Μπορεί να ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι, τόσο ως άνθρωποι όσο και ως καλλιτέχνες, η σχέση τους όμως υπήρξε μοναδική με όλες τις εντάσεις –όχι απαραιτήτως αρνητικές– που χαρακτήρισαν το συνταξίδεμά τους για μισό αιώνα. Από την πρώτη γνωριμία τους στα 20 τους, το 1945, πάμε στο 1960 και στην πρώτη εκτέλεση του «Επιταφίου» των Γιάννη Ρίτσου – Μίκη Θεοδωράκη με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Στη μελωδία επίσης από την «Ελληνική Αποκριά» του Θεοδωράκη, που δανείστηκε ο Χατζιδάκις και έφτιαξε το αριστουργηματικό «Το πέλαγο είναι βαθύ» και την άλλη μελωδία του Χατζιδάκι από τον «Υμηττό» που δανείστηκε ο Θεοδωράκης και έφτιαξε το τραγούδι «Είμαι Ευρωπαίος» ώστε να μην τον παρενοχλούν οι δεσμοφύλακές του στη Ζάτουνα, τον τόπο εξορίας του.
Η συνεργασία στην «Ελλαδογραφία»
Μεγαλειώδης ήταν η συνεργασία τους στην «Ελλαδογραφία» από τα «Παράλογα» (1976) των Μάνου Χατζιδάκι – Νίκου Γκάτσου, με τον Μίκη να αποδίδει ένα ευφυέστατο τραγούδι-ποταμό («απάντηση» μάλλον του Χατζιδάκι στον όρο «τραγούδι-ποταμός» που είχε εφεύρει ο Θεοδωράκης, βάζοντας τον ίδιο ερμηνευτή) για να καταλήξουμε στα χρόνια που ο Χατζιδάκις είχε ιδρύσει τη δισκογραφική εταιρεία Σείριος, εγκαινιάζοντάς τη με δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη, τον «Διόνυσο» (1985) και τη «Φαίδρα» (1986). Κι αν ο Μίκης Θεοδωράκης αποζητούσε –και την κέρδισε– τη λατρεία από έναν ολόκληρο λαό, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις απ’ την αρχή εχθρεύτηκε αυτό που λέμε «λαϊκή επιδοκιμασία», υπήρχαν τραγούδια του πρώτου που λάτρευε ο δεύτερος και το αντίστροφο.
«Χατζιδάκια μ’ — Θεοδωράκια μ’»
Ετσι, αγαπημένο χατζιδακικό τραγούδι του Θεοδωράκη ήταν η «Αθήνα» σε στίχους του Γκάτσου, όπως και αγαπημένο θεοδωρακικό τραγούδι του Χατζιδάκι ήταν «Τ’ όνειρο καπνός», επίσης σε στίχους του Γκάτσου. Επειδή τόνοι από μελάνι έχουν χυθεί για τα δύο μεγαθήρια της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα, δανείζομαι μια πραγματικά χιουμοριστική ιστορία ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ενδεικτική της σχέσης που είχαν χτίσει μεταξύ τους.
Μου την αφηγήθηκε η κορυφαία πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου σε συνέντευξή της το 2015: «Συχνά ο Μάνος θύμωνε απίστευτα με τον Μίκη. Τότε ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, οπότε ζήτησε από τον Γαρουφαλλή να στείλει μια επιστολή στον Θεοδωράκη. ‘‘Κύριε Χατζιδάκι, είναι σε πολύ έντονο ύφος το γράμμα, πιστεύετε ότι πρέπει να το στείλω;’’ τον ρώτησε ο Γαρουφαλλής με την ελπίδα να τον ηρεμήσει, όμως ο Μάνος ήταν ανένδοτος: ‘‘Θα κάνω μερικές διορθώσεις, αλλά θα το στείλεις οπωσδήποτε, δεν θέλω να τον ξαναδώ στα μάτια μου!’’. Πάει την επομένη το πρωί ο Γαρουφαλλής για να διορθώσει την επιστολή ο Μάνος, χτυπάει την πόρτα και βλέπει μέσα τον Μίκη. Πίνανε καφέ και γελούσαν με τον Μάνο σαν να μην έτρεχε τίποτα».
Η αλήθεια παρ’ όλα αυτά είναι ότι υπήρχε σίγουρα ένας ανταγωνισμός μεταξύ τους, βασισμένος περισσότερο στην εκρηκτικότητα των χαρακτήρων τους και λιγότερο στην έκφραση της τέχνης τους. Πιστεύω ότι αυτός ακριβώς ο ανταγωνισμός περιγράφηκε στην εντέλεια από τον στιχουργό Γιώργο Παυριανό και τον συνθέτη Δημήτρη Λέκκα στο υπέροχο έργο τους «Ο Καραγκιόζης και οι βάτραχοι» (1980). Εκεί, με τη συμβολή του Ευγένιου Σπαθάρη και του τραγουδιστή Νίκου Δημητράτου, ακούγονταν το «Τραγούδι του Ευριπιδάκι» και το «Τραγούδι του Αισχυλάκη» (όπου Ευριπιδάκις ο Χατζιδάκις και αντιστοίχως Αισχυλάκης ο Θεοδωράκης). Ας θυμηθούμε και την περιβόητη ρήση του Διονύση Σαββόπουλου, ειπωμένη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960: «Χατζιδάκια μ’ – Θεοδωράκια μ’, εσείς τρώτε και πίνετε και μένα με τρώει η αρκούδα». Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ένα δίπολο για την ελληνική μουσική, παρεμφερές με το δίλημμα «Beatles ή Rolling Stones» των Αγγλοσαξόνων ακριβώς την ίδια περίοδο.
Όταν ο θάνατος καιροφυλακτούσε
Δανείζομαι μια συγκινητική μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη από το βιβλίο του με τίτλο «Μάνου Χατζιδάκι εγκώμιον» (εκδ. Μικρός Ιανός): «Διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον… μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δεν φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς –ίσως γι’ αυτό– παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει».
Και καταλήγει ο Μίκης Θεοδωράκης στο δικό του «Μάνου Χατζιδάκι εγκώμιον»: «Βλέποντας τώρα τις ομοιότητες και τις διαφορές μας με την απόσταση του χρόνου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει δίκιο τελικά να μας ταυτίζει. Κι αυτό γιατί θεωρώ πως η μεγαλύτερη ίσως προσφορά μας υπήρξε η συμβολή μας στην εξέλιξη και διαμόρφωση του ελληνικού τραγουδιού. Ενώ η κοινή μας αγάπη για την Ποίηση και τους Ποιητές οδήγησε την έμπνευσή μας σε κείμενα μεγάλης αξίας που ντυμένα στις μελωδίες μας έγιναν κτήμα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού». Τέλος, δεν θα ξεχάσω ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ την ημέρα του θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι, τον Ιούνιο του 1994. Ο Μίκης Θεοδωράκης διηύθυνε σε συναυλία τον Γιώργο Νταλάρα. Συγκλονισμένος από τη δυσάρεστη είδηση, διέκοψε τη ροή του προγράμματος της συναυλίας και τραγούδησε μαζί με τον Νταλάρα το «Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά» στη μνήμη του φίλου του, που είχε μόλις χαθεί για πάντα.

















