Επανήλθε το ΔΝΤ για τη μείωση αφορολόγητου και κύριων συντάξεων

Με νέα ανάρτηση των Τόμσεν και Ομπστφελντ στο blog του Ταμείου, το ΔΝΤ επανέρχεται και επιμένει στην αναγκαιότητα περικοπής τόσο του αφορολόγητου όσο και των κύριων συντάξεων.

Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η φράση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που είχε κάνει λόγο για μάχη μεταξύ ΕΕ – ΔΝΤ στην πλάτη της Ελλάδας. Η νέα ανάρτηση των αξιωματούχων του Ταμείου ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο στη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό των δανειστών για το ελληνικό πρόγραμμα.

Τόμσεν και Ομπστφελντ παραθέτουν τέσσερα ερωτήματα μαζί με τις απαντήσεις τους για να αποδομήσουν τη διαρροή της Κομισιόν πριν λίγες εβδομάδες, αναφορικά με τις προθέσεις του Ταμείου για την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων στην Ελλάδα.

Για το ζήτημα του αφορολόγητου, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς, τονίζεται πως επειδή είναι χαμηλά τα εισοδήματα στη χώρα μας θα πρέπει να εφαρμοστούν οι ανάλογοι φορολογικοί συντελεστές για να καλυφθεί το κενό.

Ως προς τις συντάξεις, το ΔΝΤ επιμένει πως διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και εξαιτίας αυτού δεν μπορούν να δοθούν οι κοινωνικές παροχές στήριξης των ασθενέστερων.

Οι 4 ερωτήσεις και απαντήσεις

Με δεδομένο ότι οι φορολογικοί συντελεστές για το εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, είναι δίκαιο να υποστηρίζετε ότι οι μισοί Ελληνες φορολογούμενοι εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος;

Πράγματι, σε μεγάλο ποσοστό είναι επειδή τόσο πολλοί φορολογούμενοι εξαιρούνται από τον φόρο εισοδήματος ότι ο συνολικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι τόσο αντιπαραγωγικά υψηλός. Στοιχεία από τις ελληνικές αρχές και την Eurostat δείχνουν ότι πάνω από τους μισούς μισθωτούς εξαιρούνται από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο 8% στην ευρωζώνη (εξαιρώντας την Ελλάδα). Οπως έχουμε σημειώσει, μία συνέπεια αυτής της μικρής φορολογικής βάσης εισοδήματος είναι ότι οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι μη βιώσιμα υψηλοί συνολικοί (ΦΠΑ κτλ). Οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στον φόρο προσωπικού εισοδήματος και είναι λάθος να προσπαθούμε να τους παρουσιάσουμε ως κάποιου είδους ισχύ.

Αυτοί οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, που είναι επιζήμιοι τόσο για τις θέσεις εργασίας όσο και για την ανάπτυξη της επίσης οικονομίας, είναι ακριβώς ο λόγος που ζητάμε μία μείωση των συντελεστών της φορολόγησης και των εισφορών, να χρηματοδοτηθεί από μείωση του αφορολόγητου. Δυστυχώς, η εμπειρία στην Ελλάδα ήταν το ακριβώς αντίθετο, καθώς οι αρχές, και υπό το πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος του ESM, νομοθέτησε νέες αυξήσεις στους συντελεστές φορολόγησης και ασφαλιστικών εισφορών, επιδεινώνοντας το πρόβλημα. Το να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι δεν μπορεί με τη λογική να θεωρείται καλό για την ανάπτυξη.

Η φετινή φορολογική μεταρρύθμιση δεν διεύρυνε σημαντικά τη φορολογική βάση, ευθυγραμμίζοντας το αφορολόγητο στην Ελλάδα με εκείνο των μελών της ευρωζώνης;

Το επιχείρημα ότι το επίπεδο της εξαίρεσης φορολόγησης εισοδήματος είναι κατάλληλο επειδή είναι περίπου το ίδιο ποσό σε ευρώ όπως αλλού στην ευρωζώνη αποτελεί κατά την άποψή μας μία ακατάλληλη σύγκριση, γιατί αγνοεί το γεγονός ότι τα επίπεδα εισοδήματος στην Ελλάδα είναι σχετικά χαμηλά. Για διεθνείς συγκρίσεις, οι ειδικοί επί των φορολογικών εξετάζουν τους κλιμακούμενους δείκτες, όπως το ποσοστό των μισθωτών που είναι κάτω από το όριο ή την αναλογία του επιπέδου του ορίου με τον μέσο μισθό. Με όποια από αυτές τις μετρήσεις, η Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο στην Ευρώπη, ακόμη και μετά από την πρόσφατη μεταρρύθμιση, η οποία έκανε μόνο μία οριακή διαφορά:

• η μεταρρύθμιση μείωση το ποσοστό των μισθωτών που είναι κάτω από το όριο του αφορολόγητου κατά μόλις 3%, από 55% σε 52%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 8%, εξαιρώντας την Ελλάδα.

• Η αναλογία του αφορολόγητου ορίου με τον μέσο μισθό μειώθηκε ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης κατά μόλις 5%, από 54% σε 49%, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 24%, εξαιρώντας την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις χώρες της ΕΕ, η μέση σύνταξη το 2013 ήταν 1.233 ευρώ τον μήνα στη Γερμανία σε σύγκριση με τα 846 ευρώ τον μήνα στην Ελλάδα. Αν προσθέσει κανείς τις κοινωνικές παροχές, που ήταν πολλαπλάσια υψηλότερες στη Γερμανία, η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη. Γιατί υποστηρίζετε ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι δυσανάλογα υψηλές;

Οι αριθμοί δεν δίνουν μία ακριβή εικόνα, πρώτα από όλα επειδή δεν βασίζονται σε άτομα με παρόμοια χαρακτηριστικά και δεύτερον επειδή δεν διορθώνουν τις διαφορές εισοδήματος στις χώρες. Για παρόμοιους εργαζόμενους- για παράδειγμα με εισφορές 45 ετών- οι συντάξεις είναι σχεδόν ίδιες σε ονομαστικούς όρους (1.287 ευρώ στη Γερμανία και 1.152 ευρώ στην Ελλάδα). Αλλά το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά με τα εισοδήματα όταν αξιολογούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα, οι ειδικοί θα κοιτάξουν την αναλογία της μέσης πρώτης σύνταξης με τον μέσο μισθό στη συνταξιοδότηση. Αυτή η αναλογία είναι 81% στην Ελλάδα, σχεδόν διπλάσιος από τη Γερμανία (43%), δείχνοντας ένα πολύ γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα.

Και παρότι οι κοινωνικές παροχές είναι πράγματι υψηλότερες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ένα από τα βασικά σημεία του blog μας ήταν ότι η Ελλάδα χρειάζεται απελπισμένα να μεταρρυθμίσει τα δημόσια οικονομικά της, ώστε να είναι ικανή να ενισχύσει τέτοιες δαπάνες. Οι γενναιόδωρες φορολογικές εξαιρέσεις και οι πολύ υψηλές συντάξεις «σακατεύουν» τον προϋπολογισμό και εμποδίζουν την εισαγωγή καλά στοχευμένων κοινωνικών παροχών, ιδιαίτερα για τις ομάδες που είναι πιο ευάλωτες και έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την οικονομική κρίση. Το να υποδηλώνεις ότι οι υψηλές συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα είναι κατά κάποιο τρόπο δικαιολογημένες γιατί οι στοχευμένες κοινωνικές παροχές είναι τόσο χαμηλές, χάνει εντελώς το νόημα: οι στοχευμένες παροχές είναι ανεπαρκείς ακριβώς επειδή οι συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Δεν έχει αυξηθεί η φορολογική συμμόρφωση; Στους πρώτους εννέα μήνες του 2016, ο συντελεστής εισπραξιμότητας για τους τέσσερις βασικούς φόρους αυξήθηκε σε 81%, από 77% που ήταν το 2015.

Αυτός ο ισχυρισμός είναι λανθασμένος, γιατί βασίζεται σε έναν στενό ορισμό και σε δεδομένα για μερικούς μόνο φόρους. Ο συντελεστής εισπραξιμότητας βασισμένος σε έναν ευρύτερο ορισμό είναι 37% για τους εννέα πρώτους μήνες του χρόνου (δεν έχει αλλάξει από το 2015). Ο αριθμός που περιλαμβάνεται στην ερώτηση αναφέρεται μόνο στους τέσσερις βασικούς φόρους και εξαιρεί τα πρόστιμα, που είναι πολύ υψηλά στην περίπτωση της Ελλάδας.