Μαρτυρίες για τον Μάνο Χατζιδάκι από τους πιο στενούς συνεργάτες του, τραγουδιστές και ηθοποιούς, αλλά και από δημιουργούς με τους οποίους κάποτε διασταυρώθηκαν οι τροχιές τους. Όλες οι μαρτυρίες που ακολουθούν προέρχονται από συνεντεύξεις που πραγματοποίησα για έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα από το 2005 μέχρι το 2024. Σήμερα δημοσιεύεται το πρώτο μέρος.
Ευγενία Συριώτη, τραγουδίστρια – μουσικός
«Δεν ήθελε έκφραση ούτε αυξομειώσεις στον ήχο»
Συριώτη με λένε. Βάλβη ήταν το όνομα της μητέρας μου. Ημουν μαθήτρια στο Ωδείο Αθηνών του Φαραντάτου. Τότε είχα μόλις γνωρίσει τον Χατζιδάκι, που μου πρότεινε να είμαι η Αηδόνα στους «Ορνιθες». Αυτός μου πρότεινε να βάλω άλλο όνομα κι έτσι δανείστηκα αυτό της μάνας μου, γι’ αυτό και στον δίσκο αναγράφομαι ως «Ευγενία Βάλβη». Ηταν η πρώτη φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο στο Ηρώδειο. Σαν τσαμπιά από σταφύλια κρέμονταν οι άνθρωποι. Ανέβηκα πάνω σ’ ένα βάθρο και έτρεμα. Ο Μάνος σχολίαζε πως, άμα υπήρχε κενός χώρος από κάτω, εκεί μέσα θα έμπαινα απ’ το τρακ μου. Ο Μάνος μάς ήθελε να τραγουδάμε σαν να ήμασταν ακόμη ένα όργανο στην ορχήστρα. Δεν ήθελε έκφραση, αυτό που εγώ είχα κατά κόρον, ούτε αυξομειώσεις στον ήχο. Μου εξηγούσε πως η ανθρώπινη φωνή είναι μέρος της ορχήστρας, σαν ένα φλάουτο ή κάποιο άλλο πνευστό. Αυτό εμένα με περιόριζε αφάνταστα. Ηταν αδύνατο να τραγουδήσω έτσι, αλλά το έκανα ούσα μουσικός. Ενιωθα δυστυχής γιατί με είχε βάλει να υπογράψω συμβόλαιο που θα ήμουν αυστηρά χατζιδακική, δεν μπορούσα δηλαδή να τραγουδήσω τίποτα άλλο. Ενώ απ’ τη μια πάλευε για τα δικαιώματα των συνεργατών του, βάζοντάς μας να παίρνουμε το έξι και όχι το τρία τοις εκατό, είχε αυτή την ιδέα για το τραγούδισμα. Ισως γι’ αυτό του άρεσε τόσο πολύ η ίσια φωνή της Μούσχουρη, σαν φλάουτο. Εγώ πάλι ήμουν σκέτο βιμπράτο, έκφραση και πάθος. Πάντως, το ότι δεν συνεχίσαμε με τον Χατζιδάκι οφειλόταν στο ότι έφυγε για την Αμερική.
Θάνος Μικρούτσικος, συνθέτης
«Εκοψε τα τραγούδια μου για λόγους αισθητικής, αλλά…
Η σχέση μου με τον Χατζιδάκι είχε ξεκινήσει πολύ χάλια. Εβγαλα τα «Πολιτικά τραγούδια», Χικμέτ – Μπίρμαν, κι εκείνον τότε η κυβέρνηση Καραμανλή τον είχε διορίσει γενικό διευθυντή της ΕΡΤ. Από τα κρατικά ραδιόφωνα λοιπόν που έπαιζαν περισσότερο τα παλιά τραγούδια, ο Χατζιδάκις έκοψε τα εννέα από τα έντεκα πρώτα τραγούδια μου. Οταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι τα έκοψε για λόγους αισθητικής. Σίγουρα επρόκειτο για άνωθεν πιέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί τρεις μήνες αργότερα και να αναλάβει μετά μόνο το Τρίτο. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου από το 1975. Το ’77 με κάλεσε κάποιος για συνέντευξη στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μπαίνει μέσα ο «αντ’ αυτού», ο Γιώργος Κουρουπός, και μου λέει: «Σας θέλει ο κ. Χατζιδάκις».
Πάω στο γραφείο του. Ο Χατζιδάκις είναι καθισμένος και κοιτάει κάτι χαρτιά, όχι εμένα. «Κύριε Μικρούτσικε» μου λέει «σκέφτομαι να ξεκινήσω μια σειρά κονσέρτων του Τρίτου στην Εθνική Πινακοθήκη και θα ήθελα να εγκαινιαστούν μ’ εσάς». «Ευχαρίστως, κ. Χατζιδάκι» απαντάω και σε ελάχιστο χρόνο δίνω το κονσέρτο μου με τρομερή επιτυχία στην Εθνική Πινακοθήκη. Βγαίνει στη συνέντευξη Τύπου που σας έλεγα, λίγο μετά, χαρακτηρίζοντας το κονσέρτο μου εκείνο «ποταμό μουσικής». Εκτοτε η σχέση μας βασίστηκε στην αλληλοεκτίμηση και στον σεβασμό. Γνωρίζω μάλιστα πως το πρωί της ίδιας μέρας που έφυγε από τη ζωή είχε πει του γιου του: «Να φωνάξουμε τον Θάνο σπίτι, να φάμε το μεσημέρι και να του έχουμε μακαρόνια, που του αρέσουν». Το απόγευμα πέθανε… Δεν θα ξεχάσω, τέλος, τη στιγμή που αντίκρισα το άψυχο σώμα του στο νοσοκομείο που τον μετέφεραν και το σεντόνι που έριξα από πάνω για να σκεπάσω τη γύμνια του.
Γιώργος Κωνσταντίνου, ηθοποιός
«Ηταν ένα θείο και εμπνευσμένο πλάσμα»
Ο Χατζιδάκις ήταν ένα θείο και εμπνευσμένο πλάσμα, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Τον έζησα πολύ στο Θέατρο Τέχνης. Τον περιμέναμε πολλές φορές να έρθει να παίξει στο πιάνο τις μελωδίες που θα μαθαίναμε σε έργα όπως «Ο κύκλος με την κιμωλία», αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Κουραζόταν και ξενύχταγε πολύ και μας έστελνε ο Κουν να πάμε να τον ξυπνήσουμε. Πηγαίναμε εκεί, μας άνοιγε η μητέρα του, τον σηκώναμε όρθιο και τον πλέναμε και δεν μπορούσε να συνέλθει ο καημένος. Είχε την ευχέρεια όμως να γράψει ένα αριστούργημα μέσα στο ταξί που θα τον πήγαινε από το σπίτι του στο θέατρο. Απίστευτος! Εγραψε αυτό το τραγούδι για μένα στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», αλλά δεν πήγε καλά το έργο. Κάποιος λοιπόν πρωταγωνιστής μεγάλος του καιρού εκείνου είπε: «Να φύγει το τραγούδι αυτό απ’ τη μέση» κ.λπ. Επέμεινε πολύ ο Χατζιδάκις να μπει, δεν θυμάμαι και τι ακριβώς έγινε, γιατί κατέβηκε πολύ γρήγορα το έργο, αλλά συνέβη κάτι άλλο λίγο αργότερα. Με πήρε σε συναυλία του για να πω μόνο αυτό το τραγούδι.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου, τραγουδοποιός
«Κάτσε, θα το φτιάξουμε το τραγούδι σου»
Ήταν τη χρονιά που συμμετείχαν στους Αγώνες Κέρκυρας η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Δουρδουμπάκης, ο Κατσιμίχας με το «Μια βραδιά στο λούκι» –ίσως το καλύτερο κομμάτι, κατά τη γνώμη μου– και ο Κλέων Αντωνίου σε πρώτη εμφάνιση ως τραγουδοποιός. Ετοιμαζόμουν να φύγω φαντάρος τότε, αλλά μου τηλεφωνούν πως ακυρώθηκε κάποια συμμετοχή και μπήκε το δικό μου, που ήταν αναπληρωματικό. Λέω «να φέρω τον τραγουδιστή που το τραγούδησε;». «Οχι» λένε «θα βρούμε εδώ μια φωνή». Κατέβηκα στην Αθήνα, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου, λες και ήμουν ο αόρατος άνθρωπος. Φτάνοντας στην Κέρκυρα, μια δυο μέρες πριν από τους αγώνες, διαπίστωσα ότι συνέχιζα να είμαι το ίδιο αόρατος. Πήγα εκεί με την τότε κοπέλα μου και μέλλουσα γυναίκα μου και ήμασταν κάπως σαν τα καημένα (γέλια), αλλά ψιλοφτιάξαμε μια παρέα, οι «εξωσυστημικοί», διότι ακόμα κι ο Χατζιδάκις είχε τους αυλικούς του.
Οπότε πάω κι εγώ και λέω: «Κύριε Χατζιδάκι, φεύγω». «Οχι, κάτσε» μου λέει εκείνος «θα το φτιάξουμε το τραγούδι σου». Το τραγούδι ήταν λαϊκότροπο, αλλά πού να βρεθεί τζουράς; Βάλανε μαντολίνο και κιθάρα κλασική, τη Στέλλα Κυπραίου. Δεν βρίσκαμε τραγουδιστή όμως. Πάμε στον Βασίλη Λέκκα, «μπα, δεν προλαβαίνω». Το πάμε στον Λιούγκο, τα ίδια… Μπορεί να μην τους άρεσε. Στο τέλος βρέθηκε σαν από μηχανής θεός ο Πάνος Τσαπάρας, ο οποίος είχε δύο δικά του τραγούδια στους Αγώνες και μάλιστα με ένα απ’ αυτά πήρε και το α΄ βραβείο. «Ελα δω, ρε Θανάση» μου λέει «θα σ’ το πω εγώ το τραγούδι». Βέβαια, σε μια μέρα μέσα γίνεται να μάθεις τραγούδι;
Μαρία Φαραντούρη, τραγουδίστρια
«Πώς προέκυψε το “Κι ήρθες εσύ απ’ το νοτιά»
Τραγουδούσα μόνο Θεοδωράκη, αλλά όλοι έλεγαν στα παρασκήνια «τι ωραία φωνή έχει αυτό το κορίτσι» και λογικό ήταν να με προσέξει κι ο Μάνος. Με συνόδευε μάλιστα η μητέρα μου και μια μέρα μας έπιασε και μας μίλησε πολύ γλυκά. Λίγα χρόνια μετά, το 1966, που έκαναν με τον Κατράκη τον “Καπετάν Μιχάλη” στον Λυκαβηττό, του ήρθε του Μάνου η ιδέα να αξιοποιήσει ένα ορχηστρικό θέμα κάνοντάς το τραγούδι για τη φωνή μου. Ετσι προέκυψε το “Κι ήρθες εσύ απ’ το νοτιά” σε στίχους του Γεράσιμου Σταύρου. Μπήκα στο στούντιο και το έγραψα μαζί του το κομμάτι, που δεν κυκλοφόρησε όμως σε κανέναν δίσκο. Ο πατέρας μου πέθανε μέσα στη χούντα και δεν γινόταν να παραστώ στην κηδεία του. Ο Μάνος Χατζιδάκις μεσολάβησε για να έρθω στην Ελλάδα. Τον ειδοποίησε ο Μίκης, ο Μάνος είχε κάποιον γνωστό και παρακάλεσε να μου χορηγηθεί ειδική άδεια, μια και δεν είχα διαβατήριο, ώστε να έρθω να κηδέψω τον πατέρα μου και να ξαναφύγω αμέσως. Πήγα στο νεκροταφείο, δεν με πείραξαν καθόλου, αν και μου τόνισαν ότι σε 24 ώρες θα έπρεπε να εγκαταλείψω τη χώρα.
Σωκράτης Μάλαμας, τραγουδοποιός
«Με είχε κόψει στους Αγώνες Κέρκυρας»
Είχα στείλει στους Αγώνες Κέρκυρας το «Ολα τα αρνιέμαι, μα απ’ αυτά κρατιέμαι, όπως τα μάτια σου…». Με έκοψε ο Χατζιδάκις. Θα έπαθε εμπλοκή και είχε δίκιο μάλλον. Αλλο να ’χεις μια δουλειά 15 τραγουδιών και να πρέπει να διαλέξεις και άλλο ν’ ακούς ξαφνικά έναν μουρμούρη να λέει τον πόνο του. Ημουν λιγάκι σαν ψιλοβλαμμένος. Δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά είμαι σίγουρος πως άκουγε την τελική επιλογή των κομματιών από τους παρατρεχάμενούς του. Και να τ’ άκουγε όμως πάλι θα το απέρριπτε, σας το λέω σίγουρα. Επρόκειτο για ένα τραγούδι πάθους που δεν είχε καμία απολύτως διέξοδο. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας άνθρωπος ήδη μεγάλος και σε ηλικία και σε πνεύμα και προτίμησε να μην μπουν τέτοια πράγματα ανάμεσα στα προτεινόμενα τραγούδια. Δεν είχα τη μελωδικότητα των φωνών που χρησιμοποίησε ο ίδιος, όπως αυτή του Ηλία Λιούγκου, γι’ αυτό μέχρι σήμερα αρκούμαι σε πράγματα που μπορώ να τα κάνω πιο φλατ και ίσια.
Γιάννης Φέρτης, ηθοποιός
«Μπορεί να έβγαζε ένα πακέτο και να έγραφε εκεί πάνω μια μελωδία»
Γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι στους «Ορνιθες», στο πρώτο ιστορικό τους ανέβασμα. Ερχόταν και μας μάθαινε τα τραγούδια. Εγώ ήμουν στον χορό κι έκανα κι έναν αγγελιαφόρο. Ημασταν με τον Διαγόρα Χρονόπουλο και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και μια μέρα έρχεται ο Μάνος και μας λέει: «Είστε πολύ εντάξει. Νέα παιδιά και φέρεστε τόσο άψογα, με έχετε εντυπωσιάσει». Ενα βράδυ μάς πήγε στην Πλάκα και μας έκανε το τραπέζι, Μάιος ήταν θυμάμαι, και τρώγαμε έξω. «Πω, πω, έστησα τον Κουν» μας έλεγε, αφού συνήθως δούλευε τα βράδια τις μουσικές του, αλλά εμείς γελούσαμε που είχε στήσει τον δάσκαλό μας. Κάποια στιγμή γίναμε φίλοι με τον Χατζιδάκι, κάναμε παρέα και μάλιστα παντρέψαμε οι δυο μας τον Διαγόρα με την κοπέλα του. Υπήρχε κι ένα στέκι στο κέντρο που δεν έκλεινε ποτέ. «Θα ’ρθεις;» με ειδοποιούσε ο Μάνος στις 2 τη νύχτα. «Αμέ» έλεγα. Εκεί γνώρισα τον Ελύτη αλλά και τον Γκάτσο που ήταν κολλητοί με τον Μάνο. Μπορούσες να ήσουν παρέα με τον Μάνο, να έβγαζε πακέτο και να έγραφε εκεί πάνω μια μελωδία, ώσπου πήγαινε η ώρα 8 το πρωί και γύρναγε στην κυρία Αλίκη, τη μάνα του. Πήγαινα κι εγώ ευτυχισμένος, παίρναμε μαζί πρωινό και έφευγα. Με λύπησε απίστευτα ο θάνατός του, αν και για κάποια χρόνια δεν βλεπόμασταν. Οταν είχε αρρωστήσει, θυμάμαι, πήρα το αμάξι κι έκανα βόλτες γύρω απ’ το σπίτι του στη Ρηγίλλης. Εβλεπα το φως αναμμένο, αλλά δεν χτύπησα την πόρτα…
Ηλίας Λιούγκος, τραγουδιστής – τραγουδοποιός
«Υπήρξε μέντοράς μου για 18 ολόκληρα χρόνια»
Αυτό που έκανα πάντα δίπλα στον Μάνο ήταν να παρατηρώ πώς φτιάχνεται ένα τραγούδι. Αυτό μ’ ενδιέφερε κυρίως και όχι να περιμένω να μου δώσει τραγούδια του να ερμηνεύσω. Κάποια στιγμή ήταν ενθουσιασμένος μαζί μου απ’ αυτά που έγραφα και μου είπε: «Εσένα θα σου κάνω μαθήματα σύνθεσης». Ξεκινήσαμε, αλλά κάναμε μόνο ένα μάθημα αφού κατέληξε να μου πει το εξής: «Δεν ξέρω τελικά πώς γίνεται ένα τραγούδι». Μάθημα όμως ανεκτίμητο ήταν τα πολύτιμα σχόλια που μου έκανε κάθε φορά που άκουγε ένα τραγούδι μου. Τα θυμάμαι όλα. Υπήρξε μέντοράς μου για 18 ολόκληρα χρόνια, από το 1976 που είδα, ξαφνικά και απρόσμενα, το όνομά μου μεταξύ των ερμηνευτών του νέου τότε έργου του (σ.σ.: «Τα παράλογα») μέχρι και τον βιολογικό θάνατό του. Ο Χατζιδάκις ήταν και θα είναι το μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου.
Βασίλης Λέκκας, τραγουδιστής
«Ποτέ δεν άκουσα την έκφραση “να συνεργαστούμε” από τον Χατζιδάκι»
Μέσα στον πολύ και καλό κόσμο που ερχόταν στον Φλωρινιώτη, ένα βράδυ εμφανίζονται η Μελίνα Μερκούρη, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Αρης Δαβαράκης. Οταν εγώ έβγαινα να τραγουδήσω, το θεωρούσα τόσο σοβαρή υπόθεση που δεν με ενδιέφερε ποιος ήταν από κάτω. Ξαφνικά άρχισε η Μελίνα να μου στέλνει λουλούδια. Ερχεται ένας σερβιτόρος και μου λέει μετά: «Σε θέλει στην παρέα του ο Χατζιδάκις». Πάω, η Μελίνα ήταν πολύ διαχυτική μαζί μου, με χάιδευε, «αγόρι μου» κ.λπ. Μέχρι να πεθάνει δεν χαθήκαμε με τη Μελίνα, με παρακολουθούσε και ήταν πάντα το ίδιο γενναιόδωρη. «Τραγουδάς πολύ ωραία» μου είπε ο Χατζιδάκις «αλλά δεν είναι για σένα αυτοί οι χώροι». Εκείνη τη στιγμή αυτό που εγώ ένιωθα βρήκε στα λόγια του Μάνου μια βάση για να αρχίσω να βλέπω τι μου γίνεται. Προτού φύγει ο Μάνος μού είπε πως, αν ήθελα, θα μπορούσα να πάω να με ακούσει. Υστερα από λίγες μέρες πήρα έναν φίλο μου κιθαρίστα και πήγαμε από του Χατζιδάκι. «Μου αρέσει πολύ όπως τραγουδάς και θέλω να κάνουμε κάτι μαζί» ήταν τα λόγια του – ποτέ δεν άκουσα την έκφραση «να συνεργαστούμε» από τον Μάνο. Λίγες μέρες μετά την ακρόαση από τον Χατζιδάκι παραιτήθηκα από το μαγαζί. Ημουν 20 ετών και τραγούδησα στην «Εποχή της Μελισσάνθης» του. Ετσι ξεκίνησαν όλα.
Ζωή Φυτούση, ηθοποιός – τραγουδίστρια
«Όταν εμφανίστηκε, κόντευα να λιποθυμήσω»
Διάβασα μια μέρα ότι ο Μυράτ ανέβαζε το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο στο Θέατρο Αθηνών και πως ο σκηνοθέτης μάλωνε με τον συνθέτη, διότι ο ένας ήθελε τη δραματική ηθοποιό και ο άλλος τη λυρική φωνή. Σκέφτηκα μήπως τους έκανα εγώ. Τον Μυράτ τον είχα καθηγητή, επομένως του τηλεφώνησα αμέσως. Μου είπε να πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι στα στούντιο της Finos, στη Χίου, όπου έκανε οντισιόν, αλλά αυτό δεν γινόταν, μια και τότε εργαζόμουν στο θέατρο «Βέμπο». Τελικά, ο Μυράτ μού έκλεισε ραντεβού στο σπίτι του Χατζιδάκι, δύο το μεσημέρι. Πόσες φορές πήγα; Τέσσερις. Ο Χατζιδάκις δεν έλεγε να εμφανιστεί, κοιμόταν εκείνη την ώρα. Οταν όμως εμφανίστηκε την τέταρτη φορά, κόντευα να λιποθυμήσω. Μου φάνηκε πιο ψηλός, πιο παχύς, πιο ωραίος, άντε τώρα εγώ να τραγουδήσω μπροστά του. Τον ρώτησα ποιο τραγούδι ήθελε να πω και για να μην πέσω στη σύγκριση με τη Μούσχουρη πρότεινα ένα λαϊκό ελληνικό κι ένα ξένο. «Προτιμώ ένα ξένο» μου απάντησε κι έτσι είπα ένα ιταλικό σουξέ της εποχής που έσκιζε στην Ελλάδα. «Μη χειρότερα!» αναφώνησε ο Μάνος, κάθισε στο πιάνο και βρήκε τον τόνο μου. Αμέσως τηλεφώνησε στις εφημερίδες: «Βρήκα μια υγρή, ζεστή φωνή». Την επόμενη μέρα πήγα στην πρόβα.
Αύριο θα δημοσιευτεί το δεύτερο μέρος, με μερτυρίες των Δημήτρη Πουλικάκου, Νένας Βενετσάνου, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γιώργου Νταλάρα, Λίνας Νικολακοπούλου κ.ά.

















