Ενοίκια: Ένας μισθός για στέγαση

Από το 2011 ως το 2017, εξαιτίας των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, τα ενοίκια μειώθηκαν κατά 25,5%. Ομως από το 2018 άρχισαν να ξαναπαίρνουν την ανιούσα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα ενοίκια αυξήθηκαν με ρυθμό της τάξης του 8,4% το 2018 και 10% το 2019 – και πάντως περισσότερο από τους μισθούς. Κι ενώ η έλευση της πανδημίας το 2020 οδήγησε στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και του μέσου μισθού, δεν συνέβη το ίδιο με τις τιμές ακινήτων και ενοικίων, που συνέχισαν να αυξάνονται εν μέσω κρίσης.

Οπως αναφέρουν παράγοντες του κτηματομεσιτικού κλάδου, γι’ αυτή την «ανάποδη» κίνηση ευθύνονται η μείωση των προσφερόμενων κενών ακινήτων λόγω του περιορισμού της οικοδομικής δραστηριότητας τα προηγούμενα χρόνια και το γεγονός ότι πολλά ακίνητα αγοράστηκαν από ξένους στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Ενδεχομένως να επιβάρυνε τις τιμές και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, ιδιαίτερα στις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση την άνοιξη του 2021 σε συνδυασμό με την προτροπή του αν. υπουργού Οικονομικών Θ. Σκυλακάκη προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων να αυξήσουν τα ενοίκια για να… βγάλουν τα σπασμένα των αυξήσεων του ΕΝΦΙΑ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εν μέσω μείωσης εισοδημάτων, με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ και τις εκτιμήσεις του Πανελλαδικού Κτηματομεσιτικού Δικτύου E-Real Estates, το 2020 τα ενοίκια τσίμπησαν μια αύξηση 5,8-6,7% και η εκτίμηση είναι ότι θα κλείσουν με πρόσθετη αύξηση 3-7% το 2021.

Για να δούμε τι σημαίνουν σε πραγματικό κόστος αυτές οι αυξήσεις ενοικίων για τα νοικοκυριά προσθέτουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του δικτύου E-Real Estates οι τιμές των ενοικίων για οικογενειακή κατοικία, δηλαδή σπίτια με δύο υπνοδωμάτια από τον πρώτο όροφο και πάνω, κατασκευασμένα μετά το 2000, 7580 τ.μ., ξεκινούν κατ’ ελάχιστο από τα 530-560 ευρώ –δηλαδή έναν ολόκληρο κατώτατο μισθό– κι αυτό στις δύσκολες και φτηνές γειτονιές της Αθήνας (Σεπόλια, πλ. Κολιάτσου, Κολωνός). Στα βόρεια και τα νότια προάστια οι τιμές των ενοικίων για αντίστοιχα σπίτια ξεπερνούν τα 800 ευρώ.

Ας σημειωθεί ακόμη ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του δικτύου E-Real Estates, τα ακίνητα που διατίθεται αυτήν τη στιγμή σε αγγελίες με ζητούμενο ενοίκιο ως 600 ευρώ τον μήνα αποτελούν μόνο το 36,61% του συνόλου στον Δήμο της Αθήνας, το 35,46% στον Πειραιά, το 35,58% στα δυτικά προάστια, το 0,71% στα βόρεια προάστια και το 4,03% στα νότια προάστια. Ολα τα άλλα ενοίκια βρίσκονται ψηλότερα.

Με τόσο υψηλά ενοίκια και τόσο χαμηλούς μισθούς όμως δεν είναι να απορεί κανείς που με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το 2019 η Ελλάδα είναι πρώτη ανάμεσα σε 27 χώρες της Ευρώπης στο ποσοστό του εισοδήματός τους που δίνουν οι ενοικιαστές για στέγαση. Συγκεκριμένα, το 62,1% των ενοικιαστών στην Ελλάδα το 2019 φέρεται να δαπάνησε άνω του 50% του διαθέσιμου εισοδήματός του για το κόστος στέγασης, με δεύτερη τη Ρουμανία όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 29,4% και τρίτη την Ισπανία με 26,2%.

«Αντιλαμβανόμαστε ότι το 62,1% που καταγράφεται στη χώρα μας μόνο εξωφρενικό μπορεί να χαρακτηριστεί και παράλληλα μη βιώσιμο για οποιονδήποτε εργαζόμενο» επισημαίνει ο πρόεδρος του δικτύου E-Real Estates Θεμιστοκλής Μπάκας.

Αν λάβουμε όμως υπόψη ότι τα στοιχεία της Eurostat αφορούν το έτος 2019 και έκτοτε τα ενοίκια έχουν ανέβει ενώ οι μισθοί όχι, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το πρόβλημα σήμερα έχει γίνει πολύ οξύτερο και ότι τα νοικοκυριά που νοικιάζουν σπίτι αναγκάζονται να δίνουν έναν ολόκληρο μισθό για νοίκι.

Για τους «φτωχούς» εργαζόμενους τέλος, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μοναδική λύση είναι η ενοικίαση σπιτιού στις περιοχές με αρκετά φτηνά ακίνητα (Αθήνα, Πειραιάς, δυτικά προάστια), δηλαδή με ενοίκια κάτω των 600 ευρώ, που ωστόσο, σύμφωνα με τον Θ. Μπάκα, είναι παλαιά, 40, 50, 60 χρονών – άρα χωρίς μόνωση, γεγονός που συνεπάγεται για ένα φτωχό νοικοκυριό πρόσθετη, ήδη αυξημένη κατά 7,8% κατά την ΕΛΣΤΑΤ, δαπάνη θέρμανσης.

Ετικέτες