόγραμμα Connecting Europe Facility (CEF) λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός της ευρωπαϊκής πολιτικής μεταφορών, διοχετεύοντας δισεκατομμύρια ευρώ σε έργα που στοχεύουν σε ένα διασυνδεδεμένο και βιώσιμο σιδηροδρομικό δίκτυο. Στον κύκλο του 2025 εγκρίθηκαν 2,8 δισ. ευρώ για 94 έργα, από αναβαθμίσεις ηλεκτροκίνησης έως νέα συστήματα ελέγχου κυκλοφορίας, ενώ στους προηγούμενους κύκλους (2021-23) οι ενισχύσεις άγγιξαν δεκάδες δισεκατομμύρια, με έμφαση στην ασφάλεια και τη διαλειτουργικότητα.
Ωστόσο, πίσω από τις εντυπωσιακές προκηρύξεις και τα πολιτικά αφηγήματα, ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των έργων σκοντάφτει σε χρόνιες καθυστερήσεις, υπερκοστολόγηση και αδύναμους μηχανισμούς αξιολόγησης. Το ERTMS (European Rail Traffic Management System), που είχε στόχο να ενοποιήσει τον ευρωπαϊκό σιδηρόδρομο, προχωρά με αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα η ασφάλεια να εξαρτάται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από τα παλαιωμένα εθνικά δίκτυα. Το 2024 ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων (ERA) κατέγραψε ότι το 60% των σιδηροδρομικών ατυχημάτων στην ΕΕ οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος ή ελλιπή σηματοδότηση – ανησυχητικό φαινόμενο σε μια ήπειρο που φιλοδοξεί να γίνει παγκόσμιο πρότυπο ασφαλείας.
Το φαινόμενο έχει σαφείς πολιτικές διαστάσεις. Οι επενδύσεις συχνά προσανατολίζονται στη λογική της απορρόφησης κονδυλίων και όχι στην ουσιαστική ενίσχυση της ασφάλειας. Στην πράξη, προτεραιότητα δίνεται στα «μεγάλα έργα» που προσφέρονται για δημόσιες ανακοινώσεις, ενώ κρίσιμες εργασίες συντήρησης και εκσυγχρονισμού περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Σύμφωνα με αναλύσεις του European Court of Auditors (ECA) και του European Transport Safety Council (ETSC), σημαντικό ποσοστό των σιδηροδρομικών έργων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ δεν ολοκληρώνεται εντός του αρχικού χρονοδιαγράμματος, με τις καθυστερήσεις να υπερβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις τα πέντε χρόνια. Παράλληλα, τα κόστη αυξάνονται έως και 50% σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, κυρίως λόγω ελλιπούς προετοιμασίας, αλλαγών στον σχεδιασμό και υποεκτίμησης τεχνικών δυσκολιών. Αποτέλεσμα είναι η Ευρώπη να χρηματοδοτεί εκτενώς τη «σιδηροδρομική ολοκλήρωση», αλλά πολλές κρίσιμες συνδέσεις παραμένουν ημιτελείς ή καθυστερημένες.
Επιστροφή σε δημόσιο έλεγχο
Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών καταδεικνύει ότι η αποτελεσματική διαχείριση κρίσιμων υποδομών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δημόσιο έλεγχο. Στη Βρετανία η Μάργκαρετ Θάτσερ απέφυγε την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρόμου εξαιτίας του πολιτικού κόστους. Οταν τη δεκαετία του 1990 ο διάδοχός της Τζον Μέιτζορ προχώρησε στην απορρύθμιση του σιδηροδρομικού συστήματος κατακερματίζοντάς το, οδήγησε σε αύξηση του κόστους, καθυστερήσεις και διαδοχικά ατυχήματα. Σήμερα η βρετανική κυβέρνηση προωθεί την επανακρατικοποίησή του, ενώ αντίστοιχες κινήσεις παρατηρούνται στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία.




















