Τέσσερις νοσοκομειακοί γιατροί εστιάζουν στον κίνδυνο που ελλοχεύει και απευθύνουν έκκληση στους πολίτες να σκεφτούν τι θα σημαίνει για τη ζωή τους ένα τέτοιο ενδεχόμενο
«Σε περίπτωση παντοδυναμίας Μητσοτάκη θα παλεύουμε βασικά για το δικαίωμά σας να μείνετε στο νοσοκομείο όσο χρειάζεται, όσο κι αν κοστίζει» υπόσχονται στους πολίτες οι νοσοκομειακοί γιατροί μέσα από το Documento, προειδοποιώντας τους ωστόσο ότι το σύστημα υγείας που ετοιμάζουν προφανώς θα βασίζεται σε δείκτες αποτελεσματικότητας, συνδεδεμένους κυρίως με οικονομικά αποτελέσματα όπως ο χρόνος νοσηλείας, η έκβαση της κατάστασης υγείας του ασθενούς και το κόστος. Οι γιατροί περιγράφουν πώς φτάσαμε ως εδώ και κάνουν έκκληση σε όλους εκείνους τους Ελληνες πολίτες που δυσκολεύονται να βγάλουν οικονομικά τον μήνα, που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ρεύμα και τη θέρμανση, να σκεφτούν τι σημαίνει μια τέτοια δομική αλλαγή για τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους και να μην επιτρέψουν την άλωση του δημόσιου χαρακτήρα των νοσοκομείων μας. «Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για να σώσουμε το ΕΣΥ» λένε και επισημαίνουν: «Οταν ακούμε ότι το ΕΣΥ θα αποτελέσει προτεραιότητα στη σειρά μεταρρυθμίσεων της επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ καλό είναι όλοι να ξέρουμε τι να περιμένουμε χωρίς να βρεθούμε ξαφνικά να πέφτουμε από τα σύννεφα».
Χριστίνα Κυδώνα- Παθολόγος – εντατικολόγος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης: «Η δυστοπία της “επανάστασης στο ΕΣΥ” που εξαγγέλλει προεκλογικά η ΝΔ»
Ο πρωθυπουργός είπε ότι «θα γίνει την επόμενη τετραετία αξιολόγηση παντού και δη ανάμεσα στις νοσοκομειακές μονάδες ανά την επικράτεια. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η αξιολόγηση θα ξεβολέψει κάποιους, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος και σε ό,τι αφορά τα κλινικά και τα οικονομικά αποτελέσματα». Η αλήθεια όμως είναι ότι οι γιατροί αξιολογούνται εδώ και μια εικοσαετία (νόμος 2920/2001) με ετήσια βαθμολογία από τον διευθυντή του τμήματος στα πεδία: κλινικό έργο – επιστημονική κατάρτιση – έρευνα – εκπαιδευτικό έργο – συνεργασία και ήθος. Οι γιατροί του ΕΣΥ για να μονιμοποιηθούν χρειάζεται να εργαστούν επί μια πενταετία και μετά κρίνεται αν θα παραμείνουν στο σύστημα υγείας. Είναι υποχρεωμένοι να απαντούν γραπτώς σε κάθε καταγγελία ή παράπονο ασθενή ή συγγενή δίνοντας τεκμηριωμένες απαντήσεις που προκύπτουν από τον ιατρικό φάκελο, είναι δε εκτεθειμένοι σε μηνύσεις και αγωγές. Προφανώς η «επανάσταση που θα ξεβολέψει» δεν αφορά την έγνοια για τον ασθενή αλλά δείκτες αποτελεσματικότητας συνδεδεμένους κυρίως με οικονομικά αποτελέσματα: τον χρόνο νοσηλείας, την έκβαση και το κόστος. Θα βαθμολογείται έτσι θετικά και θα χρηματοδοτείται επιπλέον το τμήμα που κάνει τα πιο γρήγορα εξιτήρια, έχει τους λιγότερους θανάτους και ξοδεύει λιγότερο. Οι κλινικές θα διαγκωνίζονται για το ποια δεν θα αναλάβει τον βαριά πάσχοντα με κακή πρόγνωση και ούτε λόγος βέβαια για έναν άστεγο τον χειμώνα, έναν μετανάστη με καρκίνο, έναν γέροντα με κακώσεις που χρειάζεται μεγάλο χρόνο νοσηλείας ή έναν συνταξιούχο με εγκεφαλικό που η οικογένειά του χρειάζεται δυο τρεις μέρες ακόμη για να ετοιμάσει τα απαραίτητα για τη φροντίδα του. Η «επανάσταση», μεταξύ άλλων, σημαίνει εξιτήριο με βάση το σύστημα DRG, σύμφωνα με το οποίο κάθε νόσος απαιτεί συγκεκριμένο χρόνο αντιμετώπισης, όχι αυτόν που κρίνεις ως γιατρός αλλά αυτόν που γράφουν τα χαρτιά και οι αλγόριθμοι. Μα εάν πάψει να μας ενδιαφέρει ο άρρωστος συνολικά και τον βλέπουμε ως κάποιον που καταναλώνει πόρους και πρέπει να μας αδειάσει γρήγορα τη γωνιά, ξεχάστε ό,τι λέγαμε για τις συνθήκες εργασίας μας, το burnout, την έλλειψη προσωπικού και τους μισθούς μας. Σε περίπτωση παντοδυναμίας Μητσοτάκη θα παλεύουμε βασικά για το δικαίωμά σας να μείνετε στο νοσοκομείο για όσο χρειάζεται, όσο κι αν κοστίζει.
Αλέξανδρος Καφετζάκης- Δ/ντής ΕΣΥ ΠαΓΝΗ, πρόεδρος Ενωσης Νοσοκομειακών Γιατρών ΕΣΥ Νομού Ηρακλείου: «Αποχαιρέτα το ΕΣΥ που ήξερες»
Από το 1983 που ιδρύθηκε μέχρι και σήμερα το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) αποτέλεσε τη μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας. Κανείς προφανώς δεν θα διαφωνήσει πως μέσα σε αυτή την πορεία παρουσίασε και παθογένειες και αδυναμίες που θόλωσαν την εικόνα του και μίκρυναν την κοινωνική προσφορά του. Ωστόσο διαχρονικά αποτέλεσε σταθερό πυλώνα ασφάλειας ιδίως για τον μη προνομιούχο Ελληνα πολίτη, όπως αποδείχτηκε τόσο κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας το υγειονομικό προσωπικό προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να εξασφαλίσει την ελάχιστη δυνατή περίθαλψη σε εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας, όσο βέβαια και κατά την περίοδο της πανδημίας, που σήκωσε μόνο του όλο το βάρος της υγειονομικής λαίλαπας. Μετά το τέλος της πανδημίας, που βρήκε το ΕΣΥ εξαντλημένο, κουρασμένο, γηρασμένο και με άμεση ανάγκη για ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση τόσο σε υποδομές όσο και σε έμψυχο δυναμικό, αντιμετώπισε και την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη που, σταθερά προσηλωμένη στην αποψίλωση καθετί δημόσιου, κατέθεσε και εφάρμοσε μια πρόταση αλλαγής του ΕΣΥ με στροφή στον ιδιωτικό τομέα και στο κλείσιμο ή στην απαξίωση των περισσότερων δημόσιων νοσοκομείων, κυρίως στην περιφέρεια. Να σημειωθεί ότι αυτή δεν ήταν κρυφή ατζέντα αλλά προγραμματισμένη διακήρυξη που εφαρμόστηκε με το σχέδιο «των νοσοκομείων κέντρου και ακτίνας», με την επίσημη είσοδο των ιδιωτών στα δημόσια νοσοκομεία, με την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των νοσοκομειακών γιατρών και με τη μετατροπή καινούργιων νοσοκομείων ή κλινικών σε ΝΠΙΔ. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν τα φαινόμενα της πλημμυρίδας των αποχωρήσεων και παραιτήσεων γιατρών από τα δημόσια νοσοκομεία, η απροθυμία νέων γιατρών να αναζητήσουν το επαγγελματικό τους μέλλον στο ΕΣΥ, αλλά κυρίως η πλήρης αποδυνάμωση των περιφερειακών νοσοκομείων και η προοπτική μετατροπής τους σε αστικού τύπου κέντρα υγείας.
Παρά τις προσπάθειες του υγειονομικού κινήματος να αφυπνίσει και να ξεσηκώσει τις τοπικές κοινωνίες σε μια προσπάθεια υπεράσπισης των νοσοκομείων τους με μεγάλες και πολυπληθείς διαμαρτυρίες σε πολλές πόλεις της χώρας (Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Ιεράπετρα, Γιαννιτσά, Κέρκυρα, Ξάνθη και αλλού), δεν κατάφερε να κάνει την προάσπιση του ΕΣΥ βασικό διακύβευμα αυτών των εκλογών. Η πιθανή αυτοδυναμία της ΝΔ και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία, που εκπεφρασμένα στοχεύει στην αλλαγή του συντάγματος με τη μετατροπή όλων των νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ όπως επίσης και στην κατάργηση της μονιμότητας στο δημόσιο, θα αποφέρει το τελειωτικό πλήγμα στο ΕΣΥ όπως το ξέρουμε σήμερα, καθώς και στις αξίες και τις αρχές που μέχρι σήμερα υπηρετούσε.
Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε τη μετατόπιση του κόστους περίθαλψης στις τσέπες των πολιτών είτε με τη μορφή των ιδιωτικών ασφαλειών υγείας είτε με την απευθείας πληρωμή, γυρίζοντας τη χώρα σε εποχές «της θείας Θεοδόσαινας» («Σάντα Τσικίτα», Β. Λογοθετίδης, Ι. Λιβυκού 1953) όπως έχει καταγραφεί στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, όπου για το κόστος μιας χειρουργικής επέμβασης έπρεπε οι συγγενείς να ξεπουληθούν ή να προβούν σε απονενοημένα διαβήματα. Ως μάχιμος γιατρός του ΕΣΥ, που αισθάνομαι το νοσοκομείο σπίτι μου και τους ασθενείς οικογένειά μου, κάνω έκκληση σε όλους τους Ελληνες πολίτες που δυσκολεύονται οικονομικά να βγάλουν τον μήνα, που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ρεύμα και τη θέρμανση, να σκεφτούν τι σημαίνει μια τέτοια δομική αλλαγή για τη ζωή τους και για τη ζωή των παιδιών τους και να μην επιτρέψουν την άλωση του δημόσιου χαρακτήρα των νοσοκομείων μας. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για να σώσουμε το ΕΣΥ.
ΥΓ.: Αυτό το κείμενο δυσκολεύτηκα πολύ να το γράψω γιατί με παρέλυαν ο θυμός και ο φόβος για τα μελλούμενα εάν επικρατήσει μια παντοδύναμη, ανεξέλεγκτη, αλλά κυρίως αδίστακτη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, όπως διαφαίνεται ότι θα συμβεί. Ευτυχώς για το θυμικό μου, διάβασα ένα άρθρο του Θ. Καρτερού που μου θύμισε κάποιους στίχους του μεγάλου Μανόλη Αναγνωστάκη: «…όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…». Και για μένα το δημόσιο σύστημα υγείας είναι από τα πιο πολύτιμα τιμαλφή και από τις πιο δροσερές φωλιές νερού μες στις φλόγες.
Στέλιος Δημητρακόπουλος-Γενικός γιατρός στο Κέντρο Υγείας Αγίας Βαρβάρας Ηρακλείου Κρήτης: «Μη βρεθούμε ξαφνικά να πέφτουμε από τα σύννεφα»
Η 22α Μαΐου βρήκε τους εργαζομένους στο ΕΣΥ, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σοκαρισμένους, προβληματισμένους, ανήσυχους. Κι αυτό γιατί καλύτερα από τον καθένα είναι σε θέση να γνωρίζουν τις συνέπειες της συνέχισης μιας πολιτικής στον χώρο της υγείας που σπέρνει στο διάβα της νεκρούς και τίποτε άλλο. Μια γρήγορη αποτίμηση της τελευταίας τετραετίας αρκεί για να πείσει και τον πλέον αφελή για τους λόγους αγωνίας των έντιμων υγειονομικών: πρωτιές σε θανάτους από την πανδημία, σε υπερβάλλουσα θνησιμότητα, σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, σε ελλείψεις προσωπικού, σε κακές συνθήκες εργασίας, σε προσβασιμότητα και ο κατάλογος μπορεί εύκολα να συνεχιστεί.
Οταν επομένως ακούμε ότι το ΕΣΥ θα αποτελέσει προτεραιότητα στη σειρά μεταρρυθμίσεων της επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ καλό είναι όλοι να ξέρουμε τι να περιμένουμε χωρίς να βρεθούμε ξαφνικά να πέφτουμε από τα σύννεφα. Ετσι λοιπόν, με βάση όχι μόνο τις επίσημες εξαγγελίες αλλά και το υπάρχον νομικό πλαίσιο, η ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ θα προχωρήσει με βήμα ταχύ (βλ. και Παιδοογκολογικό Παίδων), γεγονός που θα αυξήσει την ανισότητα στον χώρο της υγείας αφού πλέον η λειτουργία και η ανάπτυξη των μονάδων υγείας δεν θα καθορίζονται από τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού αλλά από τις οικονομικές αποδόσεις και επιδόσεις των νοσοκομείων, όπως και από τα συμφέροντα των μεγάλων ομίλων που δραστηριοποιούνται στον χώρο της υγείας. Η υποστελέχωση των δημόσιων νοσοκομείων και η σταδιακή αποχώρηση προσωπικού είτε λόγω συνταξιοδοτήσεων είτε λόγω παραιτήσεων στερούν τα δημόσια νοσοκομεία από πολύτιμους ανθρώπινους πόρους και κάνουν πρακτικά αδύνατη τη λειτουργία ειδικών ιατρείων και χειρουργείων, ιδίως στην περιφέρεια. Ετσι ο πολίτης αναγκαστικά θα κατευθύνεται πληρώνοντας από την τσέπη του, εφόσον μπορεί, στα απογευματινά ιατρεία ή στον ιδιωτικό τομέα. Δεδηλωμένος στόχος είναι και ο «επανασχεδιασμός του υγειονομικού χάρτη», κάτι που πρέπει να διαβαστεί ως κλείσιμο ή υποβάθμιση πολλών περιφερειακών νοσοκομείων και συνακόλουθη επιβάρυνση των λεγόμενων «κομβικών» νοσοκομείων. Η περιφέρεια θα πληγεί περισσότερο, ειδικά αν δει κανείς και τις τωρινές τραγικές ελλείψεις προσωπικού, οι οποίες αντιμετωπίζονται με αναγκαστικές μετακινήσεις προσωπικού από άλλες πόλεις και δομές, που με τη σειρά τους σπρώχνουν κι άλλους γιατρούς σε παραίτηση.
Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας έδειξε ότι η προστασία της υγείας των ανθρώπων οφείλει πρωτίστως να βασίζεται σε ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας. Η προκλητική εξαίρεση του ιδιωτικού τομέα από την πρώτη γραμμή αντιμετώπισής της έδειξε όμως και κάτι άλλο: πόσο απατηλή είναι η αίσθηση ότι το χοντρό πορτοφόλι σού εξασφάλιζε φροντίδα υγείας τη στιγμή της κρίσης. Ας το σκεφτούμε την επόμενη φορά που θα πρέπει να επιλέξουμε κυβερνητικό πρόγραμμα.
Αγγελική Κρικρή-Παιδοχειρουργός και μέλος της πενταμελούς επιτροπής της ΕΙΝΑΠ στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία»: «Κυβέρνηση-οδοστρωτήρας για το ΕΣΥ»
Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα σήμερα έχει έναν μεγάλο ασθενή: το ίδιο το ΕΣΥ και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
Από τη μια πλευρά το γερασμένο, μη ανανεωμένο, με επαγγελματική εξουθένωση και επιστημονική καταβαράθρωση προσωπικό και από την άλλη ράντζα, τεράστια αναμονή τόσο για τα χειρουργεία όσο και για τα επείγοντα.
Η κυβέρνηση μες στην πανδημία της Covid-19 έχασε τη μεγάλη ευκαιρία να χρηματοδοτήσει και να μεταγγίσει προσωπικό και χρήματα στο δημόσιο σύστημα υγείας, που ανέδειξε και με το παραπάνω την αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητά του. Την ίδια στιγμή φρόντισε ο ιδιωτικός τομέας να μη νοσηλεύει και να μη θεραπεύει ασθενείς Covid-19, ενώ ταυτόχρονα τον αιμοδότησε με χρήματα του ΕΟΠΥΥ προωθώντας ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα με υπερκοστολογημένες χειρουργικές επεμβάσεις, επεμβατικές και άλλες διαγνωστικές πράξεις, αφήνοντας το ΕΣΥ μονοθεματικό με κλειστά χειρουργεία, αποχώρηση των μόνιμων προς συνταξιοδότηση, επικουρικό προσωπικό πολλών ταχυτήτων, χρησιμοποιώντας ακόμη και τριτοβάθμια νοσοκομεία ως εμβολιαστικά κέντρα.
Eνα δημόσιο σύστημα υγείαςήρωας, με τα καλά και τα κακά του, που αντί να το στηρίξουμε, σαν αυτονόητο επόμενο βήμα… έρχεται μια κυβέρνηση-οδοστρωτήρας και το διαλύει με ένα πετυχημένο χειρουργικό χτύπημα στα θεμέλιά του: Κατάργηση της αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών και δικαίωμα άσκησης ιδιωτικού επαγγέλματος σε μέρες και ώρες που θα καθορίζονται κάθε φορά από τη διοίκηση κ.λπ. μες στις δομές των δημόσιων νοσοκομείων ή και σε ιδιωτικά (απογευματινά ιατρεία και χειρουργεία).
Εχοντας ως παράδειγμα τους πανεπιστημιακούς γιατρούς στην Ελλάδα, που το ένα πόδι το έχουν στα δημόσια νοσοκομεία για άσκηση «εκπαίδευσης και προαγωγής της επιστήμης», ενώ τους ασθενείς τούς παρακολουθούν επ’ αμοιβή στα ιατρεία τους το απόγευμα και τους έχοντες τους προωθούν στα ιδιωτικά θεραπευτήρια για χειρουργική αποκατάσταση κ.λπ.. Ως αποτέλεσμα, η παρουσία τους στο ΕΣΥ είναι σε μεγάλο βαθμό για άντληση περιστατικών και εσόδων από μελέτες και προγράμματα. Τι σημαίνουν όμως η είσοδος των ιδιωτών στα δημόσια νοσοκομεία και η σταδιακή πώληση της υγείας σε ιδιώτες; Σημαίνουν ιατρικό προσωπικό πολλών ταχυτήτων:
01 Αυτός που κατέχει μόνιμη θέση και έχει κριθεί αξιοκρατικά.
02 Ο επικουρικός γιατρός με μόνο προσόν τη λίστα αναμονής που δήλωσε διαθεσιμότητα (δεν αναιρείται η αξία του αλλά δεν έχει αξιοκρατικά λάβει τη θέση).
03 Ιδιώτες γιατροί με μπλοκάκι και σύμβαση που μπορεί να προβλέπει και αμοιβή πολύ μεγαλύτερη από του μόνιμου με 30 έτη υπηρεσίας.
04 Γιατροί με μπλοκάκι και μερική απασχόληση με δικαίωμα διατήρησης ιδιωτικού ιατρείου και έργου.
05 Πανεπιστημιακοί υπότροφοι με μερική ή άλλη απασχόληση και αδιευκρίνιστο μισθό αλλά πολλές φορές και χρηματοδότηση.
06 Παρατασιακοί γιατροί ειδικευμένοι που δουλεύουν ως ειδικοί αλλά πληρώνονται ως ειδικευόμενοι.
07 Ειδικευόμενοι γιατροί-μάγοι που μπορούν να δουλεύουν δύο μέρες συνεχώς και μπορούν να βρίσκονται παντού και ό,τι ώρα τούς θέλουμε. Αποτέλεσμα όλης αυτής της ανομοιογένειας είναι η υποβάθμιση της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών υγείας και η αύξηση του κόστους για τον ασθενή.
Αρα; Λέει λοιπόν η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν αναγνωρίζει την ανάγκη ύπαρξης κοινωνικού κράτους και δωρεάν δημόσιας υγείας στον πολίτη:
«Δεν λειτουργεί σωστά, έχει παθογένειες, έχει κόστος λειτουργίας τεράστιο. Θα σας πουλήσουμε στους ιδιώτες γιατί ξέχασα να σας πω: η υγεία σας δεν είναι αγαθό. Είναι προϊόν που μας κοστίζει ακριβά».
Αυτό που όμως επίσης δεν είπε στον κόσμο είναι πως ο ΕΟΠΥΥ διαχειρίζεται δικά μας χρήματα, αφού είναι οι εισφορές μας και το ποσοστό του ΑΕΠ που το κράτος δίνει για την υγεία από τους φόρους μας. Γιατί λοιπόν να τα διοχετεύουμε σε ιδιώτες και να πλουτίζουν με τα χρήματά μας και να μην τα διαχειρίζεται το δημόσιο κρατικό νοσοκομείο, ώστε η αγορά των υπηρεσιών υγείας να μας στοιχίζει οικονομικότερα; Θα ήταν προτιμότερο τα έσοδα από τη νοσηλεία των ασθενών εκτός από τις πάγιες ανάγκες που καλύπτουν να κατευθύνονται τόσο στην ανανέωση του υλικοτεχνικού εξοπλισμού όσο και στην επιμόρφωση και επιστημονική εξέλιξη και έρευνα για τους επιστήμονες της υγείας και όχι στις τσέπες των ιδιωτών – επιχειρηματικών ομίλων ή σε συντεχνίες ιατρικών ομάδων.