Θυμάμαι μια ιστορία που μου είχε αφηγηθεί κατ’ ιδίαν ο Γιώργος Χατζιδάκις, ο θετός γιος και πνευματικός κληρονόμος του Μάνου Χατζιδάκι. Κάποτε, λίγα χρόνια προτού ο συνθέτης φύγει από τη ζωή, του ζήτησε να πάρουν το αυτοκίνητο και να αναζητήσουν ένα ταβερνάκι σε κάποια περιοχή του Πειραιά. Το έκαναν και κατέληξαν σ’ ένα μικρό συνοικιακό. Μπήκαν μέσα και ο Χατζιδάκις διάλεξε μια γωνιά στο βάθος για να μην τον αναγνωρίσουν. Ξαφνικά τους πλησίασε μία άγνωστη λαϊκή γυναίκα. Εδωσε του Χατζιδάκι ένα μικρό λουλούδι, του χαμογέλασε και μετά τους άφησε στην ησυχία τους δίχως να πει κουβέντα. Γύρισε τότε ο Μάνος και είπε στον Γιώργο: «Βλέπεις τώρα για ποιους ανθρώπους εγώ έκανα μουσική σ’ όλη μου τη ζωή;».
Πραγματικά, ο συνθέτης με μόλις δυο τρία λόγια οριοθέτησε ολόκληρη την ύπαρξή του, όχι μόνο εντός του ελληνικού τραγουδιού, αλλά κυρίως εντός της ελληνικής κοινωνίας που την έζησε μέσα από έναν παγκόσμιο πόλεμο, έναν εμφύλιο, μια δικτατορία, αλλά και ένα «ψευδοσοσιαλιστικό παρόν», όπως αποκαλούσε ο ίδιος την πασοκική διακυβέρνηση της χώρας από την οποία δέχτηκε χυδαίες επιθέσεις.
«Οι συμπληγάδες δεν τον μαρκάρισαν»
Βαθιά αντιλαϊκιστής και άλλο τόσο βαθιά λαϊκός, ο Χατζιδάκις από νωρίς αντιτάχθηκε στη λεγόμενη λαϊκή επιδοκιμασία, γνωρίζοντας πως η έλλειψη παιδείας οδηγεί στη χειραγώγηση των μαζών φτιάχνοντας κατά συνέπεια πολίτες πνευματικά ατελείς. Δανείζομαι αποσπάσματα από ένα κείμενο του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, γραμμένο την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου το 1979: «Ο Μάνος είχε μια μάνα να συντηρήσει, μια αδερφή να παντρέψει κι έπρεπε να βγάλει το ψωμί του από μικρός. Μα όσες συμπληγάδες κι αν πέρασε, δεν τον μαρκάρισαν… Δεν του άρεσαν εκείνοι που πέρασαν την κόλαση και κράτησαν τα σημάδια της. Του πηγαίναν οι άνθρωποι που ό,τι κι αν τους είχε συμβεί το πρόσωπό τους δεν κράτησε καμιά χαρακιά απ’ τις ταλαιπωρίες».
Του Χατζιδάκι τού φόρεσαν την ταμπέλα του «δεξιού», αν και αισθητικά απείχε έτη φωτός από την ευρύτερη «κουλτούρα» της Δεξιάς. Ενας άνθρωπος που διατηρούσε στενή φιλία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ταυτόχρονα με τον Λεωνίδα Κύρκο, που τολμούσε να επιτεθεί κατά μέτωπο σε υπουργούς του Καραμανλή, που υποστήριξε ακόμη και τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν τον χτυπούσαν τα ΜΜΕ για τη σχέση του με τη Δήμητρα Λιάνη και που δεν είχε κανένα πρόβλημα να κατέβει σε πορεία με το μαύρο μπλοκ (των αναρχικών) ύστερα από τη δολοφονία Καλτεζά το 1985 – ίσως γιατί ποτέ δεν ξέχασε ότι ο ίδιος ήταν παιδί του διχασμού των Δεκεμβριανών, της ΕΠΟΝ και του αγώνα, ασχέτως αν συνήθιζε να λέει ότι «η Δεξιά σού επιτρέπει και να μην είσαι μαζί της. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με την Αριστερά».
Τον «πολιτικοποιημένο» Μάνο Χατζιδάκι από τη μεταπολίτευση και μετά σκιαγράφησε και ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας σ’ ένα μεγάλο κείμενό του το 1995: «Κι ενώ μερικοί αντιστασιακοί της εποχής στο όνομα της πολιτικής μίκραιναν την τέχνη, εκείνος, μαχόμενος με τη μουσική του και τις δημόσιες παρεμβάσεις του, διεύρυνε συνεχώς το πολιτικό όραμά του. Είχε όραμα. Ενώ αρκετοί άλλοι μόνο φιλοδοξίες».
Ήξερε να διαλέγει το κοινό του
Δεν ήταν όλα ρόδινα στη ζωή του Χατζιδάκι. Από τα χαλίκια που έφηβος έβαζε μέσα στα παπούτσια του για να περπατάει… αντρίκια και να μη γίνεται αντικείμενο ομοφοβικών χλευασμών (μαρτυρία Νίκου Κούνδουρου), τις πολλές δουλειές του ποδαριού που έκανε για την επιβίωση της οικογένειάς του, τη φτώχεια των πρώτων χρόνων, ακόμη και τους φρικώδεις χαρακτηρισμούς με τους οποίους τον «στόλιζε» η «Αυριανή» στην ωριμότητά του, ο άνθρωπος αυτός προσπάθησε να διαφυλάξει την ευαισθησία του και το ακριβό αισθητικό κριτήριο του, «μέρος του σύγχρονου μας πολιτισμού που βάλλεται από παντού, ακόμη και από την ίδια τη “μουσική’’», όπως έγραψε το 1991 ο φίλος του, ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Ας μην ακουστεί οξύμωρο πώς γίνεται ένας μέγιστος δημιουργός μουσικής να «βάλλεται από την ίδια τη μουσική».
Μου έλεγε η Βούλα Σαββίδη, η ερμηνεύτρια των «Πέριξ» του, ότι όταν κάποτε έδωσαν μια σειρά συναυλιών στη Θεσσαλονίκη με το συγκεκριμένο έργο είχαν το πολύ 25 θεατές από κάτω, στην αρχή τουλάχιστον, πράγμα που τον εξαγρίωνε και τον οδηγούσε συχνά σε λεκτικές επιθέσεις κατά των δημοσιογράφων της εποχής. Ο Χατζιδάκις ήθελε να διαλέγει το κοινό του, όσο εφικτό ήταν κάτι τέτοιο. Και, πραγματικά, σήμερα που όλοι οι νεότεροι θα εύχονταν να είχαν παρακολουθήσει μία συναυλία του με τον ίδιο να διευθύνει, είναι έως και αστείο να μαθαίνεις από πρώτο χέρι τι περνούσε κατά καιρούς στις «ζωντανές» εμφανίσεις του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας ερασιτέχνης φιλόσοφος, όπως ευφυώς τον είχε χαρακτηρίσει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Ευγένιος Αρανίτσης λίγες μέρες μετά την αποδημία του, «καθώς ήξερε να προσθέτει πάντα μια χροιά βαθυστόχαστης επιμονής στον τρόπο του να επισημαίνει τη διαφορά του αληθινού από το ψεύτικο». «Ολη του τη ζωή προσπαθούσε αδιάκοπα να κινήσει όντα και πράγματα μέσα σε μια Ελλάδα βυθισμένη στις εύκολες μουσικές» – λόγια του πρωτοπόρου Ιάννη Ξενάκη από το 1995. Μάνος Χατζιδάκις για τώρα και για τα επόμενα εκατό χρόνια! Για την αναπτυγμένη μουσική οξυδέρκειά του, τη ζωτικότητα και το πνεύμα του, την ποιητική φύση της μελαγχολίας και την κατάκτηση της αιώνιας απέθαντης νεότητας.

















