Ενός MAGA αρχή οι ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ
Παρακάμπτει περιορισμούς, κυνηγά «εσωτερικούς εχθρούς» και «στρατιωτικοποιεί» υπηρεσίες.

Συνεχίζει να τραβά το σκοινί της καταστολής ο Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας να χρησιμοποιήσει την εθνοφρουρά ως πολιτικό όπλο. Η στρατιωτικοποίηση των αμερικανικών πόλεων δεν ανακοινώθηκε με σειρήνες και τανκς στους δρόμους, αλλά με μεθοδική διείσδυση του στρατού στην καρδιά της καθημερινότητας των ΗΠΑ, από το Λος Αντζελες, την Ουάσινγκτον και το Μέμφις μέχρι το Πόρτλαντ και το Σικάγο. Μια υπολογισμένη κίνηση, που δοκιμάζει τα όρια της δημοκρατίας και μετρά πόση εξουσία μπορεί να συγκεντρώσει ένας πρόεδρος προτού αρχίσει να μοιάζει ολοένα περισσότερο με αυταρχικό ηγέτη.
Ολα ξεκίνησαν με ένα φαινομενικά τυπικό υπόμνημα στις 7 Ιουνίου: μια εντολή για «αστυνόμευση» των διαδηλώσεων κατά της μεταναστευτικής πολιτικής στο Λος Αντζελες, παρά τις έντονες αντιδράσεις του κυβερνήτη της Καλιφόρνια Γκάβιν Νιούσομ και των τοπικών αρχών. Εκτοτε, η πρωτοβουλία έχει επεκταθεί, με ομοσπονδιακά στρατεύματα να αναπτύσσονται ή να ετοιμάζονται για αποστολή σε μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ.
Η σταδιακή «μεταμόρφωση» του στρατού σε MAGA (Make America Great Again) δεν είναι πια αφηρημένη έννοια, αλλά μια σιωπηλή μετατόπιση με απτές συνέπειες, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές. Πίσω από τη ρητορική περί «ασφάλειας» και «πατριωτισμού» το κίνημα δείχνει ότι επιχειρεί να στρατιωτικοποιήσει την πολιτική ζωή των ΗΠΑ, παρακάμπτοντας τους περιορισμούς που θέτει το σύνταγμα και στοχεύοντας όχι μόνο τον «εσωτερικό εχθρό», αλλά και τον ίδιο τον αμερικανικό λαό.
«Πατριωτισμός»
Νέοι στρατιώτες που γαλουχήθηκαν στην εποχή Τραμπ εισέρχονται σε ένα σώμα όπου ο πατριωτισμός συγχέεται ολοένα περισσότερο με την πολιτική πίστη. Παράλληλα, υπηρεσίες όπως το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) υιοθετούν στρατιωτική ρητορική, μειώνουν τα όρια ηλικίας και προσελκύουν βετεράνους οικοδομώντας μια νέα γενιά «στρατιωτικοποιημένων» δημόσιων λειτουργών. Το αποτέλεσμα; Μια διοίκηση στην οποία η έννοια της ασφάλειας μετατρέπεται σταδιακά σε μηχανισμό ιδεολογικού ελέγχου. Εν μέσω της προσπάθειας αυτής για «τραμποποίηση» του κράτους, εγείρονται ερωτήματα για το πόσο κοντά βρίσκεται η αμερικανική κοινωνία σε έναν πιθανό εκφασισμό.
«Εμπόλεμες ζώνες»
Η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτήρισε «εμπόλεμη ζώνη» και το Πόρτλαντ, ένα από τα προπύργια των Δημοκρατικών, που στοχοποιήθηκε μαζί με το Σικάγο και το Λος Αντζελες ως μέρος της επιχείρησης «καταστολής του εγκλήματος» του Τραμπ προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάπτυξη της εθνοφρουράς. Ο μεγιστάνας υποστήριξε ότι τα στρατεύματα ήταν απαραίτητα (ισχυρισμός που αμφισβητείται έντονα από τοπικούς και πολιτειακούς αξιωματούχους) για την αποκατάσταση της ειρήνης εν μέσω διαμαρτυριών σε εγκατάσταση της ICE αναφορικά με τη σκληρή μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης.
Μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο να επικαλεστεί τον «νόμο περί εξέγερσης» του 1807 «εάν είναι απαραίτητο», ιδίως εάν τα δικαστήρια ή οι κρατικοί και τοπικοί αξιωματούχοι καθυστερήσουν ή εμποδίσουν τα σχέδιά του. Αυτό θα επέτρεπε ουσιαστικά στον πρόεδρο των ΗΠΑ να κινητοποιήσει τον αμερικανικό στρατό για δραστηριότητες επιβολής του νόμου σε πολιτικές υποθέσεις υπό προϋποθέσεις. Ο στρατός χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά κατά τη διάρκεια των ταραχών του 1992 στο Λος Αντζελες.
Η προσπάθεια του Τραμπ συναντά ωστόσο νομικά εμπόδια. Ομοσπονδιακός δικαστής στο Ορεγκον (διορισμένος από τον Τραμπ) εμπόδισε τον Αμερικανό πρόεδρο να στείλει στρατεύματα της εθνοφρουράς στο Πόρτλαντ. Ο ίδιος εξέδωσε επείγουσα προειδοποίηση καταγγέλλοντας το επικίνδυνο νομικό προηγούμενο που επιχειρεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση Τραμπ: το γεγονός ότι ο πρόεδρος μπορεί να επικαλείται την «τάξη» για να περιορίσει την ελευθερία. Χρησιμοποιώντας μέλη της εθνοφρουράς που υπηρετούσαν ήδη στο Λος Αντζελες ο Αμερικανός πρόεδρος παρέκαμψε τη δικαστική εντολή, με τον Νιούσομ να κάνει λόγο για «κατάχρηση του νόμου και της εξουσίας» προαναγγέλλοντας μηνύσεις. Λίγο αργότερα άλλη δικαστής μπλόκαρε την απόφαση Τραμπ να αναπτύξει την εθνοφρουρά στο Ιλινόις για την καταστολή της μετανάστευσης, με τον Λευκό Οίκο να απειλεί ότι θα ασκήσει έφεση και τον ίδιο τον πρόεδρο να ζητά τη φυλάκιση του δημάρχου του Σικάγου και του κυβερνήτη του Ιλινόις.
Νομικό μέτωπο από τους Δημοκρατικούς
Καθώς η ομοσπονδιακή επέμβαση εξαπλώνεται από πόλη σε πόλη, οι Δημοκρατικές πολιτείες περνούν στην αντεπίθεση. «Ο αμερικανικός λαός δεν πρέπει να φοβάται ότι θα ξυπνήσει κάτω από την απειλή κατοχής από τον ίδιο του τον στρατό επειδή η τοπική του ηγεσία έχει χάσει την εύνοια του Λευκού Οίκου» επισήμαναν οι δικηγόροι του Ιλινόις σε αγωγή κατά της ανάπτυξης στρατευμάτων στο Σικάγο. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα έθνος συνταγματικού δικαίου, όχι στρατιωτικού νόμου» τόνισε η ομοσπονδιακή δικαστής Κάριν Ιμεργκουτ, υπογραμμίζοντας ότι τα επιχειρήματα της κυβέρνησης Τραμπ «απειλούν να θολώσουν τα όρια ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία σε βάρος της ίδιας της δημοκρατίας». Η κίνησή της προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις στον κύκλο του προέδρου. Ο στενός συνεργάτης του Στίβεν Μίλερ (θεωρείται ο πιο ισχυρός μη εκλεγμένος γραφειοκράτης στις ΗΠΑ) κατηγόρησε τη δικαστή για «εξέγερση» και ισχυρίστηκε ότι η ετυμηγορία αποσκοπούσε στο να εμποδίσει τον πρόεδρο «να σταματήσει μια οργανωμένη τρομοκρατική επίθεση» εναντίον ομοσπονδιακών αξιωματούχων. Ωστόσο τα ίδια τα στοιχεία διαψεύδουν αυτήν τη ρητορική. Η Ιμεργκουτ επισήμανε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για ανεξέλεγκτη επίθεση σε ομοσπονδιακές εγκαταστάσεις ή το προσωπικό τους. Αντιθέτως, τα αρχεία έδειξαν ότι η αστυνομία είχε ήδη ελέγξει τις περιορισμένες εστίες έντασης, σε συνεργασία με τις τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές, χωρίς ανάγκη στρατιωτικής επέμβασης.















