Ελένη Κοκκίδου: «Είναι τέχνη να μάθεις να ζεις»

Ελένη Κοκκίδου: «Είναι τέχνη να μάθεις να ζεις»

Μια κουβέντα για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, το εφήμερο και στιγμιαίο της τέχνης, τη συντροφικότητα, τη φιλία και τον έρωτα

Την πρωτογνώρισα ως Μαρία στο κινηματογραφικό «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Λίγο αργότερα την απόλαυσα ως Πανωραία στη θεατρική «Γυναίκα της Πάτρας» του Γιώργου Χρονά. Κι αν δεν την παρακολούθησα στην τηλεόραση σ’ ένα ρόλο που την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο, στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», τη συναντούσα σε μουσικές σκηνές να τραγουδάει όλες τις αγάπες της, συνοδεία συνήθως ενός μουσικού. Πρόσφατα την ξαναείδα επί σκηνής σε μια ερμηνεία που ήταν ολοφάνερο πως τη συντάραξε: η Ελένη Κοκκίδου γίνεται η Φλέρυ Νταντωνάκη στο θέατρο Σταθμός με τη λιτή σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη και το ενδοσκοπικό κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου. Οι ψυχογραφικές συνεντεύξεις αρέσουν στην Κοκκίδου. Το επιβεβαιώνει η συνομιλία μας.

Ερχόμενος να σας βρω ο ταξιτζής μ’ άκουσε να λέω το όνομά σας και γύρισε και μου είπε: «Α, αυτή είναι καλή».

(γελάει) Είναι η αγάπη που νιώθει ο κόσμος για μένα από την τηλεόραση. Παίζω μια δεκαετία τώρα. Μ’ έμαθε το ευρύ κοινό. Οι θεατρόφιλοι με γνώριζαν από το θέατρο. Το ευρύ κοινό, λοιπόν, αγάπησε τη γυναίκα αυτή που του θυμίζει την παιδική του πλευρά.

Ισορροπείτε δεξιοτεχνικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Αυτοσαρκάζεστε κιόλας;

Αυτοσαρκασμό απέκτησα από τότε που έκανα την τηλεοπτική σειρά. Η κωμωδία μπήκε στην καθημερινότητά μου και μου προσέδωσε άλλη ελαφράδα στον τρόπο που αντιμετωπίζω τη ζωή και τον εαυτό μου.

Είστε ειλικρινής. Πολλοί αρέσκονται να δηλώνουν ανέκαθεν αυτοσαρκαστικοί.

Οχι, εγώ δεν το είχα πριν. Θεωρώ πως όταν παίζεις κωμωδία δεν πρέπει να παίρνεις σοβαρά τον εαυτό σου. Οφείλεις να τον υποσκάπτεις, όπως το κάνεις για τους άλλους.

Αν κάποιος δεν σας ξέρει καλά, πιστεύετε ότι θα σας περάσει για σνομπ;

Νομίζω πως όχι. Νιώθω μια αγάπη για τους ανθρώπους και συνήθως τους καλοδέχομαι. Θα πρέπει να είναι αγενής για να μιλήσω σε κάποιον έντονα και να με θεωρήσει κάπως. Την αγένεια δεν τη συγχωρώ, γιατί δείχνει ότι οι άλλοι δρουν με γνώμονα τον εαυτό τους. Δεν υπολογίζουν τον άλλον, δεν τον βλέπουν καν.

Εχετε βαθιά πίστη σε κάτι;

Στη δύναμη του ανθρώπου να επιβιώνει και να φεύγει απ’ τις γνωστές του διαστάσεις, ζώντας τελικά ανατάσεις. Πιστεύω βαθιά στα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου και ταυτόχρονα στην αγάπη του για τους άλλους. Πιστεύω επίσης στην τέχνη, που δίχως αυτή ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει. Τέχνη είναι, επίσης, να μάθει κανείς να ζει καθημερινά.

Θεωρείτε ότι κινείστε συχνά μες στον κόσμο; Κι αν ναι, αυτό δεν είναι κάτι που κάπως γειώνει τον μύθο του καλλιτέχνη;

Η αλήθεια είναι πως δεν κινούμαι συχνά μες στον κόσμο γιατί δουλεύω πάρα πολύ. Οποτε κυκλοφορώ, όμως, εισπράττω σεβασμό. Μπορεί να είναι λόγω ηλικίας, μπορεί να είναι κι αυτό που εκπέμπω ως προσωπικότητα. Δεν νιώθουν οι άλλοι, όμως, αυτό το «δικιά μας είναι αυτή, άρα την κάνουμε ό,τι θέλουμε».

Οδηγείστε στη λεγόμενη «μνήμη του ρόλου» όποτε καλείστε να παίξετε στη σκηνή;

Προσπαθώ, κάνω μια μελέτη. Η τεχνική έχει να κάνει με το πώς διαχειρίζεται κανείς τις πληροφορίες, τη μνήμη και την πραγματικότητα. Το πώς βιώνεις τα πράγματα είναι άλλη ιστορία.

Με την τέχνη σας στοχεύετε στο παρόν ή στο μέλλον;

Στο παρόν. Σε αυτό που συμβαίνει τη στιγμή που βγαίνω στη σκηνή. Δεν έχουν νόημα τα ντοκουμέντα για μένα, οι φωτογραφίες ή τα βίντεο, γι’ αυτό δυστυχώς δεν έχω κρατήσει πολλά απ’ όσα έχω κάνει. Δεν κρατάω αρχεία. Η τέχνη τελειώνει, πεθαίνει με το που τελειώνει η παράσταση.

Μου είχε πει κάποτε μια μεγάλη παλιά ντίβα του τραγουδιού: «Θα πεθάνω και όλοι θα λένε: “Μια τραγουδίστρια ήταν κι αυτή”». Πώς το ακούτε εσείς αυτό;

Πραγματικό. Εμένα πάντως θα με θυμούνται αυτοί που με γνώρισαν, άντε και κάποιοι της επόμενης γενιάς. Μετά… Τι έρχεται μετά; Ποιος το ξέρει;

Υποδύεστε τη Φλέρυ Νταντωνάκη αυτό τον καιρό. Πόσο δύσκολη είναι η προσέγγιση ενός ρόλου όταν δεν έχεις αναφορές, όταν δεν υπάρχει η «μνήμη του ρόλου» που λέγαμε πριν;

Μα ποτέ δεν έχεις αναφορές για ένα ρόλο. Εσύ είσαι η μεγαλύτερη αναφορά. Προσπαθείς μέσα σου να βρεις τα κοινά χαρακτηριστικά που έχεις μ’ ένα ρόλο. Πάντα είναι ένας άγνωστος, εκτός κι αν το πρόσωπο που υποδύεσαι υπάρχει ή έχει ήδη υπάρξει. Δεν θεωρώ ότι αναπαριστώ τη Φλέρυ ούτε ότι την αναβιώνω. Τη βιώνω, θα έλεγα. Αυτό που κάνω είναι να βρίσκομαι δίπλα της και να περπατάμε μαζί για μία ώρα και μετά χωρίζουμε. Σαν να πορεύομαι εγώ δίπλα στη Φλέρυ για όσο διαρκεί το έργο. Εγώ υπάρχω σε σχέση μ’ αυτήν, η Ελένη Κοκκίδου. Δεν θα το έλεγα για έναν άλλο ρόλο, γιατί η Φλέρυ είναι ως προσωπικότητα και ως φωνή μες στην κατασκευή μου.

Σας κέντρισε περισσότερο ποια ήταν η Φλέρυ ως φωνή ή ως προσωπικότητα;

Η προσωπικότητα. Η φωνή είναι κάτι που μένει, ανεπανάληπτη, θεία, δεν μπορείς να την αγγίξεις. Μ’ ενδιέφερε στη Φλέρυ κυρίως το βάσανό της προτού χάσει το μέτρο τελείως. Αν και δεν νομίζω ότι είχε ποτέ μέτρο. Μιλάω για το βάσανο αυτής της γυναίκας να βρει την αλήθεια, την ελευθερία, τον εαυτό της, τον έρωτα, την αγάπη, τα πάντα.

Ούσα ταυτισμένη ακόμη με τη «Γυναίκα της Πάτρας» του Χρονά, δεν είχατε ανασφάλεια να ξαναπαίξετε μονόλογο;

Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο έργων και επομένως δεν με απασχόλησε καθόλου αυτό. Μου προτάθηκαν και άλλοι μονόλογοι στο μεταξύ και αρνήθηκα. Δεν θα ήθελα να κάνω κάτι που να μην είναι τόσο υψηλό όσο η «Γυναίκα της Πάτρας». Εκεί υπήρχε η δική μου ματιά, ενός λαϊκού ανθρώπου απέναντι σ’ έναν άλλο λαϊκό άνθρωπο, που είχε μια πολύ συγκεκριμένη γλώσσα και βιώματα. Εκεί δεν μιλούσε ένα κείμενο, αλλά η ίδια όπως αφηγήθηκε τη ζωή της στον Χρονά. Ανήκε και σε μια κοινωνική τάξη την οποία εγώ δεν γνώριζα και προσέγγισα διαισθητικά προσπαθώντας να μπω στην ψυχή της. Οταν λοιπόν ο Καρατζογιάννης μού πρότεινε να υποδυθώ τη Φλέρυ ήταν αδύνατο να πω όχι λόγω της ψυχικής εγγύτητας που προανέφερα. Ηταν μοναδική μες στο ελληνικό τραγούδι, όπως μοναδική ήταν και η «γυναίκα της Πάτρας» στον χώρο της πορνείας.

Να υποθέσω ότι δεν γίνατε τραγουδίστρια της όπερας, που το επιθυμούσατε, επειδή αρνηθήκατε την πειθαρχία της;

Οχι, καθόλου, απλώς βρέθηκα στο θέατρο και με κέρδισε. Πράγματι είχα όνειρο από μικρή να γίνω λυρική τραγουδίστρια, γιατί είχα και τέτοια παιδεία απ’ το σπίτι μου. Ωστόσο δεν μετάνιωσα που με κέρδισε το θέατρο και κατά έναν τρόπο ευχαρίστησα και τον πατέρα μου σίγουρα. Απ’ αυτόν μάθαμε όλα τα υψόμετρα που έπρεπε να φτάσουμε.

Σε ποιους προστρέχετε στα δύσκολα;

Στους φίλους μου, στο θέατρο και στη ζωή. Αποφεύγονται και οι εχθροί έτσι, αφού πρέπει κάπως να πατάς γερά για να λειτουργήσεις. Νιώθω πάντα την ανάγκη να είμαι ερωτευμένη και δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτό. Σε ό,τι αφορά εμένα, θεωρώ δυστυχία το να μην είναι ερωτευμένος κανείς.

Εχετε πιάσει τον εαυτό σας να βάζει χαλινάρι στις επιθυμίες της σάρκας;

Ναι, πολύ. Με ενδιέφερε πάντα να διευρύνω τη σκέψη μου, γιατί δεν έμαθα από το σπίτι μου να δίνω μεγάλη σημασία στο σώμα μου. Μερικές φορές το παραμελώ το σώμα και μετά σκάω, συνειδητοποιώ πως δεν είναι σωστό. Σας μιλάω για μια διαδικασία που έρχεται μόνη της. Σαν να μην μπορώ να αναπνεύσω, έτσι νιώθω για να μπορέσω να επανέλθω.

Συμπορεύονται η συντροφικότητα με την τέχνη;

Εξαρτάται από το τι είναι ο σύντροφός σου. Αν πορεύεσαι παράλληλα μ’ αυτόν, τότε συμβαίνει. Αν μπλέκονται οι δύο υπάρξεις συμπλεγματικά, όχι, δεν γίνεται. Επίσης όταν υπάρχει εξάρτηση δεν είναι καλό. Οι ιδανικές σχέσεις είναι βίοι παράλληλοι. Κι αν η εξάρτηση είναι κι αυτή δείγμα αγάπης, μπορεί να στερήσει χώρο από τη δική σου ανέλιξη.

Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι είναι καμιά φορά παντελώς αδιάφοροι για τέχνη και θέατρο;

Οι άνθρωποι πάντα διψάνε για επικοινωνία και δεν είναι ανάγκη να την αποζητούν στην τέχνη και στο θέατρο. Θα τη βρουν μ’ άλλους τρόπους: σε μια γιορτή π.χ. που θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν – τέχνη είναι κι αυτό για μένα. Και το να φάμε όλοι μαζί, ένα είδος τέχνης το θεωρώ.

Πιστεύετε πως την ξέρουν τη Φλέρυ Νταντωνάκη οι νεότερες γενιές;

Οχι, δεν την ξέρουν. Ετσι είναι όμως η νομοτέλεια των πραγμάτων. Η τέχνη υπάρχει γι’ αυτούς που την ανακαλύπτουν ως γέννημα της εποχής τους. Αυτήν τη στιγμή δεν θα μπορούσαν να γεννηθούν ούτε ο Χατζιδάκις ούτε η Φλέρυ. Ο κόσμος αλλάζει. Είναι νομοτελειακό ο καλλιτέχνης να μην υπάρχει πια στην καθημερινότητα των καινούργιων γενιών. Οταν ξαναϋπάρξει μέσα από τις νέες γενιές θα γίνει με τρόπο διαφορετικό. Αλλιώς θ’ ακούει τη Φλέρυ ή και τον Χατζιδάκι συνολικά ένας νέος μετά 50 ή 100 χρόνια που εμείς δεν θα υπάρχουμε. Μόνο τα μουσεία και οι ιστορικοί τέχνης προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το πεπερασμένο. Δεν με εκπλήσσει ούτε με λυπεί που όταν είπα «θα κάνω μια παράσταση για τη Φλέρυ Νταντωνάκη» πολλοί άνθρωποι δεν ήξεραν ποια είναι. Και πενήντα ετών άνθρωποι, όχι εικοσάρηδες. Γι’ αυτούς που έρχονται στην παράσταση διασώζουμε ένα κομμάτι της Φλέρυς. Οι άλλοι πιθανώς να μη μάθουν ποτέ ότι έγινε αυτή η παράσταση, σε αντίθεση με το ντοκιμαντέρ σας για τη Φλέρυ που θα υπάρχει για πάντα. Η παράσταση ιστορικά θα καταγραφεί στο βιογραφικό το δικό μου και του Καρατζογιάννη. Εκτός κι αν κινηματογραφηθεί σοβαρά κάποια στιγμή και μείνει.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter